Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Πράγματι "Χαμένη Γενιά" ή μήπως μια Νέα Γενιά;

Συνηθίζουμε να μιλάμε για "χαμένες γενιές" αλλά και για "χαμένες ζωές" και το κάνουμε με μια ευκολία απαράδεκτα αλαζονική. Αυτοί και άλλοι παρόμοιοι, δραματοποιημένοι χαρακτηρισμοί διατυπώθηκαν, λίγα(;) χρόνια πριν, όταν ενέσκηψε
 η οικονομική κρίση και, βέβαια, ακούγονται σήμερα σαν ένα κακοπαιγμένο και αφόρητα ανιαρό ρεφρέν με αφορμή την εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Φράσεις δίχως βαθύτερο νόημα, χωρίς αντικειμενικό περιεχόμενο. Δεδομένα έχουν ειπωθεί ξανά και ξανά στο παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο. Κάθε που μια κατάσταση έκανε την εμφάνισή της ανατρέποντας μια ήδη κατεστημένη πραγματικότητα φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα.
Ένας πόλεμος, μια φυσική καταστροφή, μια οικονομική κρίση, μια πανδημία αλλά και -σε πιο προσωπικό επίπεδο- μια ασθένεια, ένα ατύχημα, ένας χωρισμός, ο χαμός ενός προσφιλούς ατόμου, η αναγκαστική μετακίνηση σε έναν νέο τόπο, η απροειδοποίητη απώλεια της εργασίας... ανέκαθεν πυροδοτούσαν φόβο, ανησυχία, άγχος, εντάσεις, αγωνία, απαισιοδοξία και -κυρίως αυτό- σύγχυση και τον επακόλουθο πανικό.
Η διάθεση, δε, δραματοποίησης της κατάστασης -γνώρισμα των περισσοτέρων- πρόσθετε πάντα ένα στοιχείο ανέξοδης και αχρείαστης τραγικότητας. Μια ματιά στο παρελθόν πιστοποιεί ότι δεν μπορούμε να μιλάμε αδιάκριτα για "χαμένες γενιές" ή για "χαμένες ζωές", αποδεικνύει ότι μια ζωή, πολύ περισσότερο, μια γενιά χάνεται όταν τελειώνει. Όταν τελειώνει κυριολεκτικά. Καθημερινά κάποιοι χάνουν τη ζωή τους σε πολέμους, σε δυστυχήματα, από ναρκωτικά, από φυσικές καταστροφές, από ασθένειες, από τυχαία γεγονότα. Ναι τότε μιλάμε για χαμένη ζωή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έρχεται ένα τέλος που δεν αφήνει περιθώρια επαναπροσδιορισμού, επανεξέτασης, επαναπρογραμματισμού (χωρίς, βέβαια, να γνωρίζω τι γίνεται στη μετά θάνατον ζωή). 
Σε κάθε άλλη περίπτωση ανατροπής, όσο βίαιη κι αν είναι αυτή, ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να προσαρμοστεί, να αναζητήσει και να εντοπίσει ευκαιρίες και διεξόδους, να βάλει σε εφαρμογή νέα σχέδια, να προσπαθήσει διαφορετικά, να αντικρίσει από άλλη και συχνά πιο ώριμη σκοπιά τα δεδομένα. Ιδίως αν είναι νέος. Άρα δεν μπορούμε να μιλάμε για "χαμένη ζωή". Μπορούμε να μιλάμε για "νέα ζωή". Σίγουρα κάτι χάνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Χάνεται η "παλιά ζωή", αυτή που γνωρίζαμε και στην οποία -είναι αλήθεια- είχαμε βολευτεί και κάποτε μας άρεσε. Μας βόλευε η ηρεμία της σταθερότητας, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από προηγούμενες γενιές.
Μετά τον Α΄ (πάνω από είκοσι εκατομμύρια θύματα, κατάρρευση αυτοκρατοριών...) ή τον Β΄ (εμπλοκή εκατό εκατομμυρίων ανθρώπων, πάνω από πενήντα εκατομμύρια θύματα) Παγκόσμιο πόλεμο, μετά από προηγούμενες πανδημίες (σαράντα εκατομμύρια νεκροί από την ισπανική γρίπη), μετά από προσωπικές κρίσεις και ατυχή γεγονότα, εμφανίστηκαν νέες συνθήκες και ευκαιρίες πρωτόγνωρες και απρόβλεπτες. Κάποιοι είδαν τις προοπτικές, κάποιοι τις αξιοποίησαν δημιουργώντας μια καλύτερη ζωή. Η ιστορία διδάσκει ότι σημαντικές εξελίξεις προήλθαν από σημαντικές κρίσεις βίαιες, απάνθρωπες, ανατρεπτικές.
Φαίνεται ότι μπροστά σε μια τέτοια πραγματικότητα βρισκόμαστε και τώρα. Κάποιοι έχασαν τη ζωή τους από την ασθένεια. Η μοίρα επιφυλάσσει το ίδιο για κάποιους ακόμη. Όσοι επιβιώσουμε θα έχουμε χάσει κάτι αλλά όχι τη ζωή μας. Θα έχουμε χάσει τη βολή μας, τον πρότερο σχεδιασμό, τις καθημερινές συνήθειές μας, τα εισοδήματά μας ή μέρος αυτών, κοντινούς ανθρώπους, αυτά στα οποία είχαμε μάθει και κάποιοι μας είχαν πείσει ότι θα είναι δεδομένα κι απαράλλαχτα. Ναι αλλά έχουμε την ευκαιρία να συνεχίσουμε. Διαφορετικά ίσως αλλά να συνεχίσουμε να ζούμε, να ονειρευόμαστε, να σχεδιάζουμε, να αγωνιζόμαστε. Αρκεί να προσαρμοστούμε. Κι όσο πιο γρήγορα το πετύχουμε, τόσο πιο εύκολα θα αφήσουμε το δράμα πίσω μας και θα βαδίσουμε νέους δρόμους. Δρόμους που δεν είχαμε κάποτε φανταστεί.
Εδώ, όμως, έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα. Και το πρόβλημα είναι η παρεχόμενη συντηρητική διαπαιδαγώγηση, η οποία δεν προετοιμάζει τα νέα παιδιά γι αυτό που ήδη έχει εδραιωθεί, δηλαδή, για μια πραγματικότητα που θα μεταβάλλεται διαρκώς, κάποτε βίαια και ανατρεπτικά. Μαθαίνουμε στη νέα γενιά να δέχεται και όχι να δημιουργεί, να ακολουθεί και όχι να προπορεύεται, να εθίζεται στη στασιμότητα και να απεχθάνεται την αλλαγή, να βαλτώνει κι όχι να προσαρμόζεται.
Κι όμως, η νέα γενιά έχει τη δυνατότητα να είναι πράγματι μια τέτοια, δηλαδή μια πραγματικά και κυριολεκτικά "νέα γενιά", αρκεί να την απαλλάξουμε από το βάρος του συντηρητισμού μας, ώστε να δει πιο μακριά από τα κατεστημένα όρια, να αναζητήσει το καινούριο που τώρα δημιουργείται ή ακόμη καλύτερα να παλέψει για να το διαμορφώσει ως πρωταγωνίστρια. Είναι απαράδεκτο να χαρακτηρίζουμε τη νέα γενιά "χαμένη", επειδή δεν θα ζήσει όπως οι γονείς της. Τότε μάλλον θα ήταν χαμένη. 
Το σημαντικό είναι ότι θα ζήσει, ότι ζει. Σίγουρα καλείται -απολύτως λογικό- να ζήσει διαφορετικά από ό,τι οι γονείς της αλλά αυτό μπορεί να είναι και καλύτερο. Και προσωπικά πιστεύω, ότι θα είναι.



Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Διάσπαση προσοχής και στις... ευχές!!!

Λοιπόν, πριν ξεσαλώσετε και φέτος με τις ευχές, πρέπει να σκεφτείτε σοβαρά κάτι. 

Σκεφτείτε ότι και πέρυσι τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά και των Φώτων και, και, και, το βγάλατε από τα μάτια. Ευχές, ευχές, ευχές. Ευχές για καλή χρονιά, για χρόνια πολλά, για ευτυχία, για επιτυχία, για αγάπη, για στοργή και προδέρμ. Κυρίως όμως, ευχές για Υγεία!!! Μη μου πείτε πως όχι. Οι ευχές για υγεία κατέχουν περίοπτη θέση μεταξύ των άλλων, ανεξάρτητα από την αφορμή. "Υγεία πάνω από όλα" λέμε.

Ωραίααα, και; Τι καταφέρατε με τις απλές ή ευφάνταστες -με βεβαιότητα πολλές- ευχές που δώσατε στα τελειώματα του 2019 και στις αρχές του 2020; 

Μια μεγαλειώδη τρύπα στο ύδωρ.

Και θα αρχίσετε τώρα την γκρίνια, "βρε, άσε τους ανθρώπους στην άγνοιά τους, πες μια ευχή ή ένα ευχαριστώ και άστα να πέσουν κάτω, μη γίνεσαι γκρινιάρης μέρες που είναι, μη λες τίποτε..." και άλλα τέτοια που έχουν ως απώτερο σκοπό να με υποτιμήσουν και να αναδείξουν την "ιδιοτροπία" μου. Ναι, αλλά εδώ δεν πρόκειται για ιδιοτροπία αλλά για ανθρωπιά. Ακριβώς.

Ο στόχος μου δεν είναι να θέσω περιοριστικά όρια στις ευχές που θα δώσετε. Θα το ήθελα αλλά δεν γίνεται. Αυτό ίσως θα μπορούσε να γίνει με ένα 13033 αλλά για ευχές. Θέλεις να στείλεις ευχές; Να δώσεις όσες θέλεις και σε όποιον θέλεις αλλά πριν να παίρνεις άδεια στέλνοντας μήνυμα που θα σου επιτρέπει να το κάνεις. Σε πιάνουν να εύχεσαι χωρίς να έχεις ήδη στείλει μήνυμα; Πρόστιμο και ίσως ολιγοήμερη κράτηση. Θα γλιτώναμε από πολλά και κυρίως θα εξοικονομούσαμε χρόνο για άλλα. Χρόνο από το να σκεφτόμαστε πρωτότυπες ευχές, χρόνο από το να τις διατυπώσουμε, χρόνο από το να απαντήσουμε, να κάνουμε λίκε, να βάλουμε καρδούλα, γέλιο ή ό,τι άλλο.

Τέλος πάντων, αυτό θα ήταν το ιδανικό. Όνειρο θερινής νυκτός. Και κάτι τέτοιο στο καταχείμωνο δεν παίζει να υλοποιηθεί.

Οπότε ας μείνω στην ουσία. και η ουσία είναι μία. Είχα μείνει στο ότι και πέρυσι είχατε κάνει, δώσει και πάρει ατελείωτες ευχές. Και ήρθε ο νέος χρόνος, το 2020 και μαζί του έφερε έναν ξεγυρισμένο κορωνοϊό και μας πήρε και μας σήκωσε. Δεν άφησε ευχή για ευχή στο διάβα του. Άνθρωποι αρρώστησαν, άνθρωποι απεβίωσαν, άνθρωποι πόνεσαν, άνθρωποι μπήκαν σε πρωτόγνωρες διαδικασίες, επιχειρήσεις καταστράφηκαν, άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, σχέσεις πήγαν περίπατο, μπήκαμε σε ατελείωτη καραντίνα, απομακρυνθήκαμε από δικούς μας ανθρώπους, ξεχάσαμε τη διασκέδαση, τα ταξίδια, τις βόλτες στην εξοχή, προγράμματα διαλύθηκαν, σχέδια ανατράπηκαν... 

Ξέρετε πόσοι άνθρωποι μου ευχήθηκαν "υγεία" τέτοια εποχή πέρυσι; Και σε εμένα και σε μερικές ακόμη δεκάδες χιλιάδες που ασθένησαν. Ο κορωνοϊός, όμως, άλλα σχέδια είχε. Σίγουρα δεν στάθηκε σε ευχές και δεν περιορίστηκε από αυτές.

Με απλά λόγια, η ζωή μας έγινε άνω κάτω και δεν νομίζω ότι έστω και ένας από εσάς ευχήθηκε σε πρόσωπα, κοντινά ή μακρινά, κάτι τέτοιο. Δεν φαντάζομαι ότι κάποιος ευχήθηκε ή διανοήθηκε οτιδήποτε από όσα ζούμε.

Αναλογιστείτε πόσοι από εκείνους στους οποίους ευχηθήκατε "τα καλύτερα", ασθένησαν ή ακόμη χειρότερα... . Πόσοι έχασαν τη δουλειά τους, δεν κατάφεραν να πετύχουν ή απλώς να ζήσουν όσα είχαν σχεδιάσει.

Τι φταίει λοιπόν;

Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ, λοιπόν, είναι ότι δεν συγκεντρώνεστε. Δεν συγκεντρώνεστε στις ευχές. Λέγεται διάσπαση προσοχής και αποτελεί μάστιγα της εποχής. Αποτελεί γνώρισμα και κατάρα αρκετών (όλο και περισσότερων) μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών, εργαζομένων σε κάθε τομέα. Κάνουν κάτι αλλά το κάνουν με τρόπο επιφανειακό, λείπει η ουσία από την προσπάθειά τους. Κάνουν κάτι και σκέφτονται άλλο ή ταυτόχρονα προσπαθούν να διεκπεραιώσουν και κάτι άλλο. Προσπαθούν να κάνουν πολλά και δεν κάνουν τίποτε.

Έτσι, όμως, δεν γίνεται δουλειά. Έτσι γίνεται μια τρύπα στο ύδωρ. Τα αποτελέσματα είναι οικτρά, ντροπιαστικά, αποκαρδιωτικά. 

Οπότε, κι αν είναι να τηρήσετε τις πάγιες συνήθειες εκτοξεύοντας ανέξοδες ευχές, μην το κάνετε τυπολατρικά, εθιμοτυπικά. Συγκεντρωθείτε σε αυτές. Να βγαίνουν από την ψυχή σας. Να πιστέψετε σε αυτές και να τις δίνετε με όλη την καρδιά σας. Διαφορετικά αποφύγετε το άθλημα. Το 2020 μας έδωσε -ή τουλάχιστον προσπάθησε να μας δώσει- πολλά μαθήματα. Πολλοί τα βίωσαν, λίγοι τα εκτίμησαν και ακόμη λιγότεροι έχουν την ικανότητα να τα αξιοποιήσουν. 

Διάσπαση προσοχής.




Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Έχει ο καιρός γυρίσματα

Λοιπόν, ανέκαθεν μισούσα τις μεγάλες οικογενειακές συγκεντρώσεις. Γενικά, μισούσα οποιαδήποτε συγκέντρωση που είχε να κάνει με πολυκοσμία. Τις μισούσα και, όσο μπορούσα, τις απέφευγα. Με ενοχλούσε η φασαρία, ο συνωστισμός, τα δυνατά -συχνά χωρίς πραγματικό λόγο- γέλια, ο καπνός του τσιγάρου, η χωρίς όρια οινοποσία, η προσπάθεια να δείξουμε πόσο καταπληκτικά περνάμε. Με ενοχλούσαν οι συζητήσεις για το πόσο ωραίο είναι το τσίπουρο, το κρασί, το ψητό, η σαλάτα, τα μελομακάρονα, τα κουλουράκια... Και δεν αμφισβητώ ότι κάποιοι, συνήθως οι προηγούμενες γενιές, περνούσαν πραγματικά και αβίαστα καλά. Ίσως μάλιστα, πολύ καλά. Μάλλον, είχε να κάνει με τα βιώματά τους. Έτσι είχαν μάθει, έτσι το συνέχιζαν. Κάθε αλλαγή τους προκαλούσε -φαντάζομαι- οξύ πόνο, οπότε και την απέφευγαν, όπως ο ακατονόμαστος το λιβάνι.
Προσωπικά, όμως, δεν κατάφερα ποτέ να τις συμπαθήσω αυτές τις συνάξεις. Θυμάμαι ακόμη και τώρα με τρόμο την επέλαση των θειτσών στις τρυφερές παρειές* μου. Επέλαση που συνοδευόταν από τσιρίδες χαράς και έκπληξης, οι οποίες μου προκαλούσαν αφόρητη τρομάρα. Επέλαση που είχε ως στόχο το τσίμπημα της παρειάς, την οποία οι θείτσες τραβούσαν με μανία, σαν να επιθυμούσαν να μου την ξεπατώσουν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι θείτσες ολοκλήρωναν το απάνθρωπο έργο τους με ένα φιλί -έτσι το θεωρούσαν- ρουφηχτό σαν βεντούζα και υγρό σαν τον Δούναβη. Απαίσιο πράγμα, φρικτή εμπειρία που γινόταν τραγική όταν η θείτσα διέθετε και πυκνή τριχοφυΐα, η οποία συνήθως ξεφύτρωνε από μια τεραστίων διαστάσεων ελιά.
Παιδικά τραύματα που δύσκολα ξεπερνιούνται. Κάποτε δεν ξεχνιούνται και δεν ξεπερνιούνται ποτέ. Έτσι πίστευα μέχρι πρόσφατα, γιατί, τελικά, έχει ο καιρός γυρίσματα.
Γιατί όταν ο καταραμένος κορωνοϊός, που μας βρήκε και μας σήκωσε, επιβάλλει το ένα lockdown μετά το άλλο, όταν η κλεισούρα, η απομόνωση, η αποστασιοποίηση, η έλλειψη των δικών μας ανθρώπων, η αποφυγή κάθε επαφής, γίνονται καθημερινότητα, τότε τα δεδομένα ανατρέπονται οδηγώντας σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις, σε αναθεωρήσεις και σε επανεξέταση αντιλήψεων, επιλογών αλλά και συμπεριφορών.
Και κάπως έτσι εμφανίζεται η νοσταλγία για πρότερες καταστάσεις που κάποτε έδειχναν ενοχλητικές. Κι εκεί μέσα έρχεται και η αναπόληση οικογενειακών στιγμών και γλεντιών όπου δεν υπήρχαν περιορισμοί, συνευρέσεων στις οποίες οι αγκαλιές, τα αγγίγματα, τα φιλιά, δεν λογίζονταν ως απειλή αλλά ως οικεία, ανθρώπινη έκφραση συναισθημάτων και ανάγκη για επικοινωνία άμεση και χωρίς αποστάσεις.
Και κάπως έτσι, ακόμη και τα ρουφηχτά και υγρά φιλιά των θειτσών δεν είναι πια μια τόσο τρομακτική ανάμνηση, ακόμη κι αν συνοδεύονταν από πυκνή τριχοφυΐα, η οποία συνήθως ξεφύτρωνε από μια τεραστίων διαστάσεων ελιά. 
Μετά από αρκετών εβδομάδων εγκλεισμό αναπολώ ακόμη και εφιαλτικές στιγμές. Βέβαια, σκέφτομαι ότι αν τις ζούσα τώρα, τι στο καλό στο 2020 είμαστε, δεν θα έκαναν αποτρίχωση οι θείτσες;


*τα μάγουλα

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Τα γούστα να πληρώνονται…

Πιθανότατα όλα αρχίζουν από τη στιγμή που ο μπόμπιρας, που βρίσκεται στις πρώτες τάξεις του σχολείου, αρχίζει να βαριέται αφόρητα ή να μην καταλαβαίνει το παραμικρό από ό,τι συμβαίνει γύρω του.

Το χεράκι του τότε πιάνει ένα ωραίο μολύβι, ένα στυλό ή έναν μαρκαδόρο και αρχίζει να γράφει στο θρανίο μπούρδες, να ζωγραφίζει κακότεχνες καρδούλες, να σημειώνει με ορνιθοσκαλίσματα το όνομα της μικρής συμμαθήτριας ή του μικρού συμμαθητή που κάθεται στο διπλανό θρανίο και του έχει πάρει τα μυαλά.

Κανείς, δάσκαλος ή συμμαθητής, δεν παρεμβαίνει.

Χάθηκε, δυστυχώς, η ευκαιρία να διδάξουμε στον/στην μπούλη/α ότι τα θρανία δεν φυτρώνουν σε θρανιόδεντρα ούτε τα στέλνει κάποιος θρανιοθεός κι ότι κάποιος τα πληρώνει για να μαθαίνει αυτός/ή γράμματα σε ανθρώπινες συνθήκες.

Επειδή, λοιπόν, κανείς δεν του κάνει παρατήρηση, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, την επόμενη φορά που θα νιώσει άσχετος ή την ανάγκη να κόψει φλέβες, θα πιάσει τον διαβήτη του ή το κλειδί του σπιτιού και θα αρχίσει να σκαλίζει στο θρανίο του αμπελοφιλοσοφίες και κάθε είδους μπούρδα που του κατεβαίνει στο κεφάλι, το οποίο παρεμπιπτόντως είναι πολύ πιθανό να περικλείει το απόλυτο κενό.


Επειδή και τώρα δεν υπάρχει η παραμικρή παρέμβαση για τον περιορισμό της ανάγκης του μπούλη (οποιουδήποτε φύλου) να αφήσει το βλαμμένο αποτύπωμά του στη δημόσια περιουσία, την επόμενη φορά θα προχωρήσει σε πιο δυναμικές «παρεμβάσεις». Ο μπούλης αρχίζει ήδη να συνειδητοποιεί ότι οι υπόλοιποι προχωρούν ενώ ο ίδιος παραμένει πιο στάσιμος κι από τα Ιμαλάια, οπότε αποφασίζει να κλείσει το σχολείο εμποδίζοντας το σύνολο να συμμετέχει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Εκεί, νιώθοντας τελείως ανεξέλεγκτος, θα προχωρήσει σε βανδαλισμούς, καταστροφές υπολογιστών, θα γράψει τους τοίχους και ίσως θα τσούξει και μια φωτιά, έτσι για την πλάκα του.

Επειδή κανείς δεν θα «ταχτοποιήσει» και τώρα τον μπούλη μας, εκείνος θα συνεχίσει θέτοντας όλο και πιο μεγαλεπήβολα σχέδια. Θα αρχίσει να επισκέπτεται τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Θα τα καταστρέφει, θα τα κλείνει και θα τα ανοίγει όποτε του καπνίσει, θα στήνει την πραμάτεια του (μαϊμού ρούχα και αξεσουάρ, λαθραία τσιγάρα, μπάφους και άλλα ωραία) στους πανεπιστημιακούς χώρους δρώντας ανενόχλητος. Όταν θα «του τη δίνει», θα προχωρά σε καταλήψεις ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, θα ρίχνει και καμιά μολότοφ (με το χεράκι που είχε πρωτοζωγραφίσει το θρανίο του) για να γίνεται τζερτζελές και όποιος τολμήσει να του κάνει και την παραμικρή παρατήρηση, κούνια που τον κούναγε. Ο μπούλης θα εισβάλλει στο γραφείο του, στο σπίτι του και θα τα κάνει γης μαδιάμ. Θα τραμπουκίζει, θα κακοποιεί, θα εξευτελίζει, θα ασκεί βία, θα καταστρέφει, θα απειλεί και θα εκβιάζει με κάθε τρόπο και μέσο.

Ας επιστρέψουμε στην αρχή της ιστορίας μας και ας την αλλάξουμε ελάχιστα.

Πιθανότατα όλα αρχίζουν από τη στιγμή που ο μπόμπιρας, που βρίσκεται στις πρώτες τάξεις του σχολείου, θα αρχίσει να βαριέται αφόρητα ή να μην καταλαβαίνει το παραμικρό από όσα συμβαίνουν στην αίθουσα.

Το χεράκι του τότε πιάνει ένα ωραίο μολύβι, ένα στυλό ή έναν μαρκαδόρο και αρχίζει να γράφει στο θρανίο μπούρδες, να ζωγραφίζει κακότεχνες καρδούλες ή να σημειώνει με ορνιθοσκαλίσματα το όνομα της μικρής συμμαθήτριας ή του μικρού συμμαθητή που κάθεται στο διπλανό θρανίο.

Ο/Η εκπαιδευτικός παρεμβαίνει άμεσα και αναγκάζει (με ήρεμο, ευγενικό και στοργικό τρόπο) τον μπούλη να σβήσει τις μπούρδες που σκέφτηκε και κατέγραψε, ώστε να μείνει στην αιωνιότητα και να τον θυμούνται οι επόμενες γενιές μαθητών.

Πιθανότατα ο μπούλης έχει πάρει το μάθημά του και την επόμενη στιγμή βαρεμάρας θα προτιμήσει να κόψει τις φλέβες του παρά να «παρέμβει» στη σχολική περιουσία.

Αν, παρ’ όλα αυτά, συνεχίσει, καταστρέφοντας για παράδειγμα ένα θρανίο, οδηγείται σε ψυχολόγο ή και ψυχίατρο (Δεν θα σύστηνα τον άμεσο εγκλεισμό του σε ίδρυμα, τη δεδομένη στιγμή. Ως μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί τραβηγμένο.) ενώ οι γονείς του καλούνται να πληρώσουν τη ζημιά.

Ο μπούλης θα έπαιρνε ένα μάθημα ζωής. Η κοινωνία θα γλύτωνε κάποιες ή αρκετές μελλοντικές καταστροφές και τα περιττά έξοδα για την αποκατάστασή τους, αφού ο μπούλης θα περιόριζε τις «παρεμβάσεις» του σε πιο… ιδιωτικό πεδίο.

Ο κάθε μπούλης θα πρέπει να μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι «τα γούστα πληρώνονται» αλλά πληρώνονται αποκλειστικά από εκείνον που τα έχει και όχι από εκείνους που δεν συμμετέχουν σε αυτά.

 

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Διαφορετικά όπλα, διαφορετικές κουλτούρες


Πριν λίγες μέρες στη Γαλλία δεκαοχτάχρονος με καταγωγή από την Τσετσενία αποκεφάλιζε τον Σαμιέλ Πατί, καθηγητή ιστορίας. Το «αμάρτημα» του εκπαιδευτικού ήταν ότι έδειξε στους μαθητές του σκίτσα που σατίριζαν τον Μωάμεθ. Τα σκίτσα είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό «Charlie Hebdo», γεγονός που αποτέλεσε αφορμή αιματοκυλίσματος με δώδεκα θύματα και πρωταγωνιστές δυο αδέρφια Αλγερινής καταγωγής, τα οποία και σκοτώθηκαν λίγες μέρες αργότερα σε συμπλοκή με την αστυνομία.

Η απάντηση από τον Γάλλο πρόεδρο υπήρξε άμεση και ιδιαίτερα δυναμική. Έδωσε εντολή να φωτιστούν κυβερνητικά κτήρια με τα επίμαχα σκίτσα του Charlie Hebdo που απεικονίζουν τον Μωάμεθ.

Κάποιοι σπέρνουν τον θάνατο στο όνομα του Θεού τους, κάποιοι άλλοι σατιρίζουν στο όνομα της ζωής.

Όπως ήταν αναμενόμενο οι απανταχού φανατικοί ισλαμιστές -πολίτες, θρησκευτικοί ηγέτες, πολιτικοί- αντέδρασαν και συνεχίζουν να το κάνουν σε κάθε επίπεδο. Στο πανηγύρι δηλώσεων και αντιδράσεων σκέφτηκε να συνεισφέρει και ο Τούρκος πρόεδρος μέσω του διευθυντή επικοινωνίας του, Φαχρετίν Αλτούν, ο οποίος δήλωσε ότι: «ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες σήμερα δεν στοχεύουν μόνο τους Μουσουλμάνους. Επιτίθενται στις ιερές αξίες μας, στη γραφή μας, στον προφήτη μας και στους πολιτικούς ηγέτες μας - τον τρόπο ζωής μας».

Αυτά είπε ο Φαχρετίν και βέβαια δεν μας είπε κάτι που αγνοούσαμε. Οι κραυγές αλλά και οι εκδικητικές ενέργειες των φονταμενταλιστών εναντίον του δυτικού τρόπου ζωής είναι τόσο συχνές όσο και τα κρούσματα του κορωνοϊού το τελευταίο διάστημα.

Αφού, όμως, στους κύριους ισλαμιστές δεν αρέσει ο τρόπος ζωής της Δύσης, αφού απεχθάνονται το κάποτε ακραίο χιούμορ μας, αφού μισούν τον τρόπο διασκέδασής μας, αφού σιχαίνονται τον τρόπο που ντύνονται οι γυναίκες μας, αφού βγάζουν καντήλες κάθε φορά που παραγγέλνουμε ένα καλομαγειρεμένο χοιρινό, αφού αισθάνονται ζαλάδες και σύγκρυο με τον τρόπο που γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, αφού ανεβάζουν πυρετό με καθετί δυτικό, γιατί πετούν τη σκούφια τους να εγκατασταθούν σε μια από τις «κολασμένες» χώρες του δυτικού κόσμου;

Μα για όλα αυτά που λατρεύουν να μισούν. Για όλα αυτά επιθυμούν τη μετανάστευση με κάθε κόστος και απειλή. Η πλειονότητά τους αντιμετωπίζει τη Δύση ως παράδεισο, ως τη μόνη διέξοδο από την εξαθλίωση, την καταπίεση, τη μιζέρια των δικών τους χωρών. Εκείνο που θέλουν είναι να νιώσουν έστω και λίγη από την ελευθερία που προσφέρουν οι κοινωνίες μας. Μπορεί να μην πλησιάσουν ποτέ το αλκοόλ, να μη δοκιμάσουν ποτέ χοιρινή τηγανιά, να σκεπάζουν τα μάτια τους μπροστά σε μια αιθέρια ύπαρξη ελαφρά ενδεδυμένη, να μην ακούσουν ποτέ τη μουσική των αμαρτωλών, να μη διαβάσουν ποτέ τους «Σατανικούς Στίχους» του Σαλμάν Ρουσντί ούτε τον «Γέρο και τον κύριο Σμιθ» του Πήτερ Ουστίνοφ, να μη ρίξουν ούτε ματιά στα σκίτσα του Αρκά ή του Charlie Hebdo, αλλά θέλουν αυτό να είναι δική τους επιλογή κι όχι κάτι που τους το επιβάλει μια θρησκεία, ένας ηγέτης, κάποια κοινωνική προκατάληψη. Θέλουν να είναι ελεύθεροι.

Αυτό ακριβώς αδυνατεί να κατανοήσει και να αποδεχτεί ένας φονταμενταλιστής, γιατί τελικά αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι η Δύση χωρίς όλα αυτά που απεχθάνεται και καταδικάζει ο κάθε φανατικός δεν θα ήταν το μέρος που έχει ονειρευτεί.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Ραντεβού με ψεκασμένη...

Αρκετά αργά το βράδυ. Δευτερόλεπτα πριν την ημερήσια λήξη της δουλείας μου άρα λίγες στιγμές πριν εγκαταλείψω τον χώρο της δουλειάς μου. 

Το σταθερό τηλέφωνο χτυπάει. Σκέφτομαι να μην απαντήσω. Η ώρα είναι περασμένη. Κι ενώ είμαι, σε γενικές γραμμές, των πρώτων σκέψεων, αποφασίζω να το σηκώσω. Στην άλλη άκρη της γραμμής μια μαμά. Θέλει να φέρει την κόρη της στο μαγαζί μας. Γνωρίζει ήδη ποια τμήματα είναι βολικά γι αυτή. Κλείνουμε ραντεβού για την επόμενη μέρα.

Η επόμενη μέρα φτάνει. Το ίδιο και η ώρα της προκαθορισμένης συνάντησης. Η κυρία μαμά δεν φοράει μάσκα και παίρνει τη μάσκα που της προσφέρει το συνεταιράκι μου με εμφανή υποτίμηση. Σκέφτομαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Η σκέψη μου επιβεβαιώνεται όταν την πλησιάζω και με ταχύτητα Flash Gordon αρπάζει το χέρι μου χωρίς να προλάβω να αντιδράσω. Γλίτωσε την μπούφλα στο τσαφ. Βάζω αντισηπτικό (πολύ αντισηπτικό) και την προτρέπω να κάνει το ίδιο.

"Εγώ δεν βάζω τέτοια" μου λέει, "δεν τα πιστεύω αυτά".

Παρατηρώ ότι φοράει τη μάσκα που της δώσαμε κάτω από τη μύτη και της το επισημαίνω. Δεν αντιδρά. Δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να την ταχτοποιήσει. Ήδη "τα έχω πάρει".

"Δεν μου λέτε" της λέω, "και το παιδί σας είναι της ίδιας αντίληψης"; Εννοούσα αν είναι εξίσου ψεκασμένο με τη μάνα.

"Ναι" απαντάει, "αλλά θα προσαρμοστεί. Όμως δεν θέλω να είστε αυστηρός μαζί της".

Η υπομονή μου είχε ήδη ξεπεράσει τα κλασικά όριά μου αλλά η ψεκασμένη το αγνοεί.

Σηκώνομαι και, με τον πιο ευγενικό τρόπο που θα μπορούσα (όχι κάτι ιδιαίτερο), της λέω ότι δεν μπορούμε να συζητήσουμε το παραμικρό για πιθανή συνεργασία μας.

Με κοιτάζει με έκπληκτο και αμήχανο ύφος. Πιθανώς αδυνατεί να πιστέψει την εξέλιξη που βιώνει. Πιθανώς ήταν η πρώτη παρόμοια εμπειρία γι αυτήν.

"Εντάξει" ψελλίζει και κατευθύνεται προς την έξοδο. Εννοείται ότι δεν δώσαμε χειραψία!

Έχω περιορίσει τις εξόδους μου στο ελάχιστο. Δεν έχω ξαναπατήσει το πόδι μου σε μαγαζί, όταν αντιλαμβάνομαι ότι οι ιδιοκτήτες του ανήκουν στην ομάδα των ψεκασμένων. Κι εκεί δεν μου πέφτει(;) λόγος. Δικό τους είναι το μαγαζί, αυτοί χάνουν. Προσπαθώ να προφυλάξω εμένα, τους συναδέλφους και τους μαθητές μου όσο περνάει από το χέρι μου. 

Μου είναι (ανέκαθεν ήταν) αδύνατον να ανεχτώ τη βλακεία. Κι ενώ μέχρι τώρα χρειαζόταν απλώς να μην πλησιάζω τους πανύβλακες, να μην τους δίνω χώρο και ευκαιρία να εκφράσουν τις βλακώδεις απόψεις τους, ανακαλύπτω ότι πλέον κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Συνειδητοποιώ ότι κινδυνεύουμε όχι τόσο από τον κορωνοϊό όσο από τους ψεκασμένους που τον αρνούνται και κυκλοφορούν γύρω μας και είναι ανόητο έστω και να προσπαθήσει κανείς να τους αλλάξει αντιλήψεις με τη λογική και με τεκμήρια. Αυτοί "καταλαβαίνουν" μόνο με νόμους και τιμωρίες κι αναρωτιέμαι για ποιον λόγο η κυβέρνηση δεν έχει επιβάλει ακόμη τη χρήση μάσκας παντού (με πρόστιμο στους παραβάτες), γιατί δεν επιβάλλει αυστηρά πρόστιμα στους ιδιοκτήτες (όχι στους εργαζομένους) των χώρων εστίασης που δεν υπακούν σε κανόνες υγιεινής (μάσκες, αντισηπτικά, αποστάσεις...). 

Λένε οι ψεκασμένοι ότι είναι επικίνδυνο (απόλυτα βλακώδες) και αφόρητο (ειλικρινές) να φοράει κανείς μάσκα για πολλές ώρες. Όλο αυτό μου κάνει κάτι (όχι καλό), γιατί ανήκω σε εκείνους που πρέπει να φορούν μάσκα για έξι ως οχτώ ώρες καθημερινά (εκτός Κυριακής) και να μιλάνε συνεχώς. Οπότε δεν μπορώ να ανεχτώ τον κάθε ψεκασμένο που με πλησιάζει. Για οποιονδήποτε λόγο.

 


Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Λατρεύοντας τους Δεινόσαυρους

 

            Ακούγονται έντονα, όλο και πιο συχνά, όλο και πιο δραματικά. Οι φωνές επαγγελματιών που πλήττονται από την Covid-19 έχουν μια λογική αλλά είναι αδύνατον να εισακουστούν από κάποιον «Μεσσία».

            Η απόγνωση, που οφείλεται στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται σε αρκετούς κλάδους, είναι αναμενόμενο να οδηγεί σε απαιτήσεις που, όμως, δύσκολα μπορούν να υλοποιηθούν. Επαγγελματίες που ασχολούνται με τη διασκέδαση, τον τουρισμό, τις μεταφορές, τα ακίνητα, βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά σε απρόβλεπτα δεδομένα. Τεράστιες ή μικρότερες επενδύσεις στους συγκεκριμένους κλάδους, προσδοκίες εύρεσης εργασίας, σχέδια, διαψεύδονται οδηγώντας σε καταστάσεις δραματικές.

            Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο; Είναι πρωτόγνωρη η απόγνωση που επιφέρει μια απρόσμενη εξέλιξη; Σίγουρα όχι. Πρόκειται για συνθήκη ιστορικά επαναλαμβανόμενη. Το ότι βιώνουμε τη συγκεκριμένη, την καθιστά για εμάς πιο έντονη από εκείνες για τις οποίες απλώς διαβάζουμε σε βιβλία ιστορίας. Όπως, όμως, οι προηγούμενες, έτσι και η συγκεκριμένη κατάσταση δεν πρόκειται να οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή. Σίγουρα θα επιφέρει λυπηρές για κάποιους ανατροπές ενώ για άλλους θα αποτελέσει αφορμή για κινητοποίηση και επιτυχία.

            Το βέβαιο είναι ότι δεν υφίσταται δύναμη αρκετά ισχυρή να αναστρέψει την αλλαγή που έχει πυροδοτήσει η πανδημία. Δεν υπήρξε ιστορικό προηγούμενο και μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί και τώρα.

 

            Σε παλιότερο κείμενο, με τίτλο «Κυνηγοί Δεινοσαύρων» παρατηρούσα:  

«…Λοιπόν, όσα ζούμε, δεν είναι πρωτόγνωρα. Μεταβάλλονται οι ρυθμοί αλλά τα πάντα είναι ένας διαρκής και ζαλιστικός κύκλος. Ο ανατριχιαστικός πανικός, η καταθλιπτική απόγνωση και ο θορυβώδης… θόρυβος ως προς τα “αδιέξοδα της αγοράς εργασίας” δεν αποτελούν προνόμια της εποχής μας. Επαναλαμβάνονται από την εποχή των δεινοσαύρων. Την επαγγελματική αβεβαιότητα λογικά βίωσαν οι κυνηγοί δεινοσαύρων μετά το βίαιο αφανισμό του συγκεκριμένου είδους, οι κατασκευαστές Κιβωτών με το πέρας του κατακλυσμού, οι αμαξάδες με την έλευση των αυτοκινήτων, οι μικροί λούστροι με την εμφάνιση εύχρηστων βερνικιών για τα παπούτσια, οι καρεκλάδες με την εξάπλωση του IKEA, οι αντιγραφείς βιβλίων με την εφεύρεση του Γουτεμβέργιου…».

 

Στο «Εγχειρίδιο Επιβίωσης» παλιότερα έγραφα:

«…Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με πολλά ακόμη παραδείγματα αλλά το βρίσκω άσκοπο. Ίσως πρέπει να σκεφτούμε κάτι πιο απλό, για να γίνει απολύτως κατανοητό ότι αυτό που ζούμε σήμερα συνέβη και κατά το παρελθόν. Υφίστανται σήμερα όλα τα επαγγέλματα του παρελθόντος; Πού είναι ο παραδοσιακός τσαγκάρης, που βρίσκεται ο γανωματής, πόσοι «καρεκλάδες» έχουν απομείνει να τριγυρνούν στις γειτονιές; Τελικά το ίδιο συνέβαινε πάντα! Στο μυαλό μου έρχονται αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60, με τις οποίες μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Δεν ήταν λίγες εκείνες που εμπνεύστηκαν από παρόμοιες καταστάσεις και μας συγκίνησαν κάποτε είτε με τον πλανόδιο έμπορο που τριγυρνούσε με την πραμάτεια του στις γειτονιές και έβλεπε τη δουλειά του να δέχεται πλήγματα από τα μεγάλα εμπορικά είτε με τοn φτωχό λατερνατζή που δεν έβρισκε κοινό για να το διασκεδάσει και να βγάλει “τα προς το ζην”. Για να μη θυμηθώ, βέβαια, τον μικρό λουστράκο που έκανε τη μητέρα μου να κλαίει σπαραχτικά με την πίκρα και τον πόνο που απέπνεε. Λοιπόν! Πού είναι σήμερα όλοι αυτοί οι επαγγελματίες; Λούστρους και πλανόδιους εμπόρους θα συναντήσει κανείς πια μόνο σε χώρες του Τρίτου Κόσμου αλλά δεν πιστεύω ότι θα ζήλευε και τις συνθήκες ζωής τους.».

 

Και σήμερα, σε άρθρο του Παύλου Παπαδόπουλου με τίτλο «Κορωνοϊός και δεινόσαυροι» (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ) διαβάζω:

«Φανταστείτε ότι βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα και κάποιοι υποστήριζαν ότι ανεξάρτητα από την επέκταση του σιδηροδρόμου θα πρέπει οι άνθρωποι να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους τα γαϊδούρια και τα άλογα. Γιατί αν τα εγκαταλείψουν τότε τι θα γίνουν τόσοι αχυρώνες, τόσα εκτροφεία ίππων, τόσοι επαγγελματίες πεταλωτές; Θα καταστραφεί η τοπική οικονομία. Αυτή η σκέψη έρχεται στον νου όταν βλέπουμε μερίδα του αγγλικού Τύπου να παρακινεί τις Αρχές να πάρουν μέτρα έτσι ώστε οι υπάλληλοι να επιστρέψουν στα γραφεία τους και να πάψουν να εργάζονται από το σπίτι τους γιατί διαφορετικά θα χρεοκοπήσουν τα καταστήματα, τα ρεστοράν και τα μέσα μεταφοράς. Δηλαδή, για να διασωθούν αυτές οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αγνοήσουν οι άνθρωποι την πρόοδο της τεχνολογίας και να επιμείνουν να μετακινούνται αρκετές ώρες κάθε μέρα, φορώντας μάσκες, για να εργαστούν μέσα σε γυάλινους ουρανοξύστες όπου ανακυκλώνεται ύποπτος αέρας.».

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Οδηγώντας γρήγορα

 «Αν νομίζεις ότι τα έχεις όλα υπό έλεγχο,

τότε δεν τρέχεις αρκετά γρήγορα.»

Mario Andretti

 

            Ο M. Andretti υπήρξε οδηγός αγώνων Formula 1, IndyCar, Sportscar και NASCAR. Άρα ο τύπος γνωρίζει καλά από ταχύτητα. Βέβαια, θα πει κάποιος, γνωρίζει από ταχύτητα ως οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, οπότε τα λόγια του αναφέρονται σε εκείνους που ενδιαφέρονται για σταδιοδρομία στον συγκεκριμένο χώρο.

            Θα μπορούσαν να έχουν δίκιο αλλά δυστυχώς δεν έχουν. Τα λόγια του θα έπρεπε να έχουν απασχολήσει όλους, οδηγούς και μη. Το ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλά επίπεδα. Κι ενώ έχει γίνει σλόγκαν η φράση «ζούμε στην εποχή της ταχύτητας», ελάχιστοι -και πάλι σε κάθε επίπεδο- το αντιλαμβάνονται, το αξιοποιούν και ρυθμίζουν τις επιλογές τους με βάση αυτό το δεδομένο.

            Η πλειονότητα κινείται με ρυθμούς χελώνας σε μια εποχή που χρειάζεται λαγούς. Απόδειξη η αδυναμία και η έλλειψη διάθεσης των περισσοτέρων να αποδεχτούν την αλλαγή ως κάτι υπαρκτό και διαρκές και όχι ως κάτι παροδικό που, ως δια μαγείας, θα εξαφανιστεί δίνοντας τη θέση του και πάλι στην κανονικότητα του παρελθόντος και στην αργόσυρτη μεταβολή προηγούμενων περιόδων του πολιτισμού.

            Τελευταία αφορμή για τις σκέψεις αυτές η Covid-19 που φαίνεται να γράφει με ανεξίτηλα γράμματα τη νέα κανονικότητα (που δεν είναι μία αλλά πολλές) διαμορφώνοντας διαρκώς νέες συνθήκες. Οι περισσότεροι, αντί να προσπαθούν να αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει και τι έπεται, επιλέγουν μια μίζερη στάση, την γκρίνια, την κακομοιριά, τον πόνο γι αυτό που ταχύτατα, σχεδόν βίαια, εξαφανίζεται και χάνουν. Αναζητούν τους υπευθύνους για ό,τι συμβαίνει (στον τουρισμό, τη διασκέδαση, τις συνθήκες εργασίας) αλλά και μια πατρική προστασία -συνήθως από τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς που τις ελέγχουν. Λες και είναι ικανοί οι πολιτικοί να περιορίσουν την ταχύτητα των εξελίξεων και τη βιαιότητα της ανατροπής.

            Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι αφήνουν την πικρία και την μεμψιμοιρία κατά μέρος και επεξεργάζονται την κατάσταση, εντοπίζουν τις νέες ανάγκες αλλά και τις συμπεριφορές που εδραιώνονται και άμεσα θα είναι έτοιμοι να αντεπεξέλθουν υλοποιώντας τις σημερινές σκέψεις τους στον χώρο της εκπαίδευσης, της αγοράς, της παραγωγής, της ενημέρωσης, της επικοινωνίας, των μετακινήσεων, της διασκέδασης και του τουρισμού. Σίγουρα δεν πρόκειται για πρωτόγνωρη συνθήκη και με βεβαιότητα οι εκφραστές του καινούριου δεν θα είναι υπερήρωες.

            Πρόκειται για μια κατάσταση που επαναλαμβάνεται. Το εμπόριο δεν ήταν στο παρελθόν αυτό που είναι σήμερα. Οι σύγχρονες εκπαιδευτικές ανάγκες ελάχιστη σχέση έχουν με εκείνες του παρελθόντος. Το ίδιο ισχύει για τη διασκέδαση, τις σχέσεις, τις μετακινήσεις… Τα πάντα ανατρέπονταν ανέκαθεν, απλώς το έκαναν με πολύ πιο ήπιους ρυθμούς. Σήμερα η αλλαγή συμβαίνει απροειδοποίητα(;) και με εξοντωτική, για τους περισσότερους ανθρώπους, ταχύτητα. Ναι, αλλά αφού παραδεχόμαστε ότι ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, αυτό ακριβώς εννοούμε.

Στο παρελθόν μπορούσαν να «τα έχουν όλα υπό έλεγχο» αρκετοί άνθρωποι. Όχι γιατί οι προηγούμενες γενιές υπήρξαν πιο ευφυείς αλλά επειδή οι εξελίξεις υπήρξαν πιο αργές. Κάποια στιγμή ακόμη και ο πιο ανόητος είχε τη δυνατότητα της προσαρμογής σε έναν κόσμο που ακολουθούσε πιο… σταθερούς ρυθμούς εξέλιξης. Βέβαια, και τότε εκείνοι που αντιλαμβάνονταν πιο άμεσα την επερχόμενη αλλαγή ήταν και οι πιο κερδισμένοι. Η «επιτυχία» και η «αποτυχία», άλλωστε, δεν αποτελούν έννοιες της εποχής μας. Πάντα υπήρχαν επιτυχημένοι και αποτυχημένοι κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει τώρα.

Αντί, λοιπόν, να αναζητούμε «ενόχους για την αλλαγή», «στηρίγματα», «διευκολύνσεις», «επιδοτήσεις», «υποσχέσεις για διατήρηση κεκτημένων και δεδομένων» από πολιτικούς πατερούληδες, είναι ίσως πολύ καλύτερο και θα αποδειχτεί σίγουρα πιο χρήσιμο να αναζητούμε λύσεις, να διατυπώνουμε προτάσεις και να επιδιώκουμε την υλοποίησή τους. Στη ζωή είμαστε όλοι «οδηγοί» είτε καθόμαστε πίσω από το τιμόνι ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου της F1 είτε έχουμε στα χέρια μας το τιμόνι της εκπαίδευσης της διασκέδασης, του τουρισμού, της ενημέρωσης ή εκείνου του εμπορίου.

Η ανάγκη να τρέξουμε πιο γρήγορα έρχεται σε απόλυτη σύγκρουση με την ανάγκη του πλήρους ελέγχου, όπως τον συνηθίσαμε ως τώρα. Η πραγματικότητα, όμως, χρειάζεται λαγούς κι όχι χελώνες. Η χελώνα μπορεί να τα έχει όλα υπό έλεγχο αλλά κερδίζει μόνο… στους μύθους του Αισώπου.

Έγραφα πριν χρόνια στο «Εγχειρίδιο Επιβίωσης»: «Η εποχή μας χρειάζεται “λαγούς” και μάλιστα “ώριμους λαγούς” και το μόνο λογικό είναι να “προπονήσουμε” τους νέους γι αυτό. Όσο συμπαθής κι αν υπήρξε για ολόκληρες γενιές η χελώνα του Αισώπου, φαίνεται ότι ήρθε ο καιρός να εγκαταλείψει την αγωνιστική δράση και “να κρεμάσει τα παπούτσια της”».


Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Όταν οι μάσκες πέφτουν

                      
Κατά την προηγούμενη σχολική χρονιά η εκπαιδευτική κοινότητα κλήθηκε να ζήσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση και να προσαρμοστεί σε αυτή. Εκπαιδευτικές μονάδες κάθε βαθμίδας αποφασίστηκε να λειτουργήσουν διαδικτυακά. Τα αποτελέσματα; Αν απλώς άκουγε κανείς τα σχόλια και συμπεράσματα του υπουργείου Παιδείας, θα πίστευε ότι η Ελλάδα ξαφνικά μετατράπηκε σε διαδικτυακό παράδεισο και ότι όλα λειτούργησαν ρολόι.

Δυστυχώς για το υπουργείο, οι περισσότεροι βιώσαμε αυτό που ακριβώς συνέβη. Ένα ποσοστό εκπαιδευτικών κινήθηκε αξιοπρεπέστατα αναλαμβάνοντας την ευθύνη του στο έπακρο, προσπάθησε, κατανόησε και τελικά αξιοποίησε τα ψηφιακά εργαλεία καλύπτοντας τις υποχρεώσεις του απέναντι στους μαθητές και διατηρώντας τον σεβασμό τους. Ένα άλλο, όμως, ποσοστό, διόλου ευκαταφρόνητο, δεν τα κατάφερε. Και δεν τα κατάφερε είτε επειδή δεν είχε την παραμικρή διάθεση να το κάνει είτε επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να το κάνει (λόγω τεχνικών κωλυμάτων ή λόγω άρνησης του καινούριου).

Την περίοδο της αναγκαστικής αναστολής ζήσαμε τραγελαφικές καταστάσεις και περιστατικά με εκπαιδευτικούς που έβρισκαν παράλογη την τηλεκπαίδευση, «επειδή χανόταν, με τον τρόπο αυτό, η πραγματική, ανθρώπινη επαφή μαθητή-εκπαιδευτικού», «επειδή αυτοί διορίστηκαν και πληρώνονται για να διδάσκουν αποκλειστικά διά ζώσης», «επειδή κανείς τους είχε διδάξει πώς να αξιοποιούν τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα στη διδασκαλία».

Από την άλλη, ζήσαμε έντονες αντιδράσεις για την τοποθέτηση καμερών στην αίθουσα, αντιδράσεις που είχαν να κάνουν με τα προσωπικά δεδομένα -εκπαιδευτικών και μαθητών, τον έλεγχο που θα μπορούσαν να ασκήσουν οι γονείς (αυτοί μάλλον είναι μόνο για να πληρώνουν τους μισθούς των εκπαιδευτικών με τους φόρους τους και όχι για να τους κρίνουν) και άλλα εξίσου ή και περισσότερο φαιδρά.

Με λίγα λόγια, η χρονιά που πέρασε ήταν μια χαμένη χρονιά, μια χρονιά πάρα πολλών χαμένων εκπαιδευτικών ωρών ιδίως για τους μαθητές των μικρότερων τάξεων. Η στροφή προς τα ιδιωτικά σχολεία που θα καταγραφεί κατά τη φετινή σχολική περίοδο θα είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας. Το γεγονός ότι οι ελλείψεις έγιναν λιγότερο εμφανείς στους μαθητές του Λυκείου έχει να κάνει κυρίως με τον ρόλο των «επάρατων» φροντιστηρίων και, με βεβαιότητα, όχι με τον ρόλο του δημόσιου σχολείου.

Η έξαρση των κρουσμάτων κορωνοϊού που παρατηρείται το τελευταίο δεκαήμερο προοιωνίζεται μια εξίσου ή και δυσκολότερη σχολική χρονιά. Οι υπεύθυνοι μπορεί να ευλογούν τα γένια τους και να χαϊδεύουν τα αφτιά των ψηφοφόρων τους -συνδικαλιστών και γενικότερα εκπαιδευτικών- αλλά στην πραγματικότητα έχουν συνειδητοποιήσει τι συνέβη στην πραγματικότητα. Σε καμιά περίπτωση δεν θέλουν κλειστά σχολεία και πάλι. Οπότε η λύση είναι μία και μόνη: Ανοιχτά σχολεία, αυστηρά μέτρα προφύλαξης, συνεχής χρήση μάσκας από μαθητές και εκπαιδευτικούς. Εννοείται ότι κάθε ανυπακοή θα πρέπει να τιμωρείται αυστηρά.

Ναι αλλά αυτό σημαίνει ότι τα σχολεία θα ανοίξουν κι αυτό σημαίνει ότι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να είναι εκεί κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνουν μάθημα κι αυτό έχει ως επακόλουθο το τέλος των μακρόσυρτων ιδιότυπων διακοπών. Οπότε…

Οπότε άρχισαν ήδη τα όργανα. Διαβάζω (10/8/2020) δημοσίευμα σε ιστοσελίδα εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος που αναδεικνύει φοβερά και τρομερά προβλήματα που σχετίζονται με τη χρήση μάσκας. Και πόσο επίπονο είναι να γίνεται έτσι το μάθημα (Ναι αλλά ούτε το διαδικτυακό θέλουν ούτε τη χρήση κάμερας αποδέχονται), και τι είδους επαφή θα είναι αυτή με τα παιδιά (Ναι αλλά ούτε η τηλεκπαίδευση τους κάθεται καλά), και ποιος θα πληρώνει τις μάσκες (Πάντως αυτό θα ήταν πολύ μικρότερο έξοδο για το υπουργείο από την προμήθεια ψηφιακών εργαλείων για το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας), και ποιος θα τηρεί την εφαρμογή των μέτρων από τους μαθητές (Μα χριστιανούλη μου, ποιος τηρεί την τάξη γενικά στο σχολείο; Αν κάποιος μαθητής υιοθετεί παραβατική συμπεριφορά, τι κάνετε ως εκπαιδευτικοί; Τον γείτονα φωνάζετε για να τον επαναφέρει στην τάξη;).

«Οι μάσκες πέφτουν», αφού η λύση είναι μία και μοναδική: Σχολεία κλειστά, επανάληψη του τηλεμπάχαλου που ζήσαμε πέρυσι και ο κάθε εκπαιδευτικός να αφεθεί -και πάλι- ελεύθερος να αποφασίσει αν θα αναλάβει τις ευθύνες του ή αν θα συνεχίσει τις «διακοπές» του.

Προβλέπεται ένας πολύ θερμός εκπαιδευτικός χειμώνας και όχι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Και καλά θα κάνει η πλειονότητα της εκπαιδευτικής κοινότητας να περιθωριοποιήσει τέτοιες φωνές και ανόητες φλυαρίες και να καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες, ώστε τα σχολεία να λειτουργήσουν. Διαφορετικά η ροή προς την ιδιωτική εκπαίδευση θα συνεχιστεί αμείωτη και τότε θα χρειαζόμαστε λιγότερα δημόσια σχολεία άρα και λιγότερους εκπαιδευτικούς γι αυτά και άρα «ζήτω που καήκαμε» για ορισμένους.

Ας το σκεφτούν και πάλι. Και ίσως τότε οι μάσκες βρουν τη θέση που τους αρμόζει.

 

 

 

 

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Ένας νέος κόσμος, που είναι παλιός

Μια διαδικτυακή κουβέντα με παλιούς μαθητές μου, με αφορμή τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η πανδημία.
Έκδηλη αγωνία νέων ανθρώπων για όσα έρχονται ή ήδη έχουν έρθει.
Ερωτήματα ως προς τις ακαδημαϊκές και επαγγελματικές επιλογές που θα προσφέρουν μελλοντικά αξιόπιστες λύσεις.
Προβληματισμοί ως προς τις συμπεριφορές που πρέπει να υιοθετήσουμε, αφού είμαστε αναγκασμένοι να εγκαταλείψουμε παλιές.
Και, βέβαια, απαίτηση να μην μένω απλώς στον εντοπισμό των συνθηκών που διαμορφώνονται αλλά να προχωρώ και σε πιο συγκεκριμένες, καθαρές και κυρίως υλοποιήσιμες προτάσεις.

Ήταν μια ωραία και εποικοδομητική συζήτηση, η οποία έδειξε ότι, τελικά, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό εκ νέου, ώστε να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα. Χρειάζεται απλώς να εγκαταλείψουμε συνήθειες που ουσιαστικά αποτελούσαν χάσιμο χρόνου, να εκτιμήσουμε και να αναδείξουμε κάποιες άλλες, τις οποίες, ως δεδομένες, είχαμε υποτιμήσει.
Κάπως έτσι καταλήξαμε σε ό,τι ακολουθεί.

Πρώτο: Είναι ανάγκη να τα βρούμε με τον εαυτό μας και να αφήσουμε τους άλλους να τα βρουν ή όχι με τον δικό τους. Είναι το πιο δύσκολο, πολύπλοκο αλλά απαραίτητο στοιχείο απέναντι σε κάθε δυσκολία. Εξασφαλίζει ηρεμία, οδηγεί σε σωστές επιλογές σε κάθε επίπεδο και αποτελεί βάση της προσωπικής ελευθερίας, στοιχειώδες για μια ευτυχισμένη ζωή απαλλαγμένης από τους περιορισμούς των επιλογών και συμπεριφορών της μάζας.
Δεύτερο: Είναι ανάγκη να βρούμε και να εκτιμήσουμε πραγματικούς φίλους. Δεν χρειάζεται και μάλλον είναι αδύνατον να είναι πολλοί. Θα είναι λίγοι, θα είναι ειλικρινείς, θα έχουν τη διάθεση να μας ακούν και τη δυνατότητα να μας στηρίζουν και να ανατροφοδοτούν τους στόχους και τις σκέψεις μας. Στο θέμα αυτό δεν χωρούν συμβιβασμοί. Ιδίως σε συνθήκες απομόνωσης οι καλοί φίλοι αποδεικνύονται ακόμη πιο απαραίτητοι.
Τρίτο: Είναι ανάγκη να ανακαλύψουμε ωραία βιβλία, μουσική, αξιόλογες ταινίες, όμορφα τοπία, με απλά λόγια την τέχνη και τη φύση. Δεν αρκεί να βρίσκουμε ελεύθερο χρόνο -και η αναγκαστική απομόνωση, λόγω πανδημίας, μας πρόσφερε πολύ- αλλά να τον γεμίζουμε με όμορφες, ευχάριστες και χρήσιμες ενασχολήσεις. Κάπως έτσι, οι ώρες δεν είναι χαμένες αλλά γεμάτες και περιορίζεται ο κίνδυνος της κατάθλιψης που γεννά η μοναχικότητα.
Τέταρτο και τελευταίο: Έχουμε δικαίωμα στην τεμπελιά. Χρειαζόμαστε χρόνο (όχι όλον το χρόνο που διαθέτουμε) για πραγματικό άραγμα και άδειασμα του μυαλού. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι η συνεχής ένταση, τα απάνθρωπα ωράρια, η διαρκής ενασχόληση με υποχρεώσεις δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση. Μια μηχανή μπορεί να δουλεύει ασταμάτητα χωρίς σημαντικούς περιορισμούς. Ο άνθρωπος όχι.

Αν κάποιος καταφέρει όλα αυτά, ελάχιστα θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί, όχι μόνο στις υπάρχουσες αλλά και σε όσες συνθήκες ακολουθούν. 
Δεν πρόκειται για έναν καινούριο τρόπο ζωής αλλά για επαναπροσδιορισμό και νέα ιεράρχηση στοιχείων ήδη γνωστών.









Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Ένα ακόμη «τέλος του κόσμου»

Η επέλαση της, προ δεκαετίας περίπου, οικονομικής κρίσης είχε προκαλέσει έντονες αμφισβητήσεις και δυναμικές αντιδράσεις. Έπρεπε, ξαφνικά, να προσαρμοστούμε σε νέα οικονομικά και κατ' επέκταση κοινωνικά δεδομένα. Χαμηλότεροι μισθοί, νέες μορφές εργασίας, περιορισμός δανείων (εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, ψωνιοδάνεια, σπιτοδάνεια, αυτοκινητοδάνεια, φοιτητοδάνεια...), εγκατάλειψη της καλοπέρασης, διάλυση του κοινωνικού ιστού, της διασκέδασης και της ξέφρενης κατανάλωσης, όπως τις είχαμε προσδιορίσει πριν την κρίση, επαναπροσδιορισμός της κοινωνικότητας. Για παράδειγμα, οι εστίες βραδινής διασκέδασης σιγά-σιγά άδειασαν αφήνοντας ζωτικό χώρο στον (πολύ πιο οικονομικό) απογευματινό καφέ. Καφές στο χέρι, καφές στο πόδι, καφές στα γρήγορα, καφές αρμένικος και ούτω καθ' εξής. Οι πολυήμερες διακοπές σε χειμερινά και θερινά θέρετρα, επίσης, έδωσαν τη θέση τους στις ολιγοήμερες διακοπές στο πατρικό ή σε εκείνες σε φίλους. Οι αλυσίδες φθηνής ένδυσης γνώρισαν δόξες πρωτόγνωρες. Οικονομικοί κολοσσοί κατέρρευσαν και άλλοι αναδύθηκαν δυναμικά. 
Πολλοί προσαρμόστηκαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Για αρκετούς, όμως, η κρίση σήμαινε το τέλος του κόσμου. Η μετάβαση γι αυτούς δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση. Αρκεί να μελετήσει κανείς την ανοδική πορεία των ποσοστών αυτοκτονιών αλλά και εκείνων της κατάθλιψης τα τελευταία δέκα χρόνια. Επιχειρήσεις που έκλεισαν, όνειρα που διαψεύστηκαν, σχέδια που πήγαν άκλαυτα, εγκατάλειψη της πολυτέλειας με την οποία είχε συνδεθεί η κοινωνική εικόνα και αποδοχή... Ε, δεν ήθελε και πολύ ώστε ένα σεβαστό ποσοστό συνανθρώπων μας να οδηγηθεί στα άκρα.
Εννοείται ότι τα δεδομένα ευνόησαν τη συνωμοσιολογία, η οποία βρήκε αρκετούς εκφραστές και πολύ περισσότερους αποδέκτες. Για όσους αδυνατούσαν να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα και κυρίως να προσαρμοστούν σε αυτή, το κεφάλαιο, οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι Μασόνοι, ο Τζ. Σόρρος, ο Μπιλ Γκέιτς, οι Σιωνιστές και οι λοιποί συνήθεις ύποπτοι είχαν βαλθεί να καταστρέψουν οικονομικά και κοινωνικά τη χώρα μας (και αρκετές ακόμη, γεγονός που μας ήταν αδιάφορο) και τον περιούσιο λαό της, ο οποίος τυχαίνει να είναι ο πιο έξυπνος λαός της Γης αλλά και του Σύμπαντος, σε περίπτωση που ανακαλυφθεί, βέβαια, εξωγήινη ζωή. Οι μόνοι που δεν είχαν την παραμικρή ευθύνη για την καταστροφή ήμασταν -ποιοι άλλοι- Εμείς. 
Απέναντι σε δυσχερείς και πολύπλοκες καταστάσεις κάποιοι (πολλοί όπως αποδεικνύεται) αναζητούν απλοϊκές λύσεις και απαντήσεις. Ο πολιτικός λαϊκισμός βρήκε χώρο έκφρασης και απήχηση στα θύματα της κρίσης καταλαμβάνοντας, σε αρκετές χώρες, ακόμη και την εξουσία.
Και πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσουμε ότι η κρίση δεν ήταν κάτι παροδικό αλλά η απαρχή μιας νέας κανονικότητας, σκάει μύτη ο κορωνοϊός.
Αντιδράσεις, αμφισβητήσεις, θεωρίες συνωμοσίας στο φόρτε τους. Λογικό. Η πανδημία αποδείχτηκε ότι δεν είναι συνάχι που διαρκεί λίγες μέρες και περνάει μα με φάρμακα, μα με αφεψήματα, μα με εντριβές, ξεμάτιασμα ή κοφτές βεντούζες. Είναι κάτι πρωτόγνωρο για το οποίο, μέχρι πριν λίγους μήνες, αγνοούσαμε τα πάντα. Πώς μεταδίδεται, πόσο επικίνδυνος είναι ο ιός, ποιοι απειλούνται περισσότερο, ποιες είναι οι βλάβες που μπορεί να προκαλεί, πώς μπορούμε (αν μπορούμε) να προφυλαχτούμε από αυτόν ή να τον αντιμετωπίσουμε, πόσο θα διαρκέσει; Δεκάδες ερωτήματα παραμένουν και σήμερα αναπάντητα. Το μόνο που ίσως γνωρίζουμε είναι ότι θα διαρκέσει πολύ. Ένα ακόμη «τέλος του κόσμου».
Και βρίσκονται κάποιοι -όσοι δυσκολεύονται να εγκαταλείψουν τα δεδομένα και να προσαρμοστούν- οι οποίοι μέσα στην απόγνωσή τους, τα βάζουν με τους «ειδικούς». Μα δεν σκέφτονται το πολύ απλό: ειδικοί για τον συγκεκριμένο κορωνοϊό δεν υπήρχαν. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να υπάρχουν ειδικοί για κάτι που δεν υφίστατο και άρα δεν το γνωρίζαμε μέχρι τώρα; Ειδικός γίνεται κάποιος μετά από ενδελεχή και μακροχρόνια μελέτη ενός υπαρκτού αντικειμένου, το οποίο συχνά εξελίσσει. Αποδείχτηκε ότι ακόμη και εκείνοι που είχαν μελετήσει προηγούμενους κορωνοϊούς βρήκαν τον μάστορά τους με τον συγκεκριμένο, ο οποίος αποδεικνύεται ύπουλος, απρόβλεπτος και, μέχρι στιγμής, ανίκητος. Ακόμη και αυτοί καλούνται να κινηθούν σε νέες ατραπούς. Ίσως σε λίγα ή και πολλά χρόνια αναδειχτούν ειδικοί στον συγκεκριμένο κορωνοϊό, ίσως κάποια στιγμή θα μιλάμε για τον «τάδε επιστήμονα» που αποτελεί γκουρού του ιού που μας απειλεί. Κάποια στιγμή...
Με απλά λόγια, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ακόμη απρόβλεπτη κατάσταση. Η οικονομία, η εκπαίδευση, η εργασία, οι κοινωνικές σχέσεις ακόμη και με τους πιο οικείους μας, ο τρόπος που εκφράζουμε συναισθήματα, η διασκέδαση, οι διακοπές, οι καθημερινές συνήθειες πρέπει εκ βάθρων να αναθεωρηθούν, να επαναπροσδιοριστούν και να προσαρμοστούν σε μια πραγματικότητα που αυτή την περίοδο διαμορφώνεται. Κάποιοι θα τα καταφέρουν και θα προχωρήσουν αλώβητοι. Κάποιοι άλλοι θα καταρρεύσουν, όπως είχε συμβεί και με την προηγούμενη κρίση. Ήδη τα ψυχικά νοσήματα θερίζουν ενώ αγνοώ τι γίνεται με τις αυτοκτονίες. 
Η πλειονότητα έδειξε ανωριμότητα και αδυναμία να αποδεχτεί τη νέα κανονικότητα ακόμη και στα πιο απλά ζητήματα, όπως αυτό της διασκέδασης. Και πλέον βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στην ανάγκη λήψης και επιβολής μέτρων προστασίας. Κι αυτά θα προκαλέσουν -ήδη συμβαίνει- αντιδράσεις, τριγμούς και θα οδηγήσουν κάποιους σε απόγνωση και κατάρρευση, ανίκανους να αποδεχτούν το διαφορετικό.
Τελικά, η επανάληψη (κρίσεων) δεν δείχνει ικανή να διδάξει το παραμικρό. Μια απλή μελέτη της ιστορικής πραγματικότητας, όμως, δείχνει ότι η ανθρωπότητα κλήθηκε να ξεπεράσει αμέτρητες κρίσεις οικονομικές, πολιτικές, κλιματικές, κοινωνικές... πολύ πιο επώδυνες και καταστροφικές από τη σημερινή. Κάθε φορά που ενέσκηπταν τέτοιες, οι ψευδοπροφήτες έπιαναν δουλειά προβλέποντας το τέλος του κόσμου και την απόλυτη καταστροφή. Η εξέλιξη τους διέψευδε. Οι σημαντικές κρίσεις, είναι αλήθεια, οδηγούσαν ανέκαθεν στο «τέλος του κόσμου» που προϋπήρχε. 
Σε κάθε περίπτωση ένας νέος κόσμος (μια αναγέννηση) εμφανιζόταν και απαιτούσε μικρές ή μεγάλες προσαρμογές.
Μάλλον, μια παρόμοια πρόκληση καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και σήμερα. Κάποιοι είναι έτοιμοι να το κάνουν. Για κάποιους άλλους έχει ήδη φτάσει το «τέλος του κόσμου». Ένα ακόμη.





 

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Μια τρελή συζήτηση για τον κορωνοϊό

Τετάρτη, 15/7/2020

Κανονίζω το πρόγραμμά μου στην εντέλεια. Η διαδρομή που θα ακολουθήσω έχει καθοριστεί στο GPS του μυαλού  μου. Και η παραμικρή λεπτομέρεια έχει ληφθεί υπόψη. Προσθέτω κι έναν λογικό χρόνο για απρόοπτα. Πάντα κάτι συμβαίνει.
Είμαι έτοιμος για τη μετακίνηση στο κέντρο της πόλης και τη διεκπεραίωση βαρετών υποθέσεων που απαιτούν -δυστυχώς- τη φυσική παρουσία μου.
Τελειώνω τις πρώτες υποχρεώσεις στα γρήγορα. Τυπικές κουβέντες και ευχές για καλό καλοκαίρι. Κανένα πρόβλημα. Χρειάστηκε απλώς να αποφύγω κάποιες χειραψίες.
Κλειδώνω το ποδήλατο και κατευθύνομαι στον επόμενο προορισμό, ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας.
Οι υπάλληλοι εντός είναι απασχολημένοι, οπότε περιμένω εκτός. Η κυρία που προηγείται περιμένει υπομονετικά τη σειρά της. Το ίδιο αποφασίζω να κάνω κι εγώ.
Περνούν κάποια δευτερόλεπτα και μια... θειακούλα, όχι μεγάλης ηλικίας μας προσπερνάει και σαν σίφουνας εισβάλει στο κατάστημα αδιαφορώντας για τη μικρή ουρά.
Της σφυρίζω κλέφτικα και την ενημερώνω ότι υπάρχει σειρά.
Δυσανασχετώντας βγαίνει και έρχεται να σταθεί δίπλα μου. Πολύ δίπλα μου.
Παραμερίζω χωρίς να πω το παραμικρό. Είμαι ήρεμος. Πιο ήρεμος από ό,τι συνήθως.
Η θειακούλα αρχίζει να μουρμουρίζει κι επειδή κανείς της δίνει σημασία, σταματάει το μουρμουρητό και ξεκινάει να εκφράζεται μεγαλόφωνα, ώστε να τραβήξει την προσοχή, κάτι που, δυστυχώς γι αυτή, καταφέρνει πυροδοτώντας τον διάλογο που ακολουθεί.

Θειακούλα: Πρέπει να μας περνάνε για τελείως ηλίθιοι (sic!).
Εγώ: Ε;
Θειακούλα: Πρέπει να μας περνάνε για τελείως ηλίθιοι, λέω.
Εγώ: Ηλίθιους!
Θειακούλα: Τι;
Εγώ: "Ηλίθιους" είναι το σωστό, όχι "ηλίθιοι".
Θειακούλα: Τέλος πάντων.
Εγώ: Για ποιον λόγο έχεις αυτή την εντύπωση, όμως;
Θειακούλα: Α, μ' αυτόν τον κορωνοϊό. Θέλουν να πιστέψουμε ότι υπάρχει. Εγώ δεν το πιστεύω.
Εγώ (με ύφος γεμάτο αγωνία και έκπληξη): Δηλαδή, δεν υπάρχει... Κι όλοι αυτοί που πεθαίνουν; Ψέματα είναι;;; Δεν πεθαίνουν;;;
Θειακούλα: Εμ τι είναι. Πεθαίνουν από καρκίνο (φτύνει και τον κόρφο της), από γρίπη... από τέτοια πεθαίνουν. Εσύ τον είδες;
Εγώ: Ποιον να δω;
Θειακούλα: Τον κορωνοϊό, το μικρόβιο (sic). Τον είδες στο μικροσκόπιο;

Για έναν περίεργο λόγο νιώθω ιδιαίτερα κεφάτος και ήρεμος και σε τέτοιες περιπτώσεις μου αρέσει το παιχνίδι, οπότε αποφασίζω να το συνεχίσω την κουβέντα με την εκπρόσωπο ενός παράλληλου σύμπαντος.

Εγώ: Ναι, τον έχω δει!
Θειακούλα (λίγο μπερδεμένη και πολύ έκπληκτη): Πού; Πού τον είδες;
Εγώ (σοβαρός): Τον είδα στο μικροσκόπιο. Κάθε μέρα τον βλέπω. Δουλεύω στο νοσοκομείο. Είμαι βοηθός του Τσιόδρα. Τον ξέρεις αυτόν, ε;
Θειακούλα (με το σαγόνι φευγάτο από έκπληξη): Τον ξέρω, τον έβλεπα στην τηλεόραση αλλά εγώ πιστεύω μόνο ό,τι βλέπω με τα μάτια μου. Εγώ πιστεύω μόνο στον Ιησού Χριστό!
Εγώ (δείχνοντας την απόλυτη έκπληξη και έτοιμος να δώσω ένα τέλος στην κουβέντα τρελών): Δηλαδή, Αυτόν τον έχεις δει με τα μάτια σου;;;

Η θειακούλα μάλλον δεν περίμενε μια τέτοια τροπή. Τα έχει λίγο χαμένα. Κάποια μακρόσυρτα επιφωνήματα "εεεεε", "ααααα" δείχνουν την απόγνωσή της. Μόλις έχει δηλώσει ότι πιστεύει αποκλειστικά σε ό,τι βλέπει με τα μάτια της και μάλλον τον Ιησού δεν τον έχει δει.
Ο υπάλληλος που μόλις έχει ολοκληρώσει την εξυπηρέτηση του προηγούμενου πελάτη και αδυνατώντας να συγκρατήσει τα γέλια του (άκουγε τη συζήτηση) μου κάνει νόημα να πλησιάσω.
Απευθύνομαι στη θειακούλα όλο ευγένεια: "Το απόγευμα θα είμαι στο νοσοκομείο. Έλα να στον δείξω κι εσένα στο μικροσκόπιο. Και φυλάξου λίγο, γιατί όταν θα δεις τον κορωνοϊό μπορεί να είναι πολύ αργά και ίσως τότε να δεις ταυτόχρονα και τον Ιησού και τον άγιο Πέτρο μαζί".

Μπήκα στο κατάστημα. Η θειακούλα δεν μπήκε ποτέ. Μάλλον ξέχασε για ποιον λόγο είχε βρεθεί εκεί. Μπορεί να έτρεξε στις φίλες της για να τους ανακοινώσει ότι ο κορωνοϊός υπάρχει ή ότι γνώρισε τον βοηθό του Τσιόδρα.

Ωραία ήταν!


Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

Η ελληνική εκπαίδευση σε μια εικόνα

Έχουν γραφτεί πολλά και έχουν ειπωθεί ακόμη περισσότερα. Μια συζήτηση δεκαετιών, στην οποία παρεισφρέουν ο λαϊκισμός των πολιτικών, τα απωθημένα των γονιών, τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας, τα συμφέροντα συνδικαλιστικών ομάδων, ο φόβος για την αξιολόγηση, η άγνοια της πραγματικότητας και η αδυναμία εντοπισμού των προοπτικών. Δεδομένα που δυσχεραίνουν οποιαδήποτε προσπάθεια ανάδειξης της εικόνας που επικρατεί στα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγματα.
Βέβαια, η υπόθεση της αναγκαστικής, λόγω πανδημίας, αναστολής λειτουργίας του σχολείου έδειξε ήδη ξεκάθαρα την κατάσταση, την οποία ελάχιστοι πλέον μπορούν να αμφισβητήσουν.
Και μπορεί το υπουργείο Παιδείας να προσπάθησε να προβάλει μια ιδανική εικόνα για ό,τι συνέβη (καλύτερα, για ό,τι δεν συνέβη) ως προς τη διαχείριση και την αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας που ζήσαμε, επειδή το ίδιο βρέθηκε απροετοίμαστο. Μπορεί τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών, για λόγους γοήτρου και συμφερόντων, να προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα ως προς τις χαμένες εκπαιδευτικές ώρες αλλά και ως προς την αδυναμία ή αδιαφορία αρκετών εκπαιδευτικών να προσαρμοστούν και να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της τηλεκπαίδευσης. Μπορεί πάρα πολλοί γονείς να προσπάθησαν, για λόγους που μόνο οι ίδιοι γνωρίζουν(;) να αποποιηθούν κάθε ευθύνη ως προς την αδιαφορία των παιδιών τους για τα σχολικά διαδικτυακά μαθήματα και την άρνησή τους να εγκαταλείψουν το κρεβάτι τους πριν τις πρώτες ή και τις δεύτερες μεσημβρινές ώρες.
Πολλά "μπορεί", τα οποία είναι, όμως, αδύνατον να εξωραΐσουν την εικόνα και να πείσουν. Οι λίγοι εκπαιδευτικοί που τα κατάφεραν με διάθεση, γνώση, κόπο και κυρίως ατομική προσπάθεια και έξοδα αποτέλεσαν, ως συνήθως, την εξαίρεση που επιβεβαίωσε την τραγική κατάσταση που αναμφισβήτητα επικρατεί.
Δεν πρόκειται να καταπιαστώ με τα φροντιστήρια και τον τρόπο που το καθένα αντιμετώπισε την κατάσταση, γιατί αυτά θα τα κρίνει -κάθε χρόνο το κάνει- η αγορά. Είναι ένας απλός νόμος και δεν χωράει πολλές κουβέντες.
Κι έρχεται, για μια ακόμη χρονιά, μια άλλη εικόνα. Μια στατιστική που βασίζεται σε δεδομένα και άρα τα απεικονίζει. Κουκιά μετρημένα. Τόσοι τα κατάφεραν, τόσοι πάτωσαν, τόσοι τα πήγαν μέτρια. Τόσοι άξιζαν την επένδυση και τόσοι απλώς απασχόλησαν με την παρουσία τους αδικαιολόγητα το σύστημα, επιτηρητές, βαθμολογητές κ.τ.λ..
Το 27,13% των υποψηφίων δεν κατάφερε να πιάσει τη βάση στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας ενώ ένα εμφατικό 47,18% δεν το κατάφερε στα Αρχαία Ελληνικά. Κι όμως, αρκετοί από αυτούς θα ενταχθούν σε φιλολογικές και παιδαγωγικές σχολές και λίγα χρόνια αργότερα θα στελεχώσουν την εκπαίδευση αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μάθουν στις επόμενες γενιές... ελληνικά. Την ευθύνη να διδάξουν στα παιδιά να διαβάζουν, να αποκωδικοποιούν, να αντιλαμβάνονται, να σκέφτονται. Και μετά κάποιοι αναρωτιούνται γιατί πληθαίνουν οι οπαδοί των θεωριών συνωμοσίας!
Το 50,8% πάτωσε στην Ιστορία και ένα 37,9 έκανε το ίδιο στην Κοινωνιολογία, μαθήματα τα οποία, σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, στηρίζονται στην αποστήθιση. Κι αφού η επίδοση στα συγκεκριμένα μαθήματα δεν προϋποθέτει δυνατότητες αντίληψης, πώς εξηγείται αν όχι από την τεμπελιά των συγκεκριμένων υποψηφίων;
Το 58,84% των υποψηφίων δεν έπιασε τη βάση στα Μαθηματικά. Αρκετοί από αυτούς την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά θα καταλάβουν τα αμφιθέατρα σχολών Μαθηματικών, Πληροφορικής και Οικονομίας. Το τι θα αντιληφθούν εκεί είναι άλλη κουβέντα αλλά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορεί και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και μετά να αναρωτιούνται για ποιον λόγο δεν βρίσκουν δουλειά. Υπάρχει, όμως, η πατροπαράδοτη λύση του Δημοσίου, οπότε... "έχει ο Θεός".
Εκπληκτικό είναι και το ποσοστό εκείνων που απέτυχαν στη Βιολογία. Ένα 28,25%, δηλαδή, που αποφάσισε να ακολουθήσει το πεδίο υγείας δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στο ελάχιστο στις ανάγκες του βασικού μαθήματος ενός πεδίου εξαιρετικά απαιτητικού με βάσεις που δεν συγχωρούν λάθη, τεμπελιά, έλλειψη στόχου και προγράμματος.
Για όλους αυτούς κάποιοι γονείς ξόδεψαν χρήματα και κάποτε πολλά. Πιθανώς θα ξοδέψουν κι άλλα δίνοντάς τους μια δεύτερη ευκαιρία και θα ξοδέψουν κι άλλα πληρώνοντας για τις σπουδές τους σε κάποιο αμφιβόλου αξίας εκπαιδευτικό ίδρυμα εξωτικού προορισμού. 
Για όλους αυτούς κάποιοι πολιτικοί δακρύζουν, αγωνιούν και θα αγωνιστούν, ώστε την επόμενη χρονιά να δημιουργηθούν κι άλλες θέσεις στα ελληνικά πανεπιστήμια στο όνομα του δικαιώματος στη μόρφωση και άλλες αρλούμπες. Δηλαδή, σε άτομα που δεν κατάφεραν να κατακτήσουν τη γνώση που θα έπρεπε μέχρι στιγμής, είναι πολύ λογικό να δοθεί η ευκαιρία να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε τομείς που προϋποθέτουν μια ήδη κατακτημένη γνώση... Αν όμως κάποιος πράγματι θέλει να προσφέρει σε αυτά τα παιδιά δικαίωμα στη γνώση, μπορεί να κάνει ένα μόνο. Να τα εντάξει στην πρώτη Δημοτικού εκ νέου, ώστε να έχουν μια ουσιαστική ευκαιρία.
Για όλους αυτούς το ελληνικό σχολείο, δημόσιο και ιδιωτικό, είχε μόνο άριστους βαθμούς παραποιώντας την πραγματικότητα και συγκαλύπτοντας τις αδυναμίες και τις αστοχίες των συγκεκριμένων παιδιών. "Στάχτη στα μάτια" για διάφορους λόγους που συνδέονται αποκλειστικά με τα συμφέροντα των υπευθύνων και σίγουρα όχι με τα συμφέροντα των υποψηφίων και των γονιών τους. 
Για όλους αυτούς οι γονείς απαίτησαν υψηλούς βαθμούς και αναζήτησαν ευθύνες σε άλλους. Οι ίδιοι έχουν μία και μοναδική ευθύνη άλλωστε. Να πληρώνουν και να περιμένουν θαύματα.

"Μπουρλότο", φώναζε η θεϊκή Σαπφώ Νοταρά σε ελληνική κωμωδία. Ίσως είναι η μόνη λύση για να υπάρξει μια αλλαγή, οποιαδήποτε αλλαγή. 
Μένει να βρεθεί ο μπουρλοτιέρης. Και δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα η δημιουργία μιας σχολής μπουρλοτιέρηδων. Κάποιοι θα βρεθούν να τη δηλώσουν κι αυτή.


Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

De profundis...

Λίγες ώρες πριν την έναρξη των Πανελλαδικών.
Έχοντας μόλις τελειώσει τη συνεργασία με τους μαθητές, έχοντας λύσει τις τελευταίες απορίες της χρονιάς κι έχοντας ολοκληρώσει τους αποχαιρετισμούς, έχω την αίσθηση ότι για πρώτη φορά, από τη στιγμή που επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα, μπορώ να καθίσω και να σκεφτώ: μα, τι στο καλό συνέβη;
Ήταν, με σιγουριά, η πιο περίεργη χρονιά. 
Δαιμονισμένα πρωτόγνωρη και εξαντλητική.
Εκπαιδευτικοί και μαθητές κληθήκαμε να εγκαταλείψουμε τις βεβαιότητές μας, να αφήσουμε πίσω το πρόγραμμά μας, να ξεχάσουμε την καθημερινότητά μας. Έπρεπε να απομακρυνθούμε από τον χώρο της δουλειάς μας άμεσα, σχεδόν βίαια. Από τους συναδέλφους, από φιλικά και συγγενικά πρόσωπα, από τα μέρη συνάντησης, χαλάρωσης και αποφόρτισης.
Κι όλα αυτά από τη μια στιγμή στην άλλη. Απροειδοποίητα.
Τόσο εμείς όσο και τα παιδιά κληθήκαμε να προσαρμοστούμε σε μια νέα κανονικότητα, για την οποία δεν υπήρχε προηγούμενο.
Κληθήκαμε να ανακαλύψουμε εκ νέου τα όριά μας και να επαναπροσδιορίσουμε σχεδόν τα πάντα. Να οργανώσουμε τη δουλειά μας, τη συμπεριφορά μας, τη σχέση δασκάλου-μαθητή. Κι όλα αυτά άμεσα, χωρίς χρονοτριβή. Οι πανελλαδικές πλησίαζαν επικίνδυνα. Δεν υπήρξε χρόνος για σκέψη. Έπρεπε να γίνει. Κι έγινε.
Η φόρτιση απερίγραπτη. Ο κόπος υπερβολικός. Η ένταση συνεχής.
Και, που να πάρει, δεν είχαμε την πολυτέλεια της συζήτησης που θα μας χαλάρωνε. Δεν είχαμε την άνεση της δοκιμής που θα μας γέμιζε αυτοπεποίθηση.
Είχε σίγουρα τα αρνητικά του (αυτό το γράφω μάλλον επειδή πρέπει κι όχι επειδή τα έχω εντοπίσει). Είχε και τα θετικά του (αυτό το γράφω επειδή το νιώθω βαθιά μέσα μου).
Ο καθένας μας κατάλαβε ποιος είναι. Συνειδητοποίησε ποιος ακριβώς είναι. 
Δεν δικαιούμαστε πλέον να λέμε "πόσο θα ήθελα να ασχοληθώ με το τάδε, αλλά δεν έχω ποτέ τον χρόνο". 
Είχαμε χρόνο. Κι ο καθένας πια γνωρίζει καλά. Γνωρίζει αν του αρέσει να είναι δημιουργικός, να διαβάζει βιβλία, να ενημερώνεται, να μελετά, να ακούει μουσική, να παρακολουθεί ταινίες ή αν απλώς του αρέσει να χάνεται στο τίποτε.
Αρκετοί εξελίχθηκαν, έμαθαν να χρησιμοποιούν νέα μέσα, ψηφιακά, αναζήτησαν εργαλεία, προγράμματα και τεχνικές, προσαρμόστηκαν και συνέχισαν δυναμικά. 
Άλλοι πάλι χάθηκαν στην άρνηση και στο "τι κακό μας βρήκε!" μένοντας αδρανείς απέναντι στο καινούριο πλαίσιο.
Κάποιοι συνέχισαν να αποτελούν στήριγμα για τους μαθητές και άλλοι εξαφανίστηκαν αφήνοντάς τους μετέωρους σε μια κρίσιμη καμπή.
Αλλά και οι μαθητές... Κάποιοι έδειξαν πρωτόγνωρη ωριμότητα και προσαρμοστικότητα. Συνέχισαν την πορεία προς τον στόχο τους, σαν να μη συνέβη το παραμικρό. Εξωτερίκευσαν δύναμη που όμοιά της δεν συναντάς σε ηλικιακά ώριμους ανθρώπους. Άλλοι τα έχασαν και χάθηκαν με τη δικαιολογία της απρόβλεπτης αλλαγής. Δεν λέω, ωραία δικαιολογία αλλά δεν οδηγεί πουθενά. Πάντως εκείνο που δεν τους έλειψε το συγκεκριμένο διάστημα ήταν ο χρόνος. Υπήρξε για τους φετινούς υποψηφίους ο απόλυτα θετικός συνδυασμός: Λιγότερη ύλη - περισσότερος χρόνος. Και, πόσο κρίμα, κάποιοι έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία.
Ο πιο περίεργος κύκλος κλείνει σε λίγες ώρες. 
Υπήρξε ο κύκλος της απόλυτης ανατροπής. Ο κύκλος του καινούριου. Τόσο γεμάτος με εμπειρίες. Τόσο πλήρης από νέα ερεθίσματα.
Το απόλυτο κίνητρο για μεταβολή, η ολοκληρωτική έμπνευση για ανανέωση. Είναι από τα διαστήματα εκείνα που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Εμπειρία ζωής. Θα έχουμε να το λέμε στα... εγγόνια μας.
Είναι η ώρα να αποσυρθώ. Να ξαναγεμίσω την ψυχή και τη σκέψη μου. Νιώθω τελείως αδειανός. 
Κι αύριο με περιμένει μια ακόμη γεμάτη μέρα. Πρωτόγνωρη κι αυτή.
"Εκ βαθέων", λοιπόν θέλω απλώς να ευχαριστήσω όλους τους μαθητές -και ιδιαίτερα τα παιδιά που αύριο ρίχνονται στις πανελλαδικές- που με συνόδευσαν σε αυτή τη μη αναμενόμενη κατάσταση. Θα τους θυμάμαι για πάντα. Θα θυμάμαι ακόμη και σε ποιο σημείο της οθόνης εμφανιζόταν το εικονίδιό τους.
Καλή τύχη στη ζωή σας παιδιά και να βάλετε καλά στο μυαλό σας μια σκέψη: αφού τα καταφέρατε στην κατάσταση αυτή, αφού ανταποκριθήκατε στις αναπάντεχες δυσκολίες της, μη φοβάστε τίποτε!










ΟΙ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ

Κάθε χρόνο τέτοια περίοδο οι Πανελλαδικές γίνονται αφορμή και... έμπνευση για ποταμούς δακρύβρεχτων και εμψυχωτικών προς τους υποψηφίους αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο καθένας, κυριολεκτικά ο καθένας, μετατρέπεται σε ποιητή, σε μέγα εμψυχωτή, σε... τρελογλυκουλίνι, σε γούτσου γούτσου.
Το αποτέλεσμα είναι συνήθως το αντίθετο του αναμενόμενου. Οι υποψήφιοι νιώθουν σαν να βρίσκονται λίγα βήματα πριν το ικρίωμα (Google  λέγεται). Κρύος ή και καυτός ιδρώτας, τρέμουλο, αποχρωματισμός (το εκρού του νεκρού φοριέται πολύ), τάση για εμετό, αγωνία, διάθεση εγκατάλειψης, δεν είναι σπάνια συμπτώματα.
Η δραματοποίηση μιας κατάστασης δεν είναι ποτέ θετική και εμπνευσμένη ενέργεια.
Η αλήθεια είναι άλλη και δεν θα αποτελούσε κακή ιδέα να την εκμυστηρευτούμε στους υποψηφίους λέγοντάς τους ότι οι συγκεκριμένες εξετάσεις είναι η πιο εύκολη από τις δύσκολίες που ακολουθούν και θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Τα πιο δύσκολα έρχονται μετά και τα πιο δύσκολα λέγονται "ζωή". Κι αυτή (η ζωή) δεν διαρκεί λίγες μόνο ώρες ή μέρες. Κρατάει μια ολόκληρη... ζωή. Νικητής θα είναι εκείνος που, τελικά, θα τα καταφέρει στη ζωή του κι όχι εκείνος που θα κατακτήσει μια πρόσκαιρη "επιτυχία". Ελάχιστοι έως κανένας θα θυμούνται πόσα μόρια μαζέψατε στις Πανελλαδικές. Ίσως ούτε κι εσείς οι ίδιοι. Πολλοί, όμως, θα είναι εκείνοι που θα σας θαυμάζουν για όσα θα μπορέσετε να καταφέρετε μετά από αυτές ως επιστήμονες, επαγγελματίες, γονείς, πολίτες...
Προσωπικά ούτε εκτίμησα ούτε υποτίμησα περισσότερο κάποιον από τους μαθητές μου με κριτήριο τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Κάποιοι κέρδισαν την εκτίμησή μου κατά τη διάρκεια της συνεργασίας μας. Κάποιοι δεν το κατάφεραν ούτε πρόκειται να το κάνουν, ακόμη κι αν μαζέψουν ασύλληπτα μόρια.
Δώστε, λοιπόν, τις Πανελλαδικές για να τελειώνετε με τα απλά. Σας περιμένει η ζωή κι αυτή είναι πολύπλοκη. Και μάλλον γι αυτό υπέροχη κι ωραία. Σχεδόν απολαυστική!

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Είναι η έλλειψη λογικής, ανόητε.

97!
Τόσα είναι τα κρούσματα του κορωνοϊού που αναφέρθηκαν στη χώρα μας τα τελευταία εικοσιτετράωρα.
Εντάξει, αλλά μη μασάτε. Μην είστε από αυτούς που τρώνε σανό και κουτόχορτο. Δεν θέλω να το βάζετε κάτω υποκύπτοντας στις βουλές των δυναστών μας. Για συνωμοσία πρόκειται. Μάλλον, για μια ακόμη από τις ανεξάντλητες μεθόδους που σκαρφίζονται εκείνοι που σας θέλουν υποχείριά τους. Ναι, αλλά εσείς τους ξέρετε πια. Γνωρίζετε με φρικιαστικές λεπτομέρειες τα υποχθόνια σχέδιά τους. Θέλουν να σας επιβάλλουν τον φόβο, να σας τρομοκρατούν, να σας οδηγούν σε απελπισία, ώστε να σας ελέγχουν και να σας μετατρέπουν σε μαριονέτες, να σας υποτάσσουν, να επηρεάζουν την κάθε σκέψη και κίνησή σας. Αλλά εσείς είστε τόσο καπάτσοι που δεν περιορίζεστε. Είστε ελεύθερα πνεύματα εσείς. Αδέσμευτοι άνθρωποι. Συνεχίστε, λοιπόν, με θάρρος. Συνεχίστε να συνωστίζεστε, να μην παίρνετε μέτρα προφύλαξης, να μη χρησιμοποιείτε μάσκες. Μείνετε μακριά από τα αντισηπτικά που ξεραίνουν τα χέρια. Συνεχίστε να μαζεύεστε εκεί που μαζεύονται οι πολλοί. Αυτοί σας δίνουν ζωή και λόγο ύπαρξης.
Εσείς ξέρετε ότι πίσω από όλα αυτά κρύβονται οι Μασόνοι, οι Σιωνιστές, ο Σόρος, ο Γκέιτς, ο Πινόκιο, η Χιονάτη, ο Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, το τέρας του Λοχ Νες, οι Ναΐτες, η Μέρκελ και ο Σόιμπλε, το Δ.Ν.Τ., η Παγκόσμια Τράπεζα, η ΕΥΔΑΠ, ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ο Κοντορεβυθούλης, το ψεκαστήρι του γείτονα...
Άλλωστε, είναι μόνο 97. Ούτε 100 δηλαδή.
Συνεχίστε απτόητοι.
Είστε τόσο ηλίθιοι. Αντιλαμβάνεστε κάτι, όταν αυτό χτυπάει την πόρτα σας. Και τότε είναι πολύ αργά. Είστε τόσο βλαμμένοι που αδυνατείτε να σκεφτείτε για ποιον λόγο να θέλει κανείς να σας ελέγξει περισσότερο από όσο το κάνει σήμερα. Είστε τόσο ακίνδυνοι για το σύστημα! Σας απομάκρυναν από την παιδεία, σας οδήγησαν σε διαζύγιο από την πολιτική, σας επέβαλαν άγνοια της πραγματικότητας, σας έπεισαν ότι τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, σας παρότρυναν να καταναλώνετε ασύστολα υλικά και διασκεδάσεις, σας έδωσαν δάνεια, σας διευκόλυναν στην πορεία σας προς την απόλυτη και χωρίς επιστροφή υποδούλωσή σας. Σας είπαν ότι υπάρχει ο Μεσσίας που θα σκίσει τα μνημόνια. Κι εσείς δεν αντισταθήκατε. Τους πιστέψατε. Υπογράφατε αδιαμαρτύρητα τα γραμμάτια που έφερναν μπροστά σας.
Πριν λίγο καιρό θέλατε τη ζωή σας πίσω. Σας την έδωσαν. Ε και; Τι την κάνετε τώρα που την έχετε; Την αξιοποιείτε έστω και λίγο; Σκατά. Τη σπαταλάτε απροκάλυπτα. Βάζετε σε κίνδυνο τους άλλους. Αλλά είπαμε. Πρέπει να σας χτυπήσουν την πόρτα. Και δεν θα σας τη χτυπήσουν πολλές φορές. Θα το κάνουν μία.
Σας απεχθάνομαι. Και ξέρω πολλούς άλλους που σας σιχαίνονται. Σιχαίνονται τους οπαδούς των ανόητων θεωριών. Σιχαίνονται τους αγράμματους που έχουν γνώμη (για όλα) και που την εξωτερικεύουν νομίζοντας ότι έτσι κερδίζουν πόντους ευφυΐας. Σιχαίνονται τις επιχειρήσεις που δεν παίρνουν τα αναγκαία μέτρα, εκείνους που εργάζονται στην εστίαση χωρίς προφυλάξεις που θα έδειχναν σεβασμό στους πελάτες τους, όσους ρωτούν με το εξυπνακίστικο ύφος του απόλυτου βλάκα αν «είσαι από αυτούς που φοβούνται;», όταν σε βλέπουν με αντισηπτικό, με μάσκα ή όταν προσπαθείς να κρατήσεις λογικές αποστάσεις.
Ε ναι βρε ηλίθιε, φοβάμαι, ανησυχώ, τρομοκρατούμαι, επειδή δίπλα μου υπάρχεις εσύ και η απύθμενη βλακεία σου, επειδή αναγκάζομαι να μοιράζομαι τον χώρο μου και το υπερπολύτιμο οξυγόνο μου με εσένα που είσαι κρετίνος, επειδή αδυνατώ και να σκεφτώ ποια θα είναι η επόμενη βλακώδης κίνηση που θα κάνεις και από την οποία θα κινδυνεύσω.
Αλλά εσείς συνεχίστε. Όλα είναι μια απάτη, κατασκευάσματα νοσηρών μυαλών. Αλλά εσείς έχετε τα απαραίτητα στηρίγματα. Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι μια απάντηση. Η μόνη που αντιλαμβάνεστε, γιατί της λείπει κάθε λογική. Όπως και από εσάς άλλωστε.