Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Ιστορίες Καύσωνα

Ο καύσωνας, έχω αποφασίσει, δεν μου ταιριάζει. Δεν μου ταιριάζει καθόλου. Πείτε με περίεργο, ιδιότροπο, ιδιόρρυθμο, δύστροπο ή όπως αλλιώς θέλετε αλλά είμαι αμετακίνητος σε αυτό.

Το θέμα είναι, μάλλον, κατασκευαστικό. Βλέπεις κάποιους -ελάχιστους- ανθρώπους και τους χαίρεται η ψυχή σου. Τους λιμπίζεσαι. Κυκλοφορούν σε θερμοκρασίες 40+ και είναι σαν καινούριοι. Του κουτιού. Δεν ιδρώνουν, δεν χάνουν το χαμόγελο και τη διάθεσή τους. Ούτε καν γυαλίζουν.

Δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Το αντίθετο, μάλιστα. Παθαίνω όσα άσχημα μπορεί να πάθει κανείς από τη ζέστη.

Σε μια προσπάθεια να καταλάβω πού οφείλεται αυτό, κατέληξα στο ότι η ρίζα του κακού βρίσκεται, κατά κύριο λόγο, στην παιδική ηλικία μου και τις τραυματικές εμπειρίες εκείνης της περιόδου.

Από μικρός, λοιπόν, δεν τον είχα τον ιδρώτα για τίποτε. Είπαμε ότι έτσι κατασκευάστηκα, άλλωστε. Η καημένη η μάνα μου, με το που έπιανε η Άνοιξη, δεν προλάβαινε να πλένει μπλούζες. Και, φυσικά, ήταν μέσα στο νεύρο. Με κοίταζε σαν να ήμουν κόκκινο πανί. Αγρίευε το βλέμμα της. Ολέ ο ταύρος. 

Τα άλλα παιδάκια έτρεχαν, έπαιζαν, κυνηγιούνταν, ποδοπατιούνταν, κοπανιούνταν, πετούσαν πέτρες στα υπόλοιπα, ξυλοφορτώνονταν (σήμερα, παρόμοια παιχνίδια έρχονται σε σύγκρουση με τους κανόνες της πολιτικής ορθότητας), σαν μη συνέβαινε το παραμικρό. Εγώ, με την πρώτη κίνηση, μούσκεμα. Να στάζει ο ιδρώτας από παντού, να μπαίνει στα μάτια μου (τι τσούξιμο!), να κολλάνε τα ρούχα πάνω μου. Όσο κι αν προσπαθούσα να εξηγήσω στη μάνα μου ότι έτσι με έκανε ο Θεός, τίποτε. Στου κουφού την πόρτα. Με πλησίαζε με ύφος... μάνας, έβαζε το χέρι της στον λαιμό μου και, φυσικά, "Πάλι ίδρωσες;". Και τι να έλεγα εγώ; Ότι δεν ίδρωσα; Μα ήταν τόσο εμφανές. Χαμός. Μαύρο φίδι που με έφαγε.

Όσο κι αν προσπαθούσα να μην ιδρώσω, δεν τα κατάφερνα. Όσο καλή διάθεση κι αν έδειχνα, τόσο χειρότερα γίνονταν τα πράγματα. Όσο είχα στο μυαλό μου να τελειώσω το παιχνίδι στεγνός, τόσο περισσότερο ίδρωνα. Ποτάμι. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του παιχνιδιού, από τις πρώτες κινήσεις γινόμουν λούτσα. Τα περισσότερα παιδάκια, μετά το παιχνίδι, κάθονταν και έτρωγαν τα σουβλάκια τους, τον κορνέ τους, έπιναν τη βυσσινάδα τους. Κύριοι και κυρίες. Κι εγώ; Εγώ να τρέχω να αλλάξω για να μην κρυώσω και "έχουμε πάλι τα ίδια". Η αλήθεια είναι ότι ούτε εγώ ήθελα να "έχουμε πάλι τα ίδια", γιατί αυτό σήμαινε κρεβάτωμα, ενέσεις και άστα να πάει.

Με τέτοια βιώματα, πώς να μην με τρομοκρατούν οι ζέστες; Πώς να μη νιώθω εφιαλτικά από τις πρώτες, κιόλας, μέρες του καλοκαιριού; Αλλά ποιος σε καταλαβαίνει; Κανείς.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε να αντιμετωπίσουμε, πλέον, και την απειλή της κλιματικής αλλαγής. Όλο και πιο υψηλές θερμοκρασίες, όλο και πιο παρατεταμένοι καύσωνες. Και οι επιστημονικές προβλέψεις; Όλο και πιο εφιαλτικές. Όλο και πιο δυσοίωνες. Θα αναγκαστούμε να φοράμε κελεμπίες. Θα γίνουμε έρημος, θα μεταλλαχτούμε σε καμήλες. Και επειδή και η πιο ήπια δραστηριότητα θα είναι δυσχερής, μας βλέπω να το ρίχνουμε στην απόλυτη αδράνεια και το κισμέτ.

Μετά, βέβαια, αναρωτιόμαστε γιατί ο κόσμος έχει χάσει το κέφι του, γιατί οδηγεί σαν τρελός, γιατί είναι διαρκώς μουτρωμένος, ευέξαπτος, αγενής, εριστικός, γιατί παθαίνει κρίσεις πανικού, γιατί στήνει καβγά με την παραμικρή ή με καμία αφορμή. 

Εμ, πώς να μη συμβαίνουν όλα αυτά και ακόμη χειρότερα; Από τη μια, το ζαβλάκωμα από τον ήλιο και τον καύσωνα. Από την άλλη, οι ζοφερές προοπτικές. Πολύ θέλει; 



Δεν υπάρχουν σχόλια: