Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Ραντεβού με ψεκασμένη...

Αρκετά αργά το βράδυ. Δευτερόλεπτα πριν την ημερήσια λήξη της δουλείας μου άρα λίγες στιγμές πριν εγκαταλείψω τον χώρο της δουλειάς μου. 

Το σταθερό τηλέφωνο χτυπάει. Σκέφτομαι να μην απαντήσω. Η ώρα είναι περασμένη. Κι ενώ είμαι, σε γενικές γραμμές, των πρώτων σκέψεων, αποφασίζω να το σηκώσω. Στην άλλη άκρη της γραμμής μια μαμά. Θέλει να φέρει την κόρη της στο μαγαζί μας. Γνωρίζει ήδη ποια τμήματα είναι βολικά γι αυτή. Κλείνουμε ραντεβού για την επόμενη μέρα.

Η επόμενη μέρα φτάνει. Το ίδιο και η ώρα της προκαθορισμένης συνάντησης. Η κυρία μαμά δεν φοράει μάσκα και παίρνει τη μάσκα που της προσφέρει το συνεταιράκι μου με εμφανή υποτίμηση. Σκέφτομαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Η σκέψη μου επιβεβαιώνεται όταν την πλησιάζω και με ταχύτητα Flash Gordon αρπάζει το χέρι μου χωρίς να προλάβω να αντιδράσω. Γλίτωσε την μπούφλα στο τσαφ. Βάζω αντισηπτικό (πολύ αντισηπτικό) και την προτρέπω να κάνει το ίδιο.

"Εγώ δεν βάζω τέτοια" μου λέει, "δεν τα πιστεύω αυτά".

Παρατηρώ ότι φοράει τη μάσκα που της δώσαμε κάτω από τη μύτη και της το επισημαίνω. Δεν αντιδρά. Δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να την ταχτοποιήσει. Ήδη "τα έχω πάρει".

"Δεν μου λέτε" της λέω, "και το παιδί σας είναι της ίδιας αντίληψης"; Εννοούσα αν είναι εξίσου ψεκασμένο με τη μάνα.

"Ναι" απαντάει, "αλλά θα προσαρμοστεί. Όμως δεν θέλω να είστε αυστηρός μαζί της".

Η υπομονή μου είχε ήδη ξεπεράσει τα κλασικά όριά μου αλλά η ψεκασμένη το αγνοεί.

Σηκώνομαι και, με τον πιο ευγενικό τρόπο που θα μπορούσα (όχι κάτι ιδιαίτερο), της λέω ότι δεν μπορούμε να συζητήσουμε το παραμικρό για πιθανή συνεργασία μας.

Με κοιτάζει με έκπληκτο και αμήχανο ύφος. Πιθανώς αδυνατεί να πιστέψει την εξέλιξη που βιώνει. Πιθανώς ήταν η πρώτη παρόμοια εμπειρία γι αυτήν.

"Εντάξει" ψελλίζει και κατευθύνεται προς την έξοδο. Εννοείται ότι δεν δώσαμε χειραψία!

Έχω περιορίσει τις εξόδους μου στο ελάχιστο. Δεν έχω ξαναπατήσει το πόδι μου σε μαγαζί, όταν αντιλαμβάνομαι ότι οι ιδιοκτήτες του ανήκουν στην ομάδα των ψεκασμένων. Κι εκεί δεν μου πέφτει(;) λόγος. Δικό τους είναι το μαγαζί, αυτοί χάνουν. Προσπαθώ να προφυλάξω εμένα, τους συναδέλφους και τους μαθητές μου όσο περνάει από το χέρι μου. 

Μου είναι (ανέκαθεν ήταν) αδύνατον να ανεχτώ τη βλακεία. Κι ενώ μέχρι τώρα χρειαζόταν απλώς να μην πλησιάζω τους πανύβλακες, να μην τους δίνω χώρο και ευκαιρία να εκφράσουν τις βλακώδεις απόψεις τους, ανακαλύπτω ότι πλέον κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Συνειδητοποιώ ότι κινδυνεύουμε όχι τόσο από τον κορωνοϊό όσο από τους ψεκασμένους που τον αρνούνται και κυκλοφορούν γύρω μας και είναι ανόητο έστω και να προσπαθήσει κανείς να τους αλλάξει αντιλήψεις με τη λογική και με τεκμήρια. Αυτοί "καταλαβαίνουν" μόνο με νόμους και τιμωρίες κι αναρωτιέμαι για ποιον λόγο η κυβέρνηση δεν έχει επιβάλει ακόμη τη χρήση μάσκας παντού (με πρόστιμο στους παραβάτες), γιατί δεν επιβάλλει αυστηρά πρόστιμα στους ιδιοκτήτες (όχι στους εργαζομένους) των χώρων εστίασης που δεν υπακούν σε κανόνες υγιεινής (μάσκες, αντισηπτικά, αποστάσεις...). 

Λένε οι ψεκασμένοι ότι είναι επικίνδυνο (απόλυτα βλακώδες) και αφόρητο (ειλικρινές) να φοράει κανείς μάσκα για πολλές ώρες. Όλο αυτό μου κάνει κάτι (όχι καλό), γιατί ανήκω σε εκείνους που πρέπει να φορούν μάσκα για έξι ως οχτώ ώρες καθημερινά (εκτός Κυριακής) και να μιλάνε συνεχώς. Οπότε δεν μπορώ να ανεχτώ τον κάθε ψεκασμένο που με πλησιάζει. Για οποιονδήποτε λόγο.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: