Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΒΟΥΝΟΥ

Στο βουνό ακούς την ησυχία. Κι αυτό μπορεί να είναι πολύ καλό αλλά και απερίγραπτα κακό.

Είναι ωραίο να ξυπνάς και απλώς να αισθάνεσαι κομμάτι της φύσης που σε περιβάλλει, να απολαμβάνεις τον πρωινό καφέ, να ηρεμείς μέσα στο τοπίο που δημιουργούν οι αποχρώσεις του απέραντου πράσινου και τα επιβλητικά βουνά, να συγκεντρώνεσαι χωρίς περισπασμούς, να ταχτοποιείς σκέψεις, να οργανώνεις τις επόμενες κινήσεις ή απλώς να χαλαρώνεις. Το όλο κλίμα προσφέρεται για δημιουργία, παραγωγική εργασία, διάβασμα, αυτοκριτική, αναστοχασμό.

Αυτή, όμως, είναι η μια πλευρά. Η ησυχία για κάποιους είναι κόλαση. Η έλλειψη ενοχλητικών θορύβων δεν ευνοεί τη διάσπαση, γιατί πόσο να σχολιάσεις "τι ωραία ησυχία είναι αυτή;". Η ησυχία δεν προσφέρεται για πολλά σχόλια. Προσφέρεται για όλα τα παραπάνω κι αυτό δεν είναι ευτυχές γεγονός για αρκετούς. Γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιθυμούν τη φασαρία και τη διαρκή κίνηση του περιβάλλοντος, που τους τροφοδοτεί με ευκαιρίες για άσκοπο κουβεντολόι, περιορίζοντας την ανάγκη για σκέψη, επαναπροσδιορισμό, ανάλυση πράξεων, επιλογών, συμπεριφορών, αντιλήψεων... 

Η ησυχία, βέβαια, και στο βουνό κάνει συχνά πυκνά διαλείμματα, εξαιτίας της συμπαθέστατης ομάδας που λέγεται "γιαγιάδες του χωριού".

Η συγκεκριμένη ομάδα έχει επιφορτιστεί από τις δυνάμεις του σύμπαντος με το ιερό καθήκον να διακόπτει την ησυχία. Μόλις η γιαγιά Φεβρωνία αντιληφθεί ότι της τέλειωσε η μαγιά, το λάπατο, το αλάτι Ιμαλαΐων, το αβοκάντο και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, τα πράγματα αλλάζουν. Ανεξάρτητα από την ώρα του συμβάντος -πολύ πρωί ή καταμεσήμερο, η γιαγιά Φεβρωνία δεν το έχει σε τίποτε να εμφανιστεί στην αυλή, εγκαταλείποντας το βασίλειο της κουζίνας της και με τη στριγγιά φωνή της να προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη γιαγιά Ευθαλία, η οποία, όμως, μένει στον άλλο μαχαλά του χωριού. "Ευταλίααα! Μαρή Ευταλία, τι έπαθες; Κουφάθηκες ή σε πλάκωσε το στρώμα, μαρή. Σε βρίσκεται λίγο..."; Η γιαγιά Ευθαλία, κάποια στιγμή ανταποκρίνεται στο κελαρυστό κάλεσμα της Φεβρωνίας με εξίσου ενοχλητικά στριγκλίσματα. "Έχω, έχω. Κι αβοκάντο έχω και αρώνια έχω, άμα θες και μάνγκο πρέπει να με περίσεψε από εψέ. Τώρα τα στέλνω με τον Δημητράκη". 

Ο κατακαημένος ο Δημητράκης, χωρίς να ερωτηθεί, καλείται πάραυτα να διασχίσει το χωριό, να ανέβει ανηφόρες, να κατέβει κατηφόρες, ώστε να προμηθεύσει με τα κατάλληλα υλικά τη γιαγιά Φεβρωνία.

Σε κάτι τέτοιες στιγμές η ησυχία εξαφανίζεται, όλο το χωριό έχει ενημερωθεί για τις ελλείψεις της γιαγιάς Φεβρωνίας, έχει συλλέξει υλικό για σχόλια και, κυρίως αυτό, συμπάσχει με τον καψερό τον Δημητράκη.


Δεν υπάρχουν σχόλια: