
Αυτό που συμβαίνει είναι σχεδόν τραγικό! Είναι η πέμπτη ή η έκτη προσπάθεια να γράψω το συγκεκριμένο. Ελπίζω και η τυχερή. Αν και η τυχερή, σύμφωνα με τα λεγόμενα του πάνσοφου λαού μας, είναι η τρίτη! Μου αρέσει μεν που ο πάνσοφος λαός διαψεύστηκε, με τρελαίνει δε η αδυναμία μου να βρω έστω τριάντα λεπτά ησυχίας, ώστε να τελειώσω αυτό που ξεκινάω!
Από τη μια, η παρέα με την οποία «διακοπεύω» έχω την αίσθηση ότι δεν κοιμάται ποτέ! Στο bar τους αφήνω πηγαίνοντας για ύπνο, στο café τους βρίσκω ξυπνώντας. Και φυσικά ούτε να διανοηθώ στιγμές απομόνωσης μ’ αυτούς τους … άυπνους γύρω μου!
Από την άλλη, δεν μπορώ να κατανοήσω αυτό που συμβαίνει στα μεγάλα ξενοδοχεία! Όλοι μα όλοι -πελάτες, προσωπικό, προμηθευτές, περαστικοί- αισθάνονται την ανάγκη να σε χαιρετήσουν για πολλοστή φορά μέσα στην ίδια μέρα, να σου ευχηθούν για πολλοστή φορά μέσα στην ίδια μέρα ή να σε καλέσουν στην παρέα τους για καφέ ή για ποτό! Αυτό ξεπερνάει τα όρια της ευγένειας και γίνεται εξαιρετικά ενοχλητικό και δυναστικό! Άνθρωπος μόνος με ένα βιβλίο ή με τον υπολογιστή είναι για τους περισσοτέρους μάλλον μια εικόνα που προκαλεί θλίψη ή έστω απορία, γιατί οι πιο πολλοί ούτε να ευχαριστηθούν τη μοναχικότητά τους μπορούν ούτε να τη σκεφτούν καν και να τη διεκδικήσουν, γιατί κάτι τέτοιο συνοδεύεται από σιωπή κι αυτό έχω καταλάβει ότι είναι τραγικό. Ιδίως τέτοιες «μέρες αγάπης που είναι τώρα», αν σε δουν μόνο, δε σε αφήνουν σε χλωρό κλαρί!
(Πολύ αναγκαίο κυρίως κείμενο)
Λοιπόν, αν οι μέρες του Πάσχα χαρακτηρίζονται και είναι μέρες αγάπης, εγώ δηλώνω ξεκάθαρα ότι είμαι οπαδός των υπόλοιπων ημερών του χρόνου, δηλαδή των ημερών του μίσους(;) και δε λείπουν οι λόγοι γι αυτό!
Η χαρά και η αγάπη μου για διακοπές κατά τη συγκεκριμένη περίοδο έδιναν πάντα μάχη με μια περίεργη θλίψη διαμορφώνοντας το γνωστό σε όλους συναίσθημα χαρμολύπης. Ως παιδί δε θυμάμαι ποτέ να έχω καταευχαριστηθεί τις πασχαλινές διακοπές. Αυτό άρχισε να συμβαίνει αργότερα και μόνο όταν ανεξαρτητοποιήθηκα από τους γονείς κι ό,τι άλλο κουβαλούσαν ως ήθη και έθιμα του λαού και του τόπου μας.
Τα βάσανα ξεκινούσαν πολύ νωρίς και η χαρά για το που έκλειναν τα σχολεία αμέσως συνθλιβόταν από το πένθος που συνόδευε τη Μεγάλη εβδομάδα. Όνομα και πράμα αυτή (η εβδομάδα). Εβδομάδα των Παθών, όχι μόνο του Κυρίου αλλά και δική μου. Και να οι εκκλησιασμοί και να το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας και να οι Επιτάφιοι και να οι Σταυρώσεις και να τα παιδάκια με τα κάλαντα. Μα είναι κάλαντα αυτά; Να σε ξυπνάει το άλλο (το παιδάκι εννοώ) από το χάραμα τραγουδώντας «σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα». Αμ αυτό δεν είναι παιδάκι, ο Φρανκεστάιν junior είναι! Δηλαδή, θέλει αυτό (το παιδάκι πάλι) να πάω εγώ στο σπίτι του ένα χάραμα και να του τραγουδώ το «ο χάρος βγήκε παγανιά»; Αμ δε θέλει! Χώρια που θα με έσερνε στα δικαστήρια για καταπάτηση των δικαιωμάτων του παιδιού.
Και να ήταν μόνο αυτά; Υπάρχει κι άλλο. Και τι άλλο! Νηστεία! Να νηστεύεις και στο σπίτι να γίνεται χαμός από συνταγές, μυρωδιές, ψησίματα, παραγγελίες υλικών, συκωταριών και αμνοεριφίων!!! Αυτό δεν ήταν σπίτι, κολαστήριο ήταν. Τέτοια μαρτύρια ούτε οι Τούρκοι δεν είχαν σκαρφιστεί για την εξόντωση του ξεσηκωμένου ελληνισμού, γιατί αν τα είχαν σκαρφιστεί, ακόμα Οθωμανική Αυτοκρατορία θα είμασταν. Εγώ να πεθαίνω από την πείνα (χωρίς να καταλαβαίνω και το γιατί) και οι άλλοι να ετοιμάζουν κόκκινα αυγά, κίτρινα κουλουράκια, σκατουλί αντεράκια και δε συμμαζεύεται. Κι όλα αυτά αντί να παραμένουν κρυμμένα στα πιο απόκρυφα μέρη, οι βασανιστές μου τα τοποθετούσαν πρώτη μούρη. Να βλέπεις το κόκκινο αυγό και να το λιμπίζεσαι, να μυρίζεις και να βλέπεις το απαγορευμένο κουλουράκι και να φτάνεις σε σημείο να συγχωρείς την Εύα που έφαγε το μήλο (κι αυτή σε περίοδο νηστείας θα το έκανε το ατόπημα).
Νομίζω ότι εξαιτίας όλων αυτών η Μεγάλη Εβδομάδα ονομάστηκε Μεγάλη. Τι Μεγάλη, ατελείωτη έπρεπε να την ονομάσουν και πάλι λίγο θα ήταν! Τέλος πάντων, κάποια στιγμή το βάσανο έφτανε στο τέλος ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Το βράδυ του Σαββάτου προς Κυριακή δινόταν το τελικό και πιο ύπουλο χτύπημα στον ήδη εξαντλημένο οργανισμό μου. Εκκλησία και πάλι! Πρώτα όμως ξεκινούσαν οι προετοιμασίες του γιορτινού δείπνου. Μαγειρίτσες, τζατζίκια, αυγά, τυριά, τηγανιές και ό,τι άλλο απαγορευμένο απλώνονταν στο τραπέζι περιμένοντας την επιστροφή μας από την εκκλησία και την Αναστάσιμη λειτουργία. Αυτό ήταν! Θυμάμαι πάντα ότι η επιστροφή γινόταν σε ρυθμούς Φλας Γκόρντον και τώρα που το καλοσκέφτομαι τα μπαμ και μπουμ που συνόδευαν το «Χριστός Ανέστη» δεν πρέπει να ήταν από βεγγαλικά. Απλώς οι πεινασμένοι ήταν που έσπαγαν το φράγμα του ήχου για να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στο τραπέζι και να ριχτούν με τα μούτρα στο φαΐ. Κι εκεί άλλο μαρτύριο. Γιατί ο οργανισμός έχοντας ξεχάσει τι σημαίνει φαγητό, ένιωθε μάλλον άβολα με όλες αυτές τις καθόλου μα καθόλου ελαφρές γεύσεις και λιχουδιές που δεχόταν με ρυθμό καταιγιστικό και αρνούνταν πεισματικά να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να χωνέψει. Και να οι πονόκοιλοι και να οι σόδες και να το φούσκωμα και να οι αναστεναγμοί και να οι όρκοι ότι δε θα το ξανακάνω!
Κάπως έτσι ξημέρωνε η μεγάλη, χαρμόσυνη και γιορτινή μέρα της Κυριακής του Πάσχα. Ξημέρωνε, τρόπος του λέγειν, γιατί απ’ ό,τι θυμάμαι το πανηγύρι ξεκινούσε από το χάραμα. Τόσο χάραμα που τρόμαζαν και τα κοκόρια απ’ την κίνηση που έβλεπαν και σκέφτονταν ότι χάλασε το βιολογικό ρολόι τους και ξέχασαν να μας ξυπνήσουν! Τι εφιάλτης; Σκοτάδι ακόμη και να οι ψησταριές και η τσίκνα και η καπνίλα και να τα δημοτικά τραγούδια και να οι χοροί και τα βλακώδη πειράγματα και τα τσίπουρα με την τσίμπλα στο μάτι και να η ίδια πάντα συζήτηση για το ποιος έχει το καλύτερο αμνοερίφιο (λες και μόνοι τους το μεγάλωσαν) και να όλο το συγγενολόι που ένιωθε την ιερή υποχρέωση να σου δείξει την αγάπη του και το ενδιαφέρον του.
Έβλεπα θεια να με πλησιάζει και με έκοβε κρύος ιδρώτας. Εγκλωβισμός! Να γνωρίζεις τι θα ακολουθήσει και να μην μπορείς να κάνεις το παραμικρό για να το αποφύγεις, γιατί κάτι τέτοιο δεν ήταν «καθώς πρέπει» και θα σε χαρακτήριζαν αντικοινωνικό.
Κίνηση πρώτη: Τσίμπημα μάγουλου -με χέρια λιγδωμένα που βρομούσαν σκόρδο, κρεμμύδι, ρίγανη και άλλα που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω και να εντοπίσω- ικανό να σε ξετσιαουλιάσει, να σε κάνει να χρειάζεσαι λίφτινγκ από τα δέκα. Πόνος αφόρητος. Κίνηση δεύτερη: Φιλί ρουφηχτό, ικανό να σου αφήσει σημάδι, να σε εξαφανίσει σαν μαύρη τρύπα που ρουφάει το διάστημα. Και βέβαια, αίσθηση τρίχας, γιατί η θεια δε γνώριζε τι θα πει αποτρίχωση και η κρεατοελιά της είχε τόση τρίχα όση δεν είχαν τα μουστάκια του Κολοκοτρώνη και του Κιουταχή και του Βελουχιώτη μαζί! Κίνηση τρίτη: Επίδειξη ενδιαφέροντος με ερωτήσεις του τύπου «είσαι καλός μαθητής βρε»; Και τι να της πεις τώρα; Να σκέφτεσαι μήπως είναι ερώτηση παγίδα; Μήπως ξέρει για το διαγώνισμα Φυσικής ιστορίας που πήρα κάτω από τη βάση; Δηλαδή, θα ήμουν αγενής αν της απαντούσα: «Και τι σε νοιάζει εσένα που είσαι κι αναλφάβητη; Δηλαδή, αν δεν είμαι καλός μαθητής τι θα κάνεις; Θα έρθεις να μου κρατάς το βιβλίο της Φυσικής ιστορίας για να τη λέω απέξω»; Μη χειρότερα! Κίνηση τέταρτη: Αποχώρηση της χοντροκώλας θειας που άφηνε πίσω της ένα συντρίμμι (δηλαδή εμένα) έτοιμο να υποστεί τα ίδια και χειρότερα από την επόμενη θεια, κουμπάρα, γειτόνισσα και κάθε άσχετη που θα ανακάλυπτε την παρουσία μου!
Κι όλα αυτά ενώ ο ένας μετά τον άλλο άρχιζαν να αναστενάζουν από το φούσκωμα, να πέφτουν τριγύρω από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Τι αντιαισθητική κραιπάλη; Δε θέλω ούτε να τις θυμάμαι τέτοιες μέρες αγάπης!
(Όχι ιδιαίτερα αναγκαίος επίλογος)
Τελειώνω το κείμενο (επιτέλους) και με έχει κόψει κρύος ιδρώτας. Νομίζω ότι ο εφιάλτης με κάποιο τρόπο, με κάποια αφορμή θα ξαναζωντανέψει. Έχουν περάσει περίπου δυο δεκαετίες από τον τελευταίο παρόμοιο πασχαλινό εφιάλτη που έζησα αλλά οι μνήμες του με καταδιώκουν ακόμη!
Η φωτο της Νήσου του Πάσχα (καμιά σχέση με το θέμα)
από το the world in photos