Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Μετά θάνατον ζωή!

Βράδυ Αναστάσεως και βρίσκομαι στο προαύλιο Ιερού Ναού περιμένοντας το χαρμόσυνο άγγελμα. Η πολυκοσμία δεν ευνοεί την κατάνυξη που απαιτεί η στιγμή. Ο μικρός της παρέας βγάζει το κινητό από την τσέπη και ζητάει από τους μεγάλους την άδεια να παίξει ένα παιχνίδι. Η τυπική απάντηση έρχεται αμέσως: «Δεν είναι σωστό»! Η λογική, πρωτότυπη και χιουμοριστική απάντηση ακολουθεί λίγο μετά: «Ιδίως αν είναι να παίξεις κανένα από αυτά τα παιχνίδια στα οποία ο ήρωας σκοτώνεται και ανασταίνεται επανειλημμένα, μην το κάνεις ΤΩΡΑ! Είναι ύβρις. Και ο Χριστός ακόμα μόνο μια φορά αναστήθηκε».
Το περιστατικό μου θύμισε ότι πρόσφατα από διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικές στιγμές και καταστάσεις δέχτηκα την ίδια ερώτηση: «Υπάρχει μετά θάνατον ζωή»; Μεγάλο θέμα! Φαίνεται ότι το έχουν οι μέρες να ασχολούμαστε με πνευματικούς προβληματισμούς και θεολογικά ζητήματα. Σε τέτοια ζητήματα δε χωράει λογική. Αυτή μπορεί να διαχειριστεί θέματα πεπερασμένα, όπου οι κανόνες της βρίσκουν εφαρμογή. Κρίνεται επαρκής και αναγκαία σε θέματα φυσικά αλλά απολύτως ανεπαρκής σε θέματα υπερφυσικά. Και τα θεολογικά ζητήματα ανήκουν στη σφαίρα του υπερφυσικού.
Λατρεύω τη λογική! Θεωρώ ότι κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να πιστεύει ή να μην πιστεύει αλλά η επιλογή του δεν είναι αποτέλεσμα λογικής σκέψης. Εκτιμώ μάλιστα ότι το θέμα δεν είναι αν «υπάρχει Θεός», γιατί αυτό θέτει το ζήτημα του «ποιος είναι ο αληθινός Θεός;» ή «πρέπει να είμαι πιστός;», γιατί αυτό οδηγεί στο «ποια θρησκεία βρίσκεται πιο κοντά στον αληθινό Λόγο;» ή το αν «υπάρχει μετά θάνατον ζωή;», γιατί και αυτό ανοίγει το θέμα του ποια μορφή έχει αυτή. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι τελείως διαφορετικό.
Υπάρχουν δύο πιθανότητες. Η μία -ιδιαίτερα απαισιόδοξη- είναι να μην υπάρχει μετά θάνατον ζωή. Στην περίπτωση αυτή τα πράγματα είναι μεν απλά αλλά πιεστικά, αφού η μη ύπαρξη αιώνιας ζωής μας προκαλεί να αποδεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και άρα ότι έχει αρχή και τέλος που ταυτίζονται με την παρουσία του στη Γη. Ό,τι συμβαίνει έχει να κάνει με την επίγεια ζωή, την οποία άρα καλείται να αξιοποιήσει στο έπακρο μην έχοντας να περιμένει το παραμικρό σε μια άλλη διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει με ιδιαίτερη ένταση να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την κάθε ημέρα σαν να ήταν η τελευταία, να αγωνίζεται για τις αρχές του, για την προσωπική βελτίωσή του αλλά και για την εξέλιξη της κοινωνίας, να δημιουργεί, να χαίρεται, να διασκεδάζει, να μαθαίνει και να μη σπαταλά το χρόνο του σε βασανιστικές τυπικότητες και συμβιβασμούς που τον αποπροσανατολίζουν από την πορεία και τους στόχους του. Κάποτε ο άνθρωπος πεθαίνει και αν δεν έχει προλάβει να κάνει αρκετά, απλώς «πέρασε και δεν ακούμπησε», αφού ο βιολογικός θάνατος σηματοδοτεί το τέλος της ύπαρξης.
Η δεύτερη πιθανότητα είναι να υπάρχει Θεός και μετά θάνατον ζωή με όποια μορφή θέλει ο καθένας. Εδώ τίθεται το ερώτημα: «Η αιώνια ζωή ανήκει σε όλους»; Αυτό θα ήταν τελείως άδικο. Υπάρχουν όροι με βάση τους οποίους κρίνεται η θέση του κάθε ανθρώπου μετά το θάνατο. Δηλαδή, αν αράξω κάτω από ένα δέντρο για όλη τη ζωή μου χωρίς να πειράξω κανέναν ή αν αποβλακώνομαι μπροστά στην τηλεόραση και το Διαδίκτυο αποφεύγοντας τα ακατάλληλα προγράμματα ή αν κοιμάμαι και ξυπνάω ασχολούμενος με τα τυπικά της επιβίωσης και απλώς σβήνω ώρες και μέρες αναμένοντας το μοιραίο, θα έχω εξασφαλίσει καλή θέση στη μετά θάνατον ζωή; Ορισμένοι πιστεύουν ότι έτσι εκπληρώνουν το κριτήριο του «αγαπάτε αλλήλους» αλλά πράγματι το κάνουν; «Αγαπάτε αλλήλους» σημαίνει δεν ασχολούμαι με τίποτα και με κανέναν; Σημαίνει τα έχω καλά με όλους τυπικά; Είμαι δίκαιος, καλός, ταπεινός, ειρηνικός, φιλεύσπλαχνος και ελεύθερος επιζητώντας απλώς την επιβίωση;
Εκτιμώ ότι μια τέτοια στάση ζωής συνθέτει ύβρη και απόλυτη αμαρτία απέναντι στο Θεό, ο οποίος μας πρόσφερε την επίγεια ζωή προικίζοντάς μας μάλιστα με ένα θεϊκό στοιχείο. Το μυαλό. Αν ο Θεός δεν ήθελε να αξιοποιούμε στο έπακρο αυτά τα στοιχεία, θα μας έδινε μυζήθρα, παστουρμά, μπεσαμέλ, πασατέμπο ή ό,τι άλλο τέλος πάντων. Φτάνουμε στο τελικό συμπέρασμα. Ωραία, αποδέχομαι την ύπαρξη μετά θάνατον ζωής αλλά κάνω αρκετά στην επίγεια για να την κερδίσω; Αξιοποιώ την κάθε στιγμή για να βελτιώνω την ύπαρξή μου, προσφέρω αρκετά στην πορεία της ανθρωπότητας, χαίρομαι και άρα εκτιμώ τη ζωή που μου πρόσφερε απλόχερα ο Θεός, δίνω τροφή στο μυαλό με το οποίο με προίκισε, διευρύνω συνεχώς τις δυνατότητες του πνεύματός μου; Νομίζω ότι αυτά είναι τα στοιχεία Κρίσης του Θεού για την απόδοση ή μη της αιώνιας ζωής. Οι «πτωχοί τω πνεύματι» δε βλέπω να έχουν αρκετές πιθανότητες συνάντησης με το Δημιουργό. Αυτοί μπορεί να προσδοκούν την αιώνια ζωή αλλά θα το έβρισκα άδικο και να την κερδίζουν.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι αν υπάρχει ή όχι μια άλλη, αιώνια ζωή. Το πρόβλημα είναι τελείως διαφορετικό και έχει να κάνει με την καθημερινότητά μας. Η μετά θάνατον ζωή μπορεί να υπάρχει, μπορεί και όχι. Στην πρώτη περίπτωση η ακινησία κατά την επίγεια ζωή είναι αμαρτία και αιτία να χάσουμε την αιώνια. Στη δεύτερη η ακινησία κατά την επίγεια ζωή ναι μεν δεν είναι αιτία να χάσουμε τη μετά θάνατον αλλά είναι πρόωρος θάνατος βουτηγμένος στη μιζέρια και την κατάθλιψη. Σε κάθε περίπτωση έχουμε αναλάβει απέναντι στο Θεό ή απέναντι στον εαυτό μας την υποχρέωση να αξιοποιούμε στο έπακρο το μυαλό και την καθημερινότητά μας και μάλλον πρέπει να σκεφτόμαστε ότι τίποτα δεν αξίζει όσο η ζωή. Αναφέρομαι στην επίγεια, βέβαια!

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

"Είναι οι ... Άνθρωποι"

Όταν λίγα χρόνια πριν το Παρίσι φλεγόταν από την εξέγερση των μεταναστών που είχαν σωρευτεί στα προάστιά του, οι πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές προσέγγιζαν το γεγονός ως κάτι ξένο, ως πρόβλημα «ξένων» προς την Ευρώπη και παρείσακτων σ’ αυτή. Πολύ έξυπνο! Το Σύστημα σφύριζε αδιάφορο «είμαι κεφάτη και δεν τρέχει το παραμικρό»! Θεώρησε ότι είχε να κάνει με πρόβλημα μεμονωμένο. Κάποια στιγμή πίστεψε ότι οι φλόγες έσβησαν, η οργή εκτονώθηκε και ότι οι παρείσακτοι, αποκαμωμένοι πλέον, αποφάσισαν να επανέλθουν στην επιθυμητή «Τάξη». Κανείς από τους ευφυείς ηγέτες δε σκέφτηκε ότι μια φωτιά σβήνει μόνο αφού κατακάψει τα πάντα. Καταλαγιάζει για λίγο αλλά κάθε στιγμή είναι έτοιμη να αναζωπυρωθεί και να επιτεθεί πιο άγρια, να καταστρέψει πιο μαζικά, να αφανίσει ό,τι βρει μπροστά της.
Διάψευση! Οι φλόγες ξανανάβουν, οι καταστροφές επανέρχονται, η εγκληματικότητα ξαναβγαίνει στο προσκήνιο. Και τώρα δεν είναι πρόβλημα της Γαλλίας. Συγκεκριμένα, δεν είναι πρόβλημα καμιάς χώρας. Είναι όλων, γιατί η εξέγερση είναι παγκόσμια. Και τι έκπληξη! Τώρα δεν είναι οι «ξένοι» που δημιουργούν το «πρόβλημα». Το δημιουργούν όλοι! Άνθρωποι διαφορετικοί, που μέχρι χθες συγκρούονταν μεταξύ τους και θεωρούσαν ότι δεν είχαν και δε θα μπορούσαν να έχουν τίποτα κοινό ξεσηκώνονται, ξεσπούν, καταστρέφουν. Η απελπισία και η εξαθλίωση στο διάστημα που μεσολάβησε εξαπλώθηκαν και γίνονται οι οικουμενικοί συνεκτικοί κρίκοι όλων αυτών των ετερόκλητων ομάδων. Γίνονται ο κοινός στόχος που τους έλειπε προσφέροντάς τους πρωτόγνωρη δύναμη.
Το Σύστημα αδιαφόρησε και δεν αντέδρασε, γιατί δεν πίστευε σε μια τέτοια εξέλιξη. Το ερμαφρόδιτο -συνδυασμός εθνικιστικού και παγκόσμιου- Σύστημα ηττήθηκε και καταρρέει! Ήταν αδύνατο να αντιληφθεί όσα συνέβαιναν έξω από τα σύνορα της αλαζονικής πολυτέλειάς του, γιατί έβλεπε τα πάντα μέσα από το πρίσμα κρυστάλλινων ποτηριών γεμάτων σαμπάνια, πίσω από το θολό πέπλο καπνού ακριβών πούρων. Όλα λειτουργούσαν με γνώμονα την ψευδαίσθηση ότι η ανάπτυξη που στηριζόταν στην εκμετάλλευση και τις διακρίσεις θα συνεχιζόταν στο διηνεκές.
Το υπάρχον Σύστημα διαψεύστηκε, γιατί δεν κατανόησε τα μηνύματα που έφταναν από παντού. Καταρρέει, επειδή η απόγνωση και ο τρόμος για το αύριο του ήταν άγνωστα. Το αποτέλεσμα είναι εδώ. Εγκληματικότητα, καταστροφή, ξέσπασμα, διαχέονται καλύπτοντας με το σκοτεινό πέπλο τους τον πλανήτη και το Σύστημα μόλις αρχίζει αμυδρά να συνειδητοποιεί ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι είναι ανίσχυρες να φέρουν κάποιο αποτέλεσμα. Ίσως να φέρνουν ένα. Να διογκώνουν το κύμα της αγανάκτησης και του μίσους, να διαρρηγνύουν και τους τελευταίους συνεκτικούς κρίκους κοινωνιών που θέλησαν να θεμελιωθούν στην αδικία, προκαλώντας συνθήκες απάνθρωπες και αδιαφορώντας για τις ανάγκες και τις αντοχές του ανθρώπου.
Όταν χάνεται η ελπίδα, βρίσκουν χώρο έκφρασης η οργή, η βία, τα πιο απάνθρωπα ένστικτα. Κι όταν αυτά δε χαρακτηρίζουν μόνο τους λίγους, τους «περιθωριακούς», τους παραδοσιακά αντιδραστικούς, τους «βαρβάρους» αλλά κι εκείνους που μέχρι πριν λίγο καιρό ανήκαν στο Σύστημα, αγωνίζονταν γι αυτό ή ονειρεύονταν μια θέση στον κόσμο της λάμψης του, σημαίνει ότι η κατάσταση είναι πραγματικά άσχημη.
Χθες ήταν οι λιγοστοί Άθλιοι του Παρισιού που προσπάθησαν να μας δείξουν το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Σήμερα είναι ολόκληρες στρατιές εξαθλιωμένων που το κάνουν. Η καταστροφολογία -όπως σε κάθε κρίση- ήδη βρίσκει τη θέση της αλλά δε βρίσκει λύσεις. Ποτέ δεν το έχει κάνει. Το υπάρχον Σύστημα καταρρέει με την έννοια ότι χρειάζεται διορθώσεις. Ο νέος κόσμος που, αναγκαστικά πλέον, θα εμφανιστεί δε θα είναι μια επιστροφή στην εθνικιστική πραγματικότητα του παρελθόντος. Η παγκοσμιοποίηση θα αργήσει να μας εγκαταλείψει. Αυτή θα είναι το επίκεντρο και γύρω από αυτή θα πρέπει να οικοδομηθούν οι επόμενες πολιτικές και οικονομικές κινήσεις. Η σημερινή κρίση δεν ξεπερνιέται με συντηρητικές «επιστροφές» αλλά με δυναμικές δράσεις. Η κρίση είναι παγκόσμια και μόνο ως τέτοια μπορεί να αντιμετωπιστεί. Οι εθνικιστικές πρακτικές πρέπει να θαφτούν στο συντηρητικό παρελθόν.
Υποσχέσεις, καταστολή ή ελεημοσύνες στα όρια εθνικών - εθνικιστικών πολιτικών είναι ανίσχυρες να ανακόψουν το ξέσπασμα της έκρηξης που έχει ξεκινήσει. Οι στρατιές των Αθλίων απαιτούν όσα το υπάρχον Σύστημα δεν τους πρόσφερε. Δεν ψάχνουν -ευτυχώς δεν το κάνουν- εθνικούς Μεσσίες. Οι Άθλιοι θα αγωνιστούν με πάθος, θα κινηθούν -ήδη το κάνουν- στα όρια της βαρβαρότητας, γιατί δεν έχουν να χάσουν το παραμικρό. Τώρα έχουν μόνο να κερδίσουν. Το Σύστημα τους αφαίρεσε τα πάντα. Αυτό ήταν λάθος. Όταν ο άνθρωπος χάνει τα πάντα, όταν δεν έχει να περιμένει το παραμικρό, οδηγείται στην παράνοια και είναι έτοιμος να θυσιαστεί οπλισμένος με υπερφυσική δύναμη. Οι Άθλιοι δεν είναι πια οι «περιθωριακοί», δεν αγωνίζονται για πλούτο και εξουσία, δεν τους χαρακτηρίζει μια εθνική ταυτότητα. Είναι απλώς οι Άνθρωποι που αγωνίζονται για Σεβασμό σε παγκόσμιο επίπεδο, έστω κι αν πρακτικά το αγνοούν!

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Τι έκανε; Έσκαβε;

Στη χώρα μας ακούμε πολλά ωραία καθημερινά! Από τον ψιλικατζή της γειτονιάς που σώνει και καλά θέλει να σχολιάσει την επικαιρότητα, από το μανάβη που μου εξηγεί, με σουρεαλιστικό τρόπο, τα αίτια της κρίσης, από τον τύπο που προσπαθεί να με πείσει να αγοράσω την… τελευταία (μα πώς συμβαίνει πάντα σε μένα αυτό;) πεντάδα που κρατάει στο χέρι του, από τον οδηγό του ταξί που νιώθει πιεστικά την υποχρέωση να με ενημερώσει (γιατί το κάνει;) κατά τη διάρκεια της διαδρομής για το χθεσινοβραδινό ποδοσφαιρικό αποτέλεσμα, από τον ανιψιό μου που με απειλεί ότι αν συνεχίσω να τον πειράζω, θα γράψει πολύτομο έργο με τίτλο «Ο θείος μου», από τους μαθητές μου που προσπαθούν να με πείσουν ότι έφταιγαν οι επισκέψεις που δέχθηκαν για την ελλιπή προετοιμασία τους.
Δε λέω, ωραία όλα αυτά τα μικρά και καθημερινά που προέρχονται από απλούς πολίτες αλλά το κορυφαίο δε θα μπορούσε παρά να προέρχεται από τον κορυφαίο αυτής της χώρας. Τον πρωθυπουργό της. Ο οποίος πρωθυπουργός δήλωσε ότι είναι κουρασμένος. Αυτό είναι από τα άγραφα (κι εγώ που το γράφω κάνω βλακεία)! Εμ, γι αυτό ο άνθρωπος έγινε και πρωθυπουργός ενώ το λαχειοπώλη τον βλέπω να συνεχίζει να πουλάει την τελευταία πεντάδα και τίποτε παραπάνω. Γιατί άμα ξέρεις να λες τα πιο ωραία, η κοινωνία σού το αναγνωρίζει και σε στέλνει στα πιο υψηλά αξιώματα.
Μάλλον και λόγω εγγενών αδυναμιών, δεν το έχω καλοκαταλάβει. Ο πρωθυπουργός έπιασε κουβέντα με δημοσιογράφο και του ομολόγησε κάτι τέτοιο; Και μετά τι του είπε; «Και κοίτα τώρα, μη σου ξεφύγει κάτι»; Και καλά να του το είπε. Περίμενε και ότι θα συμβεί; Δηλαδή, άμα θέλω να κρατήσω «ένα μυστικό μέσ’ της καρδιάς τα βάθη», θα το εκμυστηρευτώ σε δημοσιογράφο ή θα βγω να το τραγουδάω ως σύγχρονη Βουγιουκλάκη; Αυτό θα το έκανα, αν ήθελα την επόμενη κιόλας στιγμή να γίνει βούκινο και μάλιστα με φρικιαστικές λεπτομέρειες. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα το έραβα το ρημάδι μέχρι που να πλαντάξω.
Και αφού εγώ θα το έκανα αυτό, ο πρωθυπουργός -που είναι και πρωθυπουργός- δεν το σκέφτηκε να το κάνει ή καλύτερα να μην το κάνει; Περίεργο μου δείχνει. Δηλαδή, έστω και νιώθει τόση κούραση ο πρωθυπουργός, γιατί δεν καθόταν να το καταγράψει στο ημερολόγιό του και να ξαλαφρώσει κι όταν μεγαλώσει να το γράψει και στην αυτοβιογραφία του; Ε, γιατί; Γιατί δεν έφτιαχνε μια σελίδα στο facebook όπου ως ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα -για να διατηρήσει και την ανωνυμία του- θα μπορούσε να μοιραστεί την κούρασή του με τόσους και τόσους άλλους ανώνυμους -κουρασμένους και ξεκούραστους- και να ηρεμήσει;
Ελπίζω και εύχομαι η όλη φάση να ήταν του στιλ: «Κάνουμε και καμιά πλάκα για να περνάει η ώρα». Γιατί αν ο άνθρωπος δεν έκανε πλάκα, τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Αν εκείνος που έχει αναλάβει τις τύχες μας, νιώθει κόπωση σωματική ή ψυχική ή και τα δυο, τότε φορέστε τα μπρατσάκια σας, βγάλτε από τις ντουλάπες τα σωσίβια κι αν σας βρίσκετε και κανένας αναπνευστήρας ξεσκονίστε τον, γιατί βυθιζόμαστε πιο γρήγορα και από τον Τιτανικό. Γιατί αν αυτός που θα μπορούσε, χαράσσοντας τη ρότα του καραβιού, να μας οδηγήσει σε ήρεμα και ασφαλή νερά, νιώθει κουρασμένος, απογοητευμένος και ηττημένος, τότε ένα είναι βέβαιο. Κι αυτό το ένα είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση. Και επειδή η κατάσταση είναι παλιοκατάσταση ήδη, ζήτω που καήκαμε.
Όσο σοβαρά ή έστω ανθρωπιστικά κι αν προσπαθήσω να το δω, άκρη και κυρίως λογική άκρη δε βγάζω. Αν ο πρωθυπουργός νιώθει αποκαμωμένος, τότε τι να πει ο απλός πολίτης αυτής της χώρας που αισθάνεται ανήμπορος να αντιδράσει; Γιατί ο πρωθυπουργός μπορεί να πιέσει τους συνεργάτες του στην κυβέρνηση να δουλέψουν, μπορεί να τους δείξει το δρόμο, μπορεί να ξεμπροστιάσει τους τεμπέληδες ή τους διεφθαρμένους, μπορεί να τους ρίξει και καμιά μπούφλα για να τους ξεκουνήσει ή να διαλέξει άλλους. Ο πρωθυπουργός κάτι μπορεί να κάνει έστω και τώρα ενώ όλοι οι υπόλοιποι το μόνο που μπορούμε πια είναι να ελπίζουμε σε θαύματα. Και τώρα ο ίδιος έρχεται να μας πει να μην περιμένουμε ούτε από αυτά;
Τέτοια δε γίνονται πουθενά. Μόνο εδώ γίνονται τέτοια πρωτότυπα. Και τέτοια πρωτοτυπία να τη βράσω. Όλη η χώρα να ήταν «χώμα» (που είναι δηλαδή), ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να είναι στο τσακίρ κέφι, στο όπα, στο «ανέβα στο τραπέζι μου κούκλα μου γλυκιά» και να δίνει το ρυθμό. Ο πρωθυπουργός απαγορεύεται να δηλώνει κόπωση. Γιατί τι θα γίνει τώρα; Θα το κλείσουμε το μαγαζί; Οπότε ας πάρει μερικές μέρες άδεια, ας πάει για ψάρεμα, ας κλείσει ραντεβού για μασάζ, ας πάει μια εκδρομή στο δάσος να μαζέψει μανιτάρια, ας κοιμηθεί λίγο παραπάνω βρε αδερφέ. Στο κάτω κάτω γυναίκα γιατρό έχει. Ας του «γράψει» καμιά βιταμίνα. Μέσα σε όλη τη φαιδρότητα του πράγματος, νομίζω ότι ο πρωθυπουργός είναι και τυχερός. Τυχερός που εκμυστηρεύτηκε την κούρασή του σε δημοσιογράφο κι όχι στη μάνα μου, η οποία, όταν ως μαθητής της έλεγα ότι ένιωθα κουρασμένος, με κατακεραύνωνε με ύφος όλο υποτίμηση, που δεν άφηνε κανένα περιθώριο αντίδρασης και χωρίς την παραμικρή κατανόηση μου απαντούσε: «Γιατιιί; Τι έκανες; Έσκαβες»;