Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Παιδιά είναι;

Δεν ήταν να αρθούν τα περιοριστικά μέτρα και η υποχρέωση αποστολής μηνύματος στο 13033, ξεχύθηκαν στους δρόμους, τις πλατείες και τα πάρκα. Ο ένας κολλητά στον άλλον. Σε ορισμένες, δε, περιπτώσεις ο ένας πάνω στον άλλον.
Κι εκεί φάνηκε ξεκάθαρα ότι εκείνο που έλειψε από τους πολλούς δεν ήταν η έξοδος από το σπίτι. Αυτή μπορούσαν να την έχουν και κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής απομόνωσης. Όχι, εκείνο που τους έλειψε, τελικά, ήταν ο συνωστισμός. Το να είναι τόσο δίπλα στον άλλον, ώστε να μυρίζουν τις μασχάλες του, να είναι αδύνατη η αποφυγή των μικρών εκείνων σταγονιδίων σιέλου που εκτοξεύονται με την ομιλία, πολύ δε περισσότερο με τις άναρθρες κραυγές, οι οποίες από ορισμένους λογίζονται ως επικοινωνία.
Και κάποιοι να προσπαθούν να δικαιολογήσουν αυτή την επιλογή με το αφάνταστης ανοησίας επιχείρημα: «Ε, παιδιά είναι». Μα τι ρατσισμός; Λες και όλα τα παιδιά είναι ίδια, πρέπει να είναι ίδια. Μια μάζα υπάρξεων ανόητων, ανασφαλών, μέτριων προσδοκιών, η οποία δικαιολογείται να εκδηλώνει όποια συμπεριφορά της κατεβαίνει στο -μάλλον- αδειανό κεφάλι.

«Παιδιά είναι», ακούγεται συχνά στην προσπάθεια να δικαιολογηθεί κάθε βλακώδης συμπεριφορά των... παιδιών. Τα «παιδιά» αυτά, βέβαια, δεν είναι και τόσο παιδιά. Γιατί παιδί είναι κάποιος μέχρι τα δέκα, άντε βαριά τα δώδεκα χρόνια του. Μετά είναι έφηβος. Και η κοινωνία περιμένει από αυτόν ανάλογη συμπεριφορά. Αυτό κρατάει μέχρι τα δεκαοχτώ του. Μετά μετατρέπεται σε ενήλικο. Και η κοινωνία περιμένει από αυτόν μια άλλη ανάλογη συμπεριφορά.
Κι αν κάποιος στην εφηβεία του ή την ενήλικη ζωή του συνεχίζει να εκδηλώνει παιδιάστικες συμπεριφορές, αυτό δεν τον καθιστά παιδί. Τον καθιστά κάτι άλλο που η ανατροφή μου δεν μου επιτρέπει να το πω.
Οπότε, το «παιδιά είναι», όταν αναφέρεται και προσπαθεί να δικαιολογήσει συμπεριφορές ατόμων που δεν είναι πλέον παιδιά, σημαίνει δύο πράγματα: 
Το πρώτο λέγεται λαϊκισμός και χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς, οι οποίοι προσπαθούν να καλοπιάσουν τους βλαμμένους νέους αιτιολογώντας τις βλαμμένες συμπεριφορές τους, μπας και κερδίσουν κανένα ψηφαλάκι. Ως γνωστόν η ψήφος του βλαμμένου είναι ισοδύναμη με την ψήφο του ευφυούς. 
Με την ίδια λογική χρησιμοποιείται και από εκπαιδευτικούς. Αυτοί, βέβαια, δεν αποσκοπούν στις ψήφους των βλαμμένων -εκτός κι αν σκοπεύουν να πολιτευτούν κάποια στιγμή- αλλά στην εύνοιά τους που μπορεί να μεταφράζεται ποικιλοτρόπως (ησυχία στη σχολική αίθουσα, εγγραφή στο φροντιστήριο, ιδιαιτεράκι).
Το δεύτερο λέγεται ανασφάλεια και συνήθως αποτελεί έκφραση των γονιών του κάθε βλαμμένου, οι οποίοι έτσι προσπαθούν να συγκαλύψουν την ανεπάρκεια και την ανικανότητά τους να προσφέρουν έστω τα βασικά εφόδια στο βλαμμένο τους, ώστε να πάψει κάποια στιγμή να είναι και να συμπεριφέρεται ως τέτοιο. Με το «έεελα μωρέ, παιδιά είναι» επιρρίπτουν την ευθύνη για την ανωριμότητα, την ανοησία, τη μετριότητα των παιδιών τους στη «Φύση» και όχι στις δικές τους παραλείψεις.

Σε κάθε περίπτωση η φράση διατυπώνεται για να εξυπηρετήσει κάποιους και με βεβαιότητα όχι τα... παιδιά. Κι αυτό δεν είναι συμπέρασμα της στιγμής. Είναι απόρροια της καθημερινής επαφής, επί τριάντα χρόνια, με πολλά παιδιά και εφήβους. Κι αυτή η καθημερινή επαφή δημιουργεί τη σιγουριά ότι όλα τα παιδιά και έφηβοι δεν είναι ίδιοι. Θα ήταν δραματικό. Διαφέρουν και μάλιστα πολύ. Υπάρχουν παιδιά βλαμμένα αλλά και παιδιά ώριμα. Υπάρχουν τα ό,τι νάναι αλλά και τα πειθαρχημένα. Υπάρχουν εκείνα που απλώς «θέλουν» κι εκείνα που προσπαθούν. Εκείνα που αισθάνονται αφόρητη κούραση, γιατί δυσκολεύονται να πάρουν μέρος ακόμη και σε μια κουβέντα για τις εναλλαγές του καιρού κι εκείνα που χαίρονται μια συζήτηση που αρχίζει από κάπου και οδηγεί σε μια εξέλιξη. Και η συζήτηση για τον καιρό δεν οδηγεί πουθενά. Όση κουβέντα και να γίνει γι αυτόν, μένει ανεπηρέαστος. Αν είναι να βρέξει, θα βρέξει όσο κι αν τραβήξει η συζήτηση.
Υπάρχουν, λοιπόν, εκείνα τα παιδιά που αποφεύγουν τον συνωστισμό, γιατί δεν επιτρέπει τη συζήτηση, την επικοινωνία, τη χαλάρωση που πρέπει να προσφέρει η έξοδος. Υπάρχουν, όμως, κι εκείνα που τον επιδιώκουν, γιατί τους δίνει υλικό για κουβέντα. Και η κουβέντα είναι το κουτσομπολιό, ο σχολιασμός -συνήθως- κακεντρεχής των άλλων.
Οπότε ναι, «παιδιά είναι» αλλά τι σόι παιδιά, βλαμμένα ή από τα άλλα, τα αξιόλογα; Μην τα βάζουμε όλα στο ίδιο τσουβάλι. Είναι κρίμα κι άδικο. Και μην ακούσω το τραγικό «Εεε, πόσα παιδιά είναι έτσι; Τα περισσότερα είναι ό,τι νάναι», γιατί την έχω την απάντηση: τα λίγα πετυχαίνουν, τα περισσότερα συμβιβάζονται.



Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Αδιόρθωτοι

Με την έναρξη της αναγκαστικής απομόνωσης έγραφα ότι η συγκεκριμένη θα μπορούσε να αποτελέσει μια περίοδο-ευκαιρία για διορθώσεις. Κρατούσα, βέβαια, μικρό καλάθι. Ποτέ άλλωστε δεν αποτέλεσα οπαδό των θαυμάτων.
Η καραντίνα ήρθε κι έφυγε -κάτι που δεν συνέβη και με τον κορωνοϊό, ο οποίος φαίνεται ότι μας λάτρεψε- χωρίς, δυστυχώς, να βελτιώσει και πολλά. Το πολυπόθητο «άνοιγμα» έδειξε ότι η πλειονότητα απλώς εγκλωβίστηκε αναγκαστικά για κάποιες εβδομάδες σπαταλώντας τον χρόνο που, κυριολεκτικά, της χαρίστηκε χωρίς διάθεση και, μάλλον δυνατότητα για οποιαδήποτε βελτίωση. Φανέρωσε τη γύμνια των περισσοτέρων απέναντι στην πρόκληση για κάτι θετικό.
Η άρση των μέτρων βρήκε τους πολλούς ίδιους και χειρότερους. Αδιάψευστος μάρτυρας οι ουρές έξω από τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης, ο συνωστισμός στους κεντρικούς πεζοδρόμους, η κοσμοπλημμύρα στις πλατείες και τα νεανικά στέκια, τα επεισόδια με τους αστυνομικούς, η μη χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους, η αδιαφορία για τις αποστάσεις...
Ευτυχώς έχω πάψει να απογοητεϋομαι. Ήταν ένα από τα κέρδη που αποκόμισα κατά την περίοδο της αιτιολογημένης απομόνωσης. Διάβασα και συνειδητοποίησα ότι η απογοήτευση που νιώθουμε δεν προέρχεται από τις συμπεριφορές των άλλων αλλά από τη διάψευση του τι περιμένουμε από αυτούς. 
Κι έτσι είναι! 
Είναι, τελικά, λάθος να περιμένεις ότι ένας άνθρωπος χωρίς βάσεις παιδείας, θα την επιδιώξει ξαφνικά. Είναι πιο πιθανό να οδηγηθεί σε κατάθλιψη, εξαιτίας της ανίας που του προκαλεί ο χρόνος που του δόθηκε, παρά να αναζητήσει τρόπους αξιοποίησης αυτού του χρόνου με δημιουργικό τρόπο.
Όταν υπάρχουν σπίτια που δεν διαθέτουν έστω μια υποτυπώδη βιβλιοθήκη, είναι, τελικά, αδύνατον να περιμένουμε από το παιδί ή τον έφηβο, που κλήθηκε να περάσει κάποιες εβδομάδες σε τέτοιο σπίτι, να αρχίσει το διάβασμα. Του λείπει η εικόνα του ανθρώπου που διαβάζει και βέβαια του λείπει το αντικείμενο. Γιατί χωρίς βιβλία στο σπίτι τι θα διάβαζε; Τις οδηγίες χρήσης του αντισηπτικού ή εκείνες των ηλεκτρικών συσκευών του νοικοκυριού θα διάβαζε; Θα ήταν εξαιρετικά βαρετό και αποτρεπτικό από κάθε μελλοντική πιθανότητα ανάγνωσης.
Είναι, τελικά, εξαιρετικά ανόητο να πιστεύεις ότι εκείνος που συνδέει την ύπαρξή του με τη βοή (μιας μόνιμα ανοιχτής τηλεόρασης ή ανθρώπων που κινούνται γύρω του), θα αξιοποιήσει ξαφνικά τη γαλήνια ησυχία που μας δώρισε ο περιορισμός των μετακινήσεων. Η ησυχία γι αυτόν ισοδυναμεί με θάνατο, γι αυτό και μόλις του δόθηκε η ευκαιρία αναζήτησε τις πολύβουες πλατείες.
Είναι, τελικά, βλακώδες να ελπίζεις ότι ο μαθητής που δεν είχε στόχους, πρόγραμμα και διάθεση για μελέτη π.Κ. θα αποκτούσε έστω κάτι από αυτά μ.Κ. επειδή βρέθηκε απομονωμένος διαθέτοντας άπειρες κενές ώρες.
Κινείται, τελικά, στον χώρο της φαντασίας η πίστη ότι εκείνος που δεν σεβάστηκε ποτέ τον άλλον, θα τον σεβαστεί τώρα, ότι εκείνος που αποκτούσε υπόσταση καταναλώνοντας, τώρα θα επένδυε σε κάτι διαφορετικό.
Ένα από τα πιο γελοία και κενά περιεχομένου συνθήματα των δυστυχισμένων συνανθρώπων μας, κατά τη διάρκεια των μέτρων αναστολής των δραστηριοτήτων μας, υπήρξε και το «θέλουμε τη ζωή μας πίσω» εννοώντας αφήστε μας να περνάμε τις ώρες μας αγοράζοντας ό,τι άχρηστο μας επιβάλλει η διαφήμιση. Αφήστε μας να κάνουμε άσκοπα σουλάτσο για ατελείωτες ώρες. Αφήστε μας να μην κάνουμε τίποτε αλλά από δική μας επιλογή. Αφήστε μας απλώς να σβήνουμε λεπτά, ώρες, μέρες μέχρι και τον φυσικό θάνατο (γιατί ο πνευματικός ήδη έχει επέλθει).
Όπως και να έχει, είναι αργά πια για διορθώσεις. Μια εξαιρετική ευκαιρία κατασπαταλήθηκε.