Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Ιστορίες Σιωπής

Ήταν η μέρα που θα αγόραζα τα "μαρτάκια" για όλους μας. Έθιμο, εδώ και χρόνια. Θα ακολουθούσαν γέλια και πειράγματα. Στα παιδιά θα μιλούσα για την ανοησία των δεισιδαιμονιών ενώ στο χέρι θα φορούσα το δικό μου "μαρτάκι".

Τα νέα με πρόλαβαν. Καμιά διάθεση για γέλια και πειράγματα. Ο θάνατος τόσων ανθρώπων ρούφηξε μεμιάς κάθε ίχνος θετικής διάθεσης.

Έφτασα στο φροντιστήριο με ένα τρομερό βάρος. Μάζεψα τις δυνάμεις μου για να βγάλω τη μέρα.

Οι αίθουσες σε τίποτε δεν θύμιζαν το κλίμα άλλων ημερών. Η σιωπή και η θλίψη είχαν καταλάβει τη θέση τους επιβάλλοντας τον πένθιμο ρυθμό. Δεν χρειάστηκε να συζητήσουμε το παραμικρό. Όλοι γνωρίζαμε τι σκέφτονταν οι άλλοι, δεν λέγαμε πολλά αλλά με τον τρόπο μας νιώθαμε ότι είμαστε μαζί.

Ολοκλήρωση του πρώτου μαθήματος. Τα παιδιά ταχτοποιούν τα πράγματά τους βουβά. Εικόνα τόσο ξένη. Μια μαθήτρια με κοιτάζει και με πόνο που έβγαινε από την ψυχή της με ρωτάει: "Κύριε, τι ήταν αυτό που έγινε;"

Ξέρω ότι δεν περιμένει απάντηση. Ξέρουμε πολύ καλά τι έγινε. Ξέρουμε, επίσης, ότι ποτέ δεν θα πάρουμε πειστικές απαντήσεις. Ξέρουμε ότι τα τεράστια "γιατί" που δημιουργήθηκαν, θα μείνουν και πάλι αναπάντητα. Ξέρουμε ότι κάτι παρόμοιο θα συμβεί και πάλι, αργά ή γρήγορα, ενάντια σε κάθε ανθρώπινη λογική.

Σιωπή και πάλι.

Η μέρα πλησιάζει στο τέλος της. Κλείνω με τμήμα της Α΄ Λυκείου. Το κλίμα παραμένει βαρύ, λες και κάθε καινούριος θάνατος που ανακοινωνόταν έπεφτε με πάταγο επάνω μας απομυζώντας κάθε ικμάδα μας.

Χωρίς να το περιμένει κανείς, μια μαθήτρια παίρνει τον λόγο. Με μάτια γεμάτα απορία μου απευθύνει μια ερώτηση που δεν την περιμένεις από ένα δεκαπεντάχρονο (η ίδια επιμένει ότι είναι δεκαεξάχρονο!). "Κύριε, πώς κάποιος που έχει χάσει το παιδί του, πριν λίγες ώρες, βρίσκει τη δύναμη να περιφέρει τον πόνο του στα κανάλια, να δίνει συνεντεύξεις και να απαντάει με ψυχραιμία στις ηλίθιες ερωτήσεις των δημοσιογράφων;"

Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι κάθε άνθρωπος βιώνει τον πόνο του με διαφορετικό τρόπο. Κάποτε ακατανόητο για τους άλλους. Κάποιοι προτιμούν τη σιωπή και την απόσυρση, κάποιοι αντιδρούν με τρόπο διαφορετικό. Μιλήσαμε και για τους ανθρώπους που είναι κατασκεύασμα των ΜΜΕ. Σύμφωνα με αυτά (και) ο "πόνος" είναι εμπόρευμα που πρέπει να το διαλαλούμε μπροστά στις κάμερες. Η οδύνη πουλάει κι αν κάποιος θέλει να την πουλήσει, θα κερδίσει τα δέκα λεπτά δημοσιότητας που του αναλογούν. Μπορεί αυτό να τον κάνει να αισθάνεται λίγο καλύτερα, να ισοσταθμίζει το ζοφερό που συμβαίνει.

Η συζήτηση πήγε και σε πολλά άλλα. Μιλήσαμε για την κοινωνία μας. Μια κοινωνία που κατεβαίνει (πόσο άσκοπο;) στους δρόμους, μόνο όταν συμβαίνει κάτι τόσο τραγικό. Μόνο όταν τα κανάλια είναι παρόντα και οι κάμερες αποτυπώνουν την κατασκευασμένη οργή, τον δημιουργημένο πόνο. Τις υπόλοιπες μέρες αδιαφορεί για ό,τι γίνεται. Δεν κατεβαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί για την αναξιοκρατία που μας έφτασε σε αυτό το σημείο. Δεν την αγγίζει η οικογενειοκρατία που ζει και βασιλεύει. Μπορεί και να περιμένει ότι κάποια στιγμή θα έρθει η στιγμή και για το δικό της βόλεμα. Μια κοινωνία που περιμένει τις εκλογές χωρίς ενημέρωση, που θα ψηφίσει εκείνον που της υπόσχεται καλύτερη ζωή χωρίς κόπο. Μια κοινωνία που δίνει αίμα, μόνο όταν συμβαίνει κάτι τόσο συγκλονιστικό. Τον υπόλοιπο καιρό δεν νιώθει την ανάγκη να προσφέρει.

Στο τέλος της ημέρας ένιωθα τόσο κενός...

Πήρα τον δρόμο για την επιστροφή. Με συνόδευε η οδύνη του Philip Marlowe:

"Με παρατήρησαν να φεύγω και δεν είπαν καληνύχτα.

Ένιωθα κούφιος και αδειανός σαν τα διαστήματα ανάμεσα στα αστέρια. Όταν έφτασα σπίτι, ετοίμασα ένα δυνατό ποτό, στάθηκα δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο του καθιστικού κι άρχισα να πίνω ενώ άκουγα την κυκλοφορία στη λεωφόρο Λόρελ Κάνιον, που προχωρούσε κατά κύματα, και κοίταζα τη λάμψη της τεράστιας, οργισμένης πόλης πέρα από τους λόφους τους οποίους διέσχιζε η λεωφόρος. Από μακριά το ουρλιαχτό της σειρήνας κάποιου περιπολικού ή πυροσβεστικού ερχόταν κι έφευγε, χωρίς ποτέ να επικρατεί απόλυτη ησυχία. Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κάποιος τρέχει και κάποιος άλλος προσπαθεί να τον πιάσει. Εκεί έξω, στη νύχτα των χιλίων εγκλημάτων, άνθρωποι πέθαιναν, σακατεύονταν, κόβονταν με σπασμένα γυαλιά, συνθλίβονταν σε τιμόνια αυτοκινήτων ή κάτω από βαριά λάστιχα. Άνθρωποι ξυλοφορτώνονταν, ληστεύονταν, στραγγαλίζονταν, βιάζονταν και δολοφονούνταν. Άνθρωποι πεινούσαν ή ήταν άρρωστοι, βαριεστημένοι, απελπισμένοι μέσα στη μοναξιά, τις τύψεις ή τον φόβο, θυμωμένοι, αμείλικτοι, ανήσυχοι, ταραγμένοι από λυγμούς. Μια πόλη όχι χειρότερη από άλλες, μια πόλη πλούσια, δραστήρια, γεμάτη περηφάνια, μια πόλη χαμένη, νικημένη, γεμάτη κενό.

Όλα εξαρτώνται από το σημείο που βρίσκεσαι και από τις προσωπικές σου επιτυχίες. Εγώ δεν είχα. Δεν μ’ ένοιαζε.

Τέλειωσα το ποτό και πήγα για ύπνο.".

 (Raymond Chandler, Ο μεγάλος αποχαιρετισμός, εκδόσεις Κέδρος.) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: