Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Ευτυχείς στην τραγωδία μας

Η πιο πολυχρησιμοποιημένη λέξη των τελευταίων ετών είναι αναμφισβήτητα η «κρίση». Και τα παράγωγά της, βέβαια. Τα «αχ», τα «βαχ» και τα «τι μας βρήκε στα καλά καθούμενα». Η κρίση επέφερε μύρια δεινά στο λαό μας αλλά κι ένα πολύ καλό. Έβαλε στη ζωή μας αυτό που χρειαζόμαστε και απαιτούμε. Την τραγωδία. Γιατί για τον Έλληνα, ζωή χωρίς τραγωδία δεν είναι ζωή. Την ψάχνει την τραγωδία του, τη θέλει τη μιζέρια και την κλάψα. Ζει για τον πόνο. Αν αδυνατεί να την εντοπίσει, τη δημιουργεί. Άγχος. Πού να βρίσκεις διαρκώς τραγωδίες; Πόσο δημιουργικός να είναι πια κανείς. Ήρθε, λοιπόν, η κρίση και ανανέωσε το υλικό της έμπνευσής μας. Έλυσε το πρόβλημα. 
Νομίζω ότι δε θα αφήσουμε την κρίση να μας εγκαταλείψει ποτέ. Μπορούμε να την ξεπεράσουμε αλλά τη βρίσκουμε μαζί της ηδονικά. Δε θέλουμε να ξεφύγουμε από το δράμα. Φάνηκε από την αρχή εξάλλου. Πρώτα αναζητώντας τις αιτίες της. Αναλύσεις επί αναλύσεων. Ελάχιστες σοβαρές, οι περισσότερες σοβαροφανείς, απλοϊκές, δυσνόητες, ανόητες, κατάφεραν να προκαλέσουν τέτοιο μπέρδεμα που θα το ζήλευε και καλώδιο hands free. Άκρη καμιά. Ο καθένας είδε εκείνο που τον βόλευε. Κανείς δεν ανέλαβε ευθύνες. Υπεύθυνοι ήταν πάντα οι άλλοι. 
Αφήσαμε πίσω μας το στάδιο αυτό. Άλλωστε, δε μας συνέφερε να το σκαλίζουμε και πολύ. Μπορεί να στάθηκε αδύνατος ο εντοπισμός των αιτιών αλλά εμείς αισθανθήκαμε έτοιμοι για την αναζήτηση λύσης. Τώρα πώς κι ενώ αγνοούμε τα αίτια, θα εντοπίσουμε τη λύση, είναι ένα παράδοξο. Παράδοξο για όσους διαθέτουν στοιχειώδη λογική. Άρα όχι για τους Έλληνες. Αφού όλοι αρνούνται τις ευθύνες τους, αρνούνται και να συμβάλλουν πρακτικά στη λύση. Λύσεις προτείνονται αλλά λύσεις που θα δώσουν άλλοι. Πιθανώς βρισκόμαστε σε αναμονή θεϊκής παρέμβασης. Τι σόι περιούσιος είμαστε άλλωστε; 
Απλώς δεν περιμένουμε τίποτα. Είμαστε σε στάση τρένου που έχει καταργηθεί εδώ και αιώνες. Λατρεύουμε την κρίση. Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή χωρίς τραγωδία; Δε θέλουμε να την αποχωριστούμε. Γι αυτό και λειτουργούμε έτσι. Με τα χέρια στις τσέπες αγναντεύουμε μια πόρτα κλειστή. Περιμένουμε ότι κάποια στιγμή -τελείως μαγικά- κάποιος -αγνοούμε ποιος- θα την ανοίξει για να γίνει το γιουρούσι και να βγούμε κλοτσοπατινάδα. Σειρά προτεραιότητας αποκλείεται να τηρήσουμε. Την ίδια στιγμή, βέβαια, λίγο πιο πέρα, μια πόρτα είναι ανοιχτή αλλά ελάχιστα μας ενδιαφέρει. Δεν είναι ότι δεν τη βλέπουμε. Τη βλέπουμε αλλά σφυρίζουμε αδιάφορα λιώνοντας στην ανείπωτη χαρά της τραγωδίας μας. Κι όμως, η πόρτα είναι ανοιχτή. Είναι η πόρτα από την οποία μπήκαμε στην κρίση. Ο τελευταίος την άφησε ανοιχτή. Σιγά και μην την έκλεινε. Τόσοι πέρασαν, τι είναι αυτός; Κορόιδο είναι; Η έξοδος είναι η είσοδος. Όλοι, λίγο πολύ, γνωρίζουμε πώς φτάσαμε στα «Τάρταρα», οπότε, πάρ’ το αλλιώς και ίσιωνε. Δρόμος εναλλακτικός απλώς δεν υφίσταται. 
Μας οδήγησαν στην κρίση πολιτικοί διεφθαρμένοι, αδαείς, άτομα με νοητική υστέρηση. Ας τους ξαποστείλουμε εκεί από όπου ήρθαν, εκεί που ανήκουν. Θα γεμίσουν τα ιδρύματα. Και οι πολιτικοί δε φεύγουν με βρισιές. Είναι ξετσίπωτοι. Με τις επιλογές μας φεύγουν. Φτάσαμε εδώ εξαιτίας του τερατώδους, αναχρονιστικού δημόσιου τομέα. Ε, ας τον περιορίσουμε κι ας τον εκσυγχρονίσουμε, να κάνουμε δουλειά. Χώρια που τόσοι δημιουργικοί, δουλευταράδες, καινοτόμοι υπάλληλοι, απαλλαγμένοι από τα δεσμά του Δημοσίου, θα δώσουν νέα πνοή στον ιδιωτικό τομέα οδηγώντας την παραγωγικότητα στο ζενίθ (αυτό πάντα το μπέρδευα με το ναδίρ). Και η φοροδιαφυγή έβαλε το χεράκι της, οπότε ας τελειώνουμε με αυτήν. Η τεμπελιά, η όρεξή μας για πολλά λεφτά με λίγη δουλειά, η έλλειψη διάθεσης να ρισκάρουμε το παραμικρό, ο συντηρητισμός μας υπήρξαν αιτίες της εξαθλίωσης. Ας αρχίσουμε να δουλεύουμε πιο σκληρά. Και να δημιουργούμε. Και να αναζητούμε το καινούριο, το διαφορετικό, το αποδοτικό... 
Όλα αυτά, όμως, δε γίνονται ούτε με σαχλές κουβέντες σε επίπεδο καφετέριας της γειτονιάς ούτε με βλακώδη σχόλια και τζάμπα μαγκιές στο Διαδίκτυο. Χάσιμο χρόνου είναι αυτά. Σπατάλη ενέργειας. Λύση, με βεβαιότητα, δεν είναι. Λύση είναι άλλα και κυρίως η αναζήτηση μιας άλλης κουλτούρας ζωής. Λύση είναι η αλληλεγγύη και η προσπάθεια που θα έχει αποτέλεσμα για όλους. Το άλλο -τον αγώνα για την πάρτη μας- το δοκιμάσαμε και απέτυχε παταγωδώς. 
Φαίνεται ότι δεν είμαστε έτοιμοι γι αυτό. Οπότε ας περιμένουμε. Ας αγναντεύουμε την κλειστή πόρτα σαχλοκουβεντιάζοντας ανόητα για ψεκασμούς, συνωμοσίες και Μεσσίες. Υμνώντας την τραγωδία μας στα καφέ και στο Διαδίκτυο. «Έχει ο Θεός»! Με αυτό άλλωστε πορευτήκαμε μέχρι τώρα. Με αυτό και με το ένδοξο παρελθόν μας. Και τα δυο διαθέτουν πολύ πόνο. Και μας αρέσει ο πόνος, η πίκρα, η μιζέρια. Ποτέ δε θελήσαμε να ξεφύγουμε από το Μεσαίωνα και το σκοτάδι του. Τώρα θα αλλάξουμε; Τώρα θα απαλλαγούμε από τον Γραικό που έχουμε μέσα μας; Όχι βέβαια. Γιατί αν αλλάξουμε, θα βγούμε κι από την κρίση. Και πού να βρεις άλλη τόσο ηδονική τραγωδία μετά; 

Ο κ. Ζάχος λατρεύει την κωμωδία. 
Ανέκαθεν τον απωθούσαν η τραγωδία και οι τραγωδοί



Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Είναι να απορεί κανείς...

Όπως όλοι γνωρίζουμε... Δεν υπάρχει χειρότερη κι ανιαρότερη λύση για να ξεκινήσει κανείς το… οτιδήποτε. Αν υπήρχε, θα την είχα χρησιμοποιήσει εδώ, γιατί το μόνο που επιθυμώ είναι να αποδομήσω το οτιδήποτε. Τέλος πάντων, επειδή αδυνατώ να εντοπίσω κάτι που όλοι να γνωρίζουμε, θα ξεκινήσω αλλιώς. 
Πρόσφατα. Σκηνή πρώτη. Οι γονείς που βρίσκονται απέναντί μου κάνουν ότι απορούν(;). «Και τι μπορούμε να κάνουμε για τα γλωσσικά προβλήματα του λεβέντη;». Ο «λεβέντης», παρεμπιπτόντως, είναι το καμάρι τους. Με τη σειρά μου απορώ κι εγώ. Απλώς εγώ μπορώ και το κάνω πραγματικά. Δηλαδή, τι μπορούμε(;) να κάνουμε για τα γλωσσικά προβλήματα ενός παιδιού που πλησιάζει πλέον στο τέλος της εφηβείας; Ο «λεβέντης» αδυνατεί να διατυπώσει ακόμη και την πιο απλή πρόταση χωρίς λάθη. Με απλά λόγια, ο «λεβέντης» και καραμπουζουκλής μαζί αδυνατεί να γίνει αντιληπτός ακόμη κι αν το μόνο που επιθυμεί είναι να πληροφορήσει κάποιον για την πρωινή ώρα αφύπνισής του. Δυσκολεύεται να δώσει και παραγγελία για έναν απλό καφέ. Όσο για πιο σύνθετες παραγγελίες..., ας μην το συζητάμε καλύτερα. 
Είναι από τις στιγμές που σκέφτομαι τα κενά του ελληνικού δημοσίου. Αν ζούσαμε σε μια οργανωμένη χώρα, η Πρόνοια θα είχε παρέμβει και ίσως είχε καταφέρει να σώσει το παιδάκι από τους γονείς που το έφτιαξαν και το... κατέστρεψαν. Γιατί όταν ένας γονιός αναρωτιέται «τι μπορούμε να κάνουμε για τα γλωσσικά προβλήματα του λεβέντη;», όταν ο λεβέντης έχει γίνει ήδη μαντράχαλος, τα πράγματα δεν είναι καλά. Μπορεί να υπάρχει έμβιο ον σε αυτόν και σε οποιοδήποτε άλλον πλανήτη που να μην αντιλαμβάνεται ότι η γλώσσα μαθαίνεται από τις πρώτες στιγμές της ζωής μας; Ότι δεν πρόκειται για διαδικασία που ξεκινάει στο τέλος της εφηβείας; Τελικά, υπάρχει και δεν είναι ένα αλλά πολλά. Σίγουρα δεν κινδυνεύει με εξαφάνιση. Όσο για την απάντηση στην ερώτηση των γονιών είναι απλό: «Δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά. Ο λεβέντης είναι καμένο χαρτί. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να έχει γίνει στα δεκαέξι πρώτα χρόνια της ζωής του. Τώρα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι πασαλείμματα που θα τον οδηγήσουν σε μια σχολή και πάπαλα»
Λίγες μέρες μετά. Σκηνή δεύτερη. Αίθουσα. Βρίσκομαι με μαθητές και ρωτάω αν υπάρχει οποιαδήποτε απορία για το θέμα που πρέπει να προσεγγίσουμε. Η παραμικρή απορία για ένα θέμα τεσσάρων γραμμών. Βρίσκομαι απέναντι σε νεκρούς! Αυτοί σίγουρα έχουν λύσει και τη μεγαλύτερη απορία: «Υπάρχει μετά θάνατον ζωή;». Αυτό, βέβαια, δε σήμαινε ότι μπορούσαν και να προχωρήσουν (όχι οι νεκροί) στην ανάλυσή του. Άρα απορίες υπήρχαν, απλώς τα καημένα τα ζωντόβολα τις... αγνοούσαν. Στέκονταν απέναντι στα τετραδιάκια τους και στο θέμα ανήμπορα να σκεφτούν είτε την απάντηση είτε την απορία που τους εμπόδιζε να εντοπίσουν την απάντηση. Μετά από παροτρύνσεις μου ένας μαθητής ήρθε να βάλει την τελεία (.) σε αυτό που ονομάζεται εξέλιξη. Η απορία του ήταν «τι απορία να έχω;»!!! 
Το μόνο που κατάφερα να σκεφτώ ήταν ότι τουλάχιστον βιώνω μια κοσμοϊστορική στιγμή. Τη στιγμή που ο πολιτισμός φτάνει στο τέλος του, εγώ θα αναφωνώ ότι ήμουν παρών στην αρχή του τέλους. Η μόνη απορία που είχαν τα παιδιά ήταν ποια απορία έπρεπε να έχουν. Άλλοτε έπρεπε να δίνουμε στις νέες γενιές απαντήσεις ακόμα και στα πιο ευφάνταστα ερωτήματά τους. Αυτό σπανίζει πια. Στο εξής θα πρέπει να τους δίνουμε πρώτα τις απορίες που πρέπει να διατυπώσουν και, αν καταφέρνουν να το κάνουν σωστά, να τους δίνουμε και την απάντηση. 
Σήμερα. Σκηνή τρίτη. Απέναντι από τον υπολογιστή. Δεν επιθυμώ να αφηγηθώ μια ακόμη ιστορία. Θέλω απλώς να συνδέσω τις προηγούμενες. Η δυστοπία του Όργουελ είναι εδώ. Μπορεί να βρισκόμαστε στο 2014 και όχι στο 1984 αλλά το κακό είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται από τότε. Ο Όργουελ δεν έπεσε έξω. Ο «Μεγάλος Αδελφός» αφάνιζε λέξεις, ώστε οι υπήκοοί του να αδυνατούν να σκεφτούν το παραμικρό και άρα να αντιδρούν στο καθετί. Σήμερα ο «Μεγάλος Αδελφός» βρίσκεται στα περισσότερα σπίτια και λέγεται γονιός. Στα περισσότερα σχολεία και λέγεται δάσκαλος. 
Παιδιά με χαμηλό επίπεδο γλωσσικής καλλιέργειας αδυνατούν να σκεφτούν σωστά. Σκεφτόμαστε με λέξεις. Αδυνατούν να κατανοήσουν «μηνύματα» (όχι τα sms) και να διατυπώσουν απορίες γι αυτά. Και πλέον δεν πρόκειται μόνο για παιδιά. Όλοι εκείνοι που διατυπώνουν ηλίθιες, ρηχές απορίες καθημερινά ανήκουν στην ίδια συνομοταξία. Άνθρωποι που αναρωτιούνται(;) «και ποιον να ψηφίσω δηλαδή;» ενώ αυτοχαρακτηρίζονται ενημερωμένοι, φοιτητές που απορούν(;) «και πού να ψάξω για πληροφορίες;» ενώ πιστεύουν ότι είναι επιστήμονες, μαθητές που αγωνιούν(;) «και ποια είναι η λύση;» ενώ η δουλειά τους είναι να δίνουν απαντήσεις, εργαζόμενοι που αγνοούν «και πώς θα βγούμε από την κρίση;» αλλά γνώριζαν πώς να οδηγηθούμε σ’ αυτήν, υποψήφιοι που αδυνατούν να βγάλουν άκρη «και ποια σχολή να δηλώσω;» τη στιγμή που θεωρούν ότι διαθέτουν αυτογνωσία και γνώση της πραγματικότητας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, που αναζητούν τον «Μεσσία» που θα τους απαλλάξει από την οδύνη της αναζήτησης, που θα τους δώσει έτοιμες και εύκολες απαντήσεις για τα πιο απλά ως τα πιο σύνθετα ζητήματα, είναι φορείς του προβλήματος. 
Όλο και λιγότεροι βιώνουν τη χαρά της απορίας, τη διαδικασία του προβληματισμού, την ανάγκη της αναζήτησης, την ένταση της σύνθεσης, την ηδονή του εντοπισμού της λύσης. Σε μια εποχή ευκολίας όλα αυτά εκλείπουν, γίνονται γνωρίσματα των λίγων. Μια νέα κάστα ανθρώπων ετοιμάζεται να εξουσιάσει, ήδη το κάνει, τους πολλούς. Η ποιότητα της σκέψης γίνεται το νέο κριτήριο ανάδειξης των ισχυρών. Η ικανότητα της απορίας μετατρέπεται σε όπλο εξουσίας. Γονείς (που θα πάνε στην κόλαση) και εκπαιδευτικοί (που θα τους κάνουν παρέα) προετοίμασαν μια μάζα δούλων. Άλλωστε και οι ίδιοι ανήκουν σε αυτήν. Οπαδοί της ευκολίας, λάτρεις του λαϊκισμού, θύματα της παθητικότητας και της άγνοιας. 
Και όλοι αυτοί ισχυρίζονται ότι έχουν ανάγκες και επιθυμούν να τις καλύψουν. Θα έλεγα τι έχουν! Η ανάγκη αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό του πολιτισμού. Και το έκανε γιατί μετατρεπόταν σε απορία. Σήμερα η δυνατότητα για απορία αφανίζεται. Μα πού πάει ο κόσμος; Είναι να απορεί κανείς. 

Ο κ. Ζάχος διευκρινίζει ότι τα παραπάνω αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας. 
Άλλωστε, όπως όλοι γνωρίζουμε, ο εν λόγω κύριος δε στοχοποιεί μαθητές. Ποτέ. Ε;