Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Αναπαράγοντας Ανεύθυνους

Στο προηγούμενο σημείωμα αναφέρθηκα στο πώς, ως ελληνική κοινωνία, εκπαιδεύουμε ανθρώπους ανεύθυνους, με αφορμή την πρόσφατη πολύνεκρη τραγωδία και την προσπάθεια όλων των εμπλεκόμενων μερών να αποφύγουν την ουσιαστική ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης. Αναφέρομαι σε «ουσιαστική ανάληψη» κι όχι στους δακρύβρεχτους θεατρινισμούς που ζήσαμε. Γιατί, όταν αποδέχομαι ότι έχω, έστω και ελάχιστη, ευθύνη για τους ενενήντα τρεις (μέχρι στιγμής) νεκρούς και την απερίγραπτη καταστροφή, τα μαζεύω και πάω σπίτι μου, ώστε κάποιος πιο άξιος να με αντικαταστήσει. 
Λίγες ώρες μετά ένα περιστατικό που βίωσα με έπεισε ότι ως κοινωνία όχι απλώς εκπαιδεύουμε ανεύθυνους αλλά και πως με κάθε τρόπο τους διδάσκουμε ότι η ανευθυνότητα αποτελεί μια καθ’ όλα αποδεκτή συμπεριφορά σε κάθε επίπεδο και ανεξάρτητα από τον βαθμό επικινδυνότητάς της. 
Περίοδος εγγραφών. Οπότε, Λάρισα downtown. Πρωινή συνάντηση και καφές στο φροντιστήριο. Όλα τα μέλη εκεί. 
Όλα; 
Όχι. Ένα από τα μέλη δεν έχει εμφανιστεί ακόμη. Και δε μας έχει συνηθίσει σε τέτοια. 
Κάποια στιγμή η συνάδελφος κάνει την εμφάνισή της φανερά αναστατωμένη. 
-Ξέρετε τι μου έτυχε χθες βράδυ; 
Πού να ξέρουμε οι καψεροί; Γιατί, όλοι εμείς στην «άποψη» ένα κληρονομικό χάρισμα το διαθέτουμε, χωρίς, όμως, αυτό να μας δίνει την άνεση να γνωρίζουμε τα πάντα. Αν τα γνωρίζαμε, θα παίζαμε τζόκερ, θα κερδίζαμε τα οχτώ εκατομμυριάκια και μην τους είδατε, μην τους απαντήσατε. 
Κι αφού, όπως έγινε φανερό, δεν ξέραμε, η συνάδελφος καθηγήτρια άρχισε να μας αφηγείται το γεγονός που... έγινε. Αφήγηση που συνοδευόταν από έντονες κινήσεις, δραματική έκφραση συναισθημάτων, παιχνίδια με τον τόνο της φωνής αλλά και ενδιάμεσα σχόλια κοινωνικού περιεχομένου. Έτσι είναι αυτή (η συνάδελφος). Το να σου μεταφέρει ένα γεγονός χωρίς σχόλια, χωρίς παρεκβάσεις της είναι αδύνατο και κυρίως αδιανόητο. Άρχισε, λοιπόν: Φεύγοντας από δω το βράδυ μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το σπίτι. Στον δρόμο πιάνω το κινητό για να συνεννοηθώ με τα παιδιά μου. Φτάνοντας έξω από το Δημοτικό Ωδείο βλέπω μπλόκο της τροχαίας κι έναν αστυνομικό να μου κάνει νόημα να σταματήσω. Πετάω το κινητό στη θέση του συνοδηγού αλλά ήταν πλέον αργά. (Εννοείται ότι μεταφέρω απλώς τα γεγονότα αποφεύγοντας τα ενδιάμεσα σχόλια). 

Ωραία. Ο καθένας θα μπορούσε να φανταστεί τα επακόλουθα. Πρόστιμο, αφαίρεση διπλώματος και πινακίδων για έναν ή δυο μήνες κι όλα καλά και σε άλλα με υγεία. Η συνάδελφος, η οποία δεν υπήρξε νομοταγής, παρότι μορφωμένη και με γνώση του νόμου, πιθανώς θα το σκεφτόταν πολύ καλά πριν ξαναπιάσει το κινητό κατά τη διάρκεια οδήγησης και μάλιστα χωρίς τη χρήση Bluetooth. Η ποινή θα διαδραμάτιζε τον ρόλο της, ο οποίος δεν είναι τιμωρητικός αλλά παιδαγωγικός. 
Έτσι είναι ο νόμος και γι αυτό υφίσταται σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αποτελεί ένα ακόμη μέσο διαπαιδαγώγησης των πολιτών, στους οποίους οικογένεια και σχολείο δεν κατάφεραν να μεταδώσουν κοινωνική συνείδηση. 
Καλά και άγια όλα αυτά αλλά θα ίσχυαν σε οποιαδήποτε αναπτυγμένη και σοβαρή χώρα αλλά όχι στην Ελλάδα, γιατί ελάχιστοι μπορούν να ισχυριστούν ότι ζούμε σε μια κανονική χώρα. Η συνέχεια του επεισοδίου υπήρξε λίιιγο πιο διαφορετική, άκρως γραφική και συνάμα απόλυτα γελοία. 
Το όργανο (αστυνομικός) πράγματι αφαίρεσε από τη συνάδελφο το δίπλωμα και την άδεια κυκλοφορίας. Πρόστιμο, όπως την ενημέρωσε, δεν υφίσταται για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Ό,τι συνέβη μέχρι εδώ μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι είμαστε μια οργανωμένη χώρα, αλλά... Αλλά από το σημείο αυτό και έπειτα αρχίζει ένα θέατρο του παραλόγου που φωνάζει από μακριά: Εδώ είναι Ελλάδα! Εδώ είναι Βαλκάνια και ζούμε πρωτόγονες καταστάσεις. 
Το «όργανο», αφού έκανε τα τυπικά και αναμενόμενα, άρχισε να συμβουλεύει τη συνάδελφο. Της είπε ότι «δεν τρέχει τίποτε» και «να μη στενοχωριέται», γιατί την επόμενη μέρα θα μπορούσε να πάει στα γραφεία της τροχαίας, να κλαφτεί λίγο, να πει ότι το χρειάζεται το δίπλωμα και την άδεια κυκλοφορίας και να τα πάρει πίσω και ούτε γάτα ούτε ζημιά!!! Δηλαδή, ο τύπος που πληρώνεται από το κράτος και άρα από τους φορολογούμενους για να ελέγχει την τήρηση του νόμου, παρέχει συμβουλές σε κάποιον που τον παραβίασε χωρίς καμιά αμφιβολία, ώστε να αποφύγει τις κυρώσεις. 
Όπως καταλαβαίνετε η περιέργεια όλων μας για το τι συνέβη τελικά είχε χτυπήσει κόκκινο και μάλιστα της φωτιάς σαν τα νύχια μιας άλλης συναδέλφου. Η συνάδελφος / παραβάτης συνέχισε αφηγούμενη πλέον την πρωινή επίσκεψή της στην τροχαία. Εκεί την έστειλαν στον αξιωματικό υπηρεσίας, στον οποίο εξήγησε ότι τα έγγραφα που της αφαιρέθηκαν της είναι απαραίτητα. Φαντάζομαι το σκηνικό και φαντάζομαι ότι θα έπαιξε πολύ δράμα του στιλ «είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για μένα να κυκλοφορώ με αυτοκίνητο, γιατί τα βράδια δουλεύω στην Uber για ένα έξτρα εισοδηματάκι, γιατί ξέρετε κύριε αξιωματικέ υπηρεσίας μου ότι οι καιροί είναι δύσκολοι και πώς θα ζήσω τα παιδάκια μου...». 
Και εντάξει, μπορεί το σκηνικό να μην εμπεριείχε όλο αυτό το δράμα αλλά η συνέχεια αποτελεί την επιτομή της φαιδρότητας. Ο αξιωματικός της είπε ότι δεν μπορούσε έτσι απλά να της επιστρέψει τα έγγραφα αλλά ότι υπήρχε λύση. Και η λύση ήταν να πάρει ένα χαρτί από γιατρό (μάλιστα από γ ι α τ ρ ό) που να λέει ότι υπήρξε άμεση ιατρική ανάγκη και για αυτό μιλούσε στο κινητό. 
Η γελοιότητα σε όλο το μεγαλείο της, χτυπάει ταβάνι. Όλοι κοροϊδεύουν όλους. Όλοι γνωρίζουν ότι υπήρξε παράβαση, η οποία ευτυχώς δεν απέβη μοιραία (ναι, αλλά πόσες και πόσες παρόμοιες παραβάσεις οδηγούνται σε δράματα καθημερινά!), όλοι γνωρίζουν ότι η επιβολή του νόμου θα μπορούσε να συνετίσει τον παραβάτη, ότι είναι βλακώδες τα όργανα του νόμου να καθοδηγούν τον παραβάτη σε λύσεις που παρακάμπτουν τον νόμο αλλά παράλληλα, όλοι επιθυμούν μέσα στο όργιο βλακώδους ανοησίας και ανευθυνότητας να υφίσταται κάτι το ηθικό (στη συγκεκριμένη περίπτωση χαρτί από γιατρό!!!). 
Τελικά, η συνάδελφος βρήκε γιατρό που υπέγραψε το συγκεκριμένο χαρτί χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, οπότε θα συνεχίσει να οδηγεί και μάλλον -τώρα που γνωρίζει τα κόλπα- με το κινητό στο χέρι. Η ευκαιρία να διδαχτεί η ίδια και ίσως ο περίγυρός της δείχνοντας μεγαλύτερο σεβασμό και υπακοή στους νόμους χάθηκε. 
Παρόμοιες καταστάσεις βιώνουμε διαρκώς. Η παραβατικότητα αποτελεί πια μια οικεία καθημερινότητα που δεν εκπλήσσει κανέναν εμποδίζοντας κάθε πιθανότητα προόδου. Εννοείται ότι βρισκόμαστε μακριά από το να αποτελέσουμε οργανωμένο κράτος. Η αντικοινωνική συμπεριφορά (αυτό σημαίνει παραβιάζω τον νόμο) θα συνεχίσει να χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα και η ελπίδα για κάτι καλύτερο θα συνεχίσει να αποτελεί ζητούμενο. 
Ο νόμος μπορεί να διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο σε μια κοινωνία. Μπορεί να διαπαιδαγωγεί, μπορεί να διαφυλάσσει την ηρεμία, την ενότητα, την αίσθηση δικαιοσύνης. Μπορεί όμως, να το κάνει αυτό σε περιπτώσεις όπου η παραβατική συμπεριφορά -ανευθυνότητα- είναι η εξαίρεση. Όταν είναι ο κανόνας, τότε ο νόμος υπάρχει απλώς για... ομορφιά, ανίκανος να συμβάλει στην τόνωση της υπευθυνότητας. 
Οπότε, κι όσο οι... υπεύθυνοι για την τήρηση των κανόνων κάνουν τα στραβά μάτια και μάς δείχνουν τρόπους αποφυγής των συνεπειών της ανευθυνότητάς μας, θα συνεχίσουμε να ανεχόμαστε την ανέγερση αυθαιρέτων, την επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά, την οικολογική καταστροφή, τον εκφοβισμό, την αναξιοκρατία, τις «παρεμβάσεις» συλλογικοτήτων, την καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας... ως φυσιολογικές συμπεριφορές.


Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Εκπαιδεύοντας Ανεύθυνους

Αν κάτι έχει αφήσει η πρόσφατη, πολύνεκρη και καταστροφική τραγωδία στη χώρα μας είναι πόνος, πικρία και, με βεβαιότητα, αρκετούς προβληματισμούς. Ο πόνος θα συνοδεύει για αρκετό διάστημα εκείνους που έχασαν οικείους, περιουσίες και σημεία αναφοράς. Η πικρία εκείνους που παρακολούθησαν την εξέλιξη ενός δράματος απέναντι στο οποίο, για πολλοστή φορά, ο κρατικός μηχανισμός στάθηκε ανίκανος να αμυνθεί. Οι προβληματισμοί όσους δε μένουν απλώς στα γεγονότα αλλά προσπαθούν να εξαγάγουν συμπεράσματα και να εντοπίσουν απαντήσεις.
                Εκείνο που παρατηρήθηκε, όμως, είναι η έλλειψη απαντήσεων. Στην ελληνική επικράτεια αποτελεί σύνηθες φαινόμενο. Όλοι οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι, ανεξάρτητα από τη θέση που βρίσκονται αλλά και το τι εκπροσωπούν, προσπαθούν αγωνιωδώς να διώξουν την ευθύνη από πάνω τους. Η ανάληψη -με ουσιαστικό και όχι θεατρικό τρόπο- οποιασδήποτε ευθύνης στη χώρα μας δείχνει να ισοδυναμεί με τη χειρότερη αμαρτία που οδηγεί στην κόλαση. Η συγκεκριμένη απαράδεκτη δειλία απέναντι στην ευθύνη είναι συνθήκη ικανή, ώστε να εξηγήσει την κατάσταση -οικονομική, πολιτική και κοινωνική- στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα.
                Η συγκεκριμένη ανευθυνότητα δεν είναι τυχαία και δεν έχει να κάνει με θεϊκές παρεμβάσεις και επιδιώξεις σκοτεινών δυνάμεων, οι οποίες φθονούν και ζηλεύουν τον περιούσιο λαό μας. Πρόκειται για στάση ζωής, την οποία προετοιμάζουν από πολύ πολύ νωρίς γονείς, σχολείο και φυσικά η εκάστοτε εξουσία. Δυστυχώς, η δομή της προσωπικότητάς, η κουλτούρα μας και άρα οι επιλογές ζωής μας καθορίζονται, σε μεγάλο βαθμό, από ένα σύνολο παραγόντων που νοσούν.
                Τα πάντα ξεκινούν από εκείνη την κατηγορία γονιών που θα ήθελαν -και συχνά το πιστεύουν- το παιδί τους να συνδυάζει κάτι από Αϊνστάιν (σε πνεύμα), Αντζελίνα Τζολί ή Μπραντ Πιτ (σε εμφάνιση) και Τζεφ Μπέζος (σε επιχειρηματικότητα). Οι συγκεκριμένοι γονείς, μακριά από κάθε ρεαλιστική προσέγγιση, αρνούνται να δουν την πραγματικότητα, γεγονός που τους οδηγεί σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να δικαιολογήσουν κάθε αδυναμία και, κυρίως αυτό, κάθε αποτυχία των παιδιών τους. Για ό,τι ατυχές συμβαίνει στη ζωή των... βλασταριών τους θα φταίει το σύστημα, οι εκπαιδευτικοί που δεν αναγνωρίζουν την -πολύ καλά κρυμμένη- αξία του μονάκριβού τους, το κακό το μάτι, η κοινωνία η ένοχη. Ακόμη κι όταν τα... γλυκά τους, στο τέλος του Λυκείου, δείχνουν ανημπόρια να συμπληρώσουν ένα απλό μηχανογραφικό επιλέγοντας τη σχολή στην οποία επιθυμούν να εισαχθούν, η συγκεκριμένη κατηγορία γονιών -είναι η πλειονότητα- έχουν έτοιμη τη δικαιολογία: «και πού να ξέρουν τα καημένα για τις σχολές;». Παράλληλα, και για να αποφευχθούν τα χειρότερα στήνουν ένα ωραίο υπερπροστατευτικό σκηνικό γύρω από τα… γλυκούλια τους, ώστε να ελέγχουν τα πάντα. Πόσες πιθανότητες έχει ένα παιδί που μεγαλώνει με αυτόν τον τρόπο να αναλάβει ποτέ ευθύνη για το οτιδήποτε κάποια στιγμή στη ζωή του; Είναι τουλάχιστον βλακώδες να θεωρεί κανείς ότι με την πάροδο των χρόνων ένα τέτοιο άτομο θα γίνει υπεύθυνο. Και πώς να γίνει άλλωστε; Με επιφοίτηση;
                Στο καταστροφικό έργο των γονιών έρχεται να προστεθεί και ένα νοσηρό, σε μεγάλο βαθμό, εκπαιδευτικό σύστημα που ισοπεδώνει τα πάντα. Μεγάλοι βαθμοί χωρίς το παραμικρό αντίκρισμα, απλοϊκά θέματα σε εξετάσεις που δεν αναδεικνύουν και δε διαχωρίζουν τους πραγματικά ικανούς, συνεχής μείωση της ύλης σε επίπεδα ντροπιαστικά. Η αποτυχία θεωρείται κάτι τραγικό, η πίεση στον μαθητή, ώστε να αναλάβει τις ευθύνες του, να οργανώσει την προσπάθειά του, να κοπιάσει για να κατακτήσει υψηλούς στόχους θεωρούνται καταστάσεις βάρβαρες και ανοίκειες για το ελληνικό πρότυπο διαπαιδαγώγησης. Το παιδί κάπως έτσι φτάνει στο τέλος της εφηβείας χωρίς να έχει μάθει τι σημαίνει ευθύνη ακόμη και απέναντι σε απλά ζητήματα της καθημερινότητας και χωρίς προοπτική να κατανοήσει τη σημασία της υπευθυνότητας ως στάσης ζωής.
                Και σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί ένα κράτος ανεύθυνο, ανοργάνωτο, λαϊκιστικό, στελεχωμένο, ως επί το πλείστον, από μετριότητες. Το κακό ολοκληρώνεται από μια ηγεσία που γνωρίζει έναν και μόνο τρόπο για να διεκδικεί την ψήφο των πολιτών(;). Και ο τρόπος που γνωρίζει δεν είναι η παραγωγικότητα της εξουσίας, δεν είναι η επίλυση προβλημάτων, δεν είναι η ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών ζωής, ούτε η εξυπηρέτηση των ανθρώπων και η παροχή αίσθησης ασφάλειας σε αυτούς. Όχι, δεν είναι τίποτε από αυτά. Είναι το ρουσφέτι, είναι η αιτιολόγηση παράνομων πράξεων, είναι η εύνοια των μέτριων με αντάλλαγμα ψήφους. Και όταν, βέβαια, η ηγεσία δεν αναλαμβάνει τις δικές της ευθύνες, λειτουργεί κι ως πρότυπο για τους υπολοίπους.
                Αν κάποιος αναρωτιέται για το ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για την πρόσφατη τραγωδία, έχει την απάντηση. Η κοινωνία μας φταίει που ανέχεται τα αυθαίρετα, που αντιμετωπίζει τον κρατικό μηχανισμό ως χώρο για να βολεύονται οι κομματικές στρατιές των μετρίων, που επιλέγει πολιτικούς με κριτήριο το προσωπικό όφελος, που δείχνει ανοχή στην καθημερινή παραβατικότητα, που κατεβαίνει στους δρόμους για να φωνάξει ότι η Μακεδονία είναι ελληνική ή είναι Ελλάδα ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων, αλλά παρακολουθεί από τον καναπέ την καταστροφική μανία της φωτιάς και την προσπάθεια των υπευθύνων(;) να αποδείξουν ότι δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη. 
Η κοινωνία μας φταίει, επειδή φοβάται να διδάξει υπευθυνότητα.

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Πανελλαδικές, προσδοκίες και ψευδαισθήσεις (προετοιμάζοντας τους οπαδούς της αθλιότητας)

Η αδυναμία αρκετών γονιών να συμβιβαστούν με τις χαμηλές επιδόσεις των παιδιών τους στις πανελλαδικές, όπως ισχυρίστηκα στο προηγούμενο σημείωμα, θα μπορούσε απλώς να θεωρηθεί μια γραφική και ανόητη αντίδρασή τους ανάμεσα στις τόσες άλλες. Και από τους περισσότερους έτσι αντιμετωπίζεται. Η έκφραση «οι βαθμοί αυτοί δεν ανταποκρίνονται στο παιδί μου» προκαλεί μειδιάματα και δεν αφήνει περιθώρια σοβαρής προσέγγισης. 
Θα ήταν ακριβώς έτσι, αν η συγκεκριμένη στάση ολοκληρωνόταν με την επίρριψη ευθυνών στους καθηγητές του μαθητή (ο συγκεκριμένος μαθητής δε φταίει ποτέ και για τίποτε) ή με το πακετάρισμα του παιδιού και την αποστολή του σε φοιτητικούς παραδείσους για εκπληκτικού κύρους σπουδές (γιατί φταίει το σύστημα). Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, ίσως και Αζερμπαϊτζάν και, τώρα τελευταία, Κύπρος τρίβουν τα χέρια τους για τα έσοδα από Έλληνες φοιτητές-τουρίστες. Στους συγκεκριμένους προορισμούς το παιδί θα ενταχθεί σε σχολές, τις οποίες, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ούτε με το κιάλι θα μπορούσε να δει μέσω πανελλαδικών. Από αυτές κάποια στιγμή, θα αποφοιτήσει και τότε... κλάψε με μάνα κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι. 
Αλλά, δυστυχώς, το πράγμα δε σταματάει εδώ. Γίνεται ο προθάλαμος διαμόρφωσης άθλιων πολιτών και της κρίσης της δημοκρατίας. Εκτρέφει οπαδούς της απόλυτης αθλιότητας. Οι πανελλαδικές αποτελούν για την πλειονότητα των εφήβων ουσιαστικά την πρώτη δύσκολη δοκιμασία. Μέχρι τότε η κατάσταση βολεύεται με την παροχή υψηλών βαθμών από το σχολείο, με χτυπήματα στην πλάτη και χάιδεμα αφτιών. Η πρώτη ουσιαστική και αντικειμενική αξιολόγηση έρχεται με τις πανελλαδικές. Σε αυτές ο μαθητής καλείται να δείξει και κυρίως, ο ίδιος να κατανοήσει τι πράγματι αξίζει. Οι περισσότεροι βρίσκονται τελικά μακριά από τους στόχους τους και από την πλασματική εικόνα που είχαν διαμορφώσει για τον εαυτό τους με την αμέριστη συμπαράσταση ανόητων γονιών και βολεμένων εκπαιδευτικών. 
Ναι αλλά η πλειονότητα των γονιών στη χώρα μας αρνείται να δεχτεί ότι τα μόρια που συγκέντρωσε το παιδί τους είναι τα μόρια για τα οποία άξιζε. Η στάση τους οδηγεί τα παιδιά τους σε τελείως λαθεμένα συμπεράσματα. Είναι πολύ εύκολο το παιδί να διαμορφώσει υψηλή αυτοϊδέα, η οποία, όμως, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις αντικειμενικές δυνατότητές του. Η καταστροφή έχει ήδη συντελεστεί. Το νεοελληνικό σύνδρομο του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» έχει περάσει στην επόμενη γενιά. Άνθρωποι που θέλουν πολλά χωρίς και να προσπαθούν γι αυτά θα στελεχώσουν τις στρατιές των άθλιων πολιτών της ελληνικής δημοκρατίας. 
Αφού η κοπιαστική προσπάθεια βρίσκεται έξω από τα σχέδια αυτών των ατόμων, η επίτευξη των στόχων θα αναζητήσει άλλες ατραπούς. Τον πατερούλη και τη μανούλα θα αντικαταστήσουν με εξαιρετική άνεση οι λαϊκιστές που θα συνεχίσουν να παραμυθιάζουν τον σημερινό έφηβο λέγοντάς του ότι αξίζει περισσότερα από όσα διαθέτει αλλά και με υποσχέσεις για απλοϊκές λύσεις στα προβλήματα και τις επιδιώξεις του. Τη θέση των «καταραμένων πανελλαδικών» που του έδειξαν τι πράγματι αξίζει, σταδιακά θα καταλάβουν οι πολιτικοί που τον φέρνουν σε επαφή με τη δύσκολη και απαιτητική πραγματικότητα, οι εργοδότες που περιμένουν από αυτόν πολλά, οι πελάτες που επιθυμούν υψηλού επιπέδου εξυπηρέτηση, οι άνθρωποι που δεν τον κανακεύουν. 
Τα παιδιά που μεγαλώνουν με την αρρωστημένη αντίληψη του «τα μόρια αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αξία του παιδιού μου» αύριο θα στηρίξουν τους ψευτοτσαμπουκάδες λαϊκιστές που θα σκίζουν τα μνημόνια, που θα ωρύονται ότι η αδράνειά μας οφείλεται στο ότι κάποιες (ποιες άραγε;) δυνάμεις μάς ψεκάζουν, θα διεκδικούν αναξιοκρατικά θέσεις περιορισμένης ευθύνης αλλά καλά αμειβόμενες στον δημόσιο τομέα, θα «παρεμβαίνουν» με μολότοφ και καταστροφές δημόσιας περιουσίας, αφού κάποιος από πολύ νωρίς τους έπεισε ότι αξίζουν περισσότερα από όσα έχουν ή θα αδιαφορούν για τα κοινά, επειδή κάποιος «από μηχανής θεός» θα λύνει τα προβλήματα χωρίς τη δική τους δράση. 
Εννοείται ότι οι συγκεκριμένες προσωπικότητες είναι αδύνατον να στηρίξουν την ανάπτυξη, να συμβάλουν στην επίλυση προβλημάτων, στην εξυγίανση της πολιτικής ζωής, στη συνοχή της κοινωνίας και την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας. Φαίνεται τελικά ότι η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία και άρα την ισότητα και τη δικαιοσύνη έχει γίνει αλλεργική στις συγκεκριμένες αρχές. Οπότε, και άσχετα με ό,τι ορισμένοι ισχυρίζονται, η ελπίδα με μεγάλη βεβαιότητα δεν έρχεται ούτε πρόκειται σύντομα να το κάνει. Γιατί μπορεί ο λαός μας να είναι αλλεργικός στις δημοκρατικές αρχές αλλά και η ελπίδα είναι αλλεργική στην αθλιότητα. Και την αποφεύγει παθιασμένα.


Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Πανελλαδικές, προσδοκίες και ψευδαισθήσεις


Η περίοδος συμπλήρωσης των μηχανογραφικών είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική. Αποκαλυπτική για τους υποψηφίους αλλά κυρίως για τους γονείς τους. Αυτό ελάχιστοι από τους εμπλεκομένους το γνωρίζουν. Ακόμη και τώρα που με τόση καθαρότητα το αποκαλύπτω, ελάχιστοι θα το αξιοποιήσουν και θα προφυλαχτούν από τις προεκτάσεις του.
Απέναντί μου έχω τη μάνα υποψηφίου (αδιάφορο το φύλο), η οποία μου ζήτησε βοήθεια για τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού. Η συζήτηση αρχίζει με την προσπάθειά μου να μάθω πώς τα πήγε στις εξετάσεις του το παιδί, το οποίο συγκέντρωσε αρκετά μόρια αλλά όχι τόσο αρκετά, ώστε να κατακτήσει την εισαγωγή στην περιπόθητη σχολή (μία είναι η περιπόθητη σχολή και δε θέλω ανοησίες). Η συνέχεια είχε πλάκα. Η μάνα -όλη αυτή την ώρα έδειχνε ανήσυχη σαν να είχε σκουλήκια σε κάποιο σημείο του σώματός της, το οποίο δεν μου επιτρέπει η ανατροφή μου να αποκαλύψω- δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο. Ο διάλογος που ακολούθησε πρόσφερε μια κωμική εσάνς στη σκηνή:

Μάνα: Τα μόρια αυτά δεν είναι του... παιδιού μου (η διακριτικότητά μου είναι παροιμιώδης).
Εγώ (δείχνοντας έκπληκτος και δίνοντας την αίσθηση ότι δεν καταλαβαίνω): Τι εννοείτε; Τίνος είναι αυτά τα μόρια; Από άλλον υποψήφιο τα πήρατε; Μήπως έγινε λάθος από το υπουργείο;
Μάνα: Εεε, δεεεν το εννοούσα έτσι...
Εγώ (συνεχίζοντας να το παίζω έκπληκτος): Μα παιχνίδια θα κάνουμε τώρα; Ποιανού είναι τα μόρια τελικά;
Μάνα (ξέπνοα): Του παιδιού μου είναι. Εννοούσα ότι δεν ανταποκρίνονται στις δυνατότητές του. Δεν ταιριάζουν στο προφίλ του. Το παιδί αυτό είναι για μεγάλα πράγματα!
Εγώ (εκφράζοντας ανακούφιση): Ααα, πείτε μου έτσι... Τέλος πάντων, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αυτά τα μόρια έχει συγκεντρώσει το παιδί, με αυτά θα κάνουμε δουλειά. Αν εσείς ή το παιδί πιστεύετε ότι αδικήθηκε, τότε ας κάνει μια δεύτερη προσπάθεια την επόμενη χρονιά.
Μάνα (με ύφος λατρείας προς εμένα): Αυτό λέω κι εγώ αλλά δεν ακούει. Αγύριστο κεφάλι, σαν την πεθερά μου. Να ξαναδώσει και θα περάσει στην περιπόθητη σχολή!
Παιδί (αναστενάζοντας και δείχνοντας παραίτηση): Άντε πάλι τα ίδια...

Εννοείται ότι το παιδί κατά τη διάρκεια της συζήτησης τρελών που έστησα με τη μάνα του γελούσε ακατάπαυστα, κατανοώντας όσα η μάνα αδυνατούσε να αντιληφθεί και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου.
Γι αυτό λέω ότι η συμπλήρωση του μηχανογραφικού είναι αποκαλυπτική. Αρκετοί γονείς (αποφυγή απόλυτης αναφοράς) έχουν διαμορφώσει μια εξιδανικευμένη εικόνα για τα παιδιά τους. Εικόνα που τελικά αποδεικνύεται ψευδαίσθηση. Αυτό οφείλεται στο ότι νιώθουν υπεύθυνοι για την προσωπικότητα, τις επιδόσεις και τις επιλογές των παιδιών τους. Και είναι. Αυτοί τα μεγάλωσαν, αυτοί υπήρξαν -έστω άθλια- πρότυπα στις πρώτες φάσεις της ζωής τους, αυτοί τα γαλούχησαν, αυτοί... Κι αν το παιδί τα πάει καλά στις πανελλαδικές, όλα ωραία και καλά. Έλα, όμως, που τα περισσότερα δεν ανταποκρίνονται στις μεγάλες προσδοκίες των γονιών. Τότε αρχίζει το δράμα με πιο συχνή έκφραση την αντίδραση της μάνας που με τόση ζωντάνια περιέγραψα παραπάνω. Οι γονείς περιέρχονται σε κατάσταση σοκ αδυνατώντας να δεχτούν μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Η κατάστασή τους είναι τόσο δραματική και δύσκολα διαχειρίσιμη, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτουν την πραγματική εικόνα του χαρακτήρα τους.
Η λογική του «τα μόρια αυτά δεν ανταποκρίνονται στο παιδί μου» απλώς δεν έχει την παραμικρή λογική. Από τη μια, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το «ανταποκρίνονται». Ανταποκρίνονται στο τι; Μήπως στο ύψος του παιδιού; Μήπως στα ωραία πράσινα, γαλάζια, καστανά αμυγδαλωτά μάτια του; Μήπως στα κιλά του ή μήπως στην ομορφάδα του; Μάλλον όχι, ε; Πολύ δύσκολο να βρεθεί στατιστική που να επιβεβαιώνει ότι τα μόρια που θα συγκεντρώσει κανείς στις πανελλαδικές σχετίζονται με την εμφάνισή του. Έχω δει τόσα όμορφα παιδιά όσα και κακομούτσουνα να πετυχαίνουν ή το αντίθετο.
Οπότε, σε ποια στοιχεία του παιδιού ανταποκρίνονται ή (συνήθως) δεν ανταποκρίνονται τα μόριά του στις εξετάσεις; Μια σκέψη θα ήταν σε σχέση με τον χρόνο που αφιέρωσε στη μελέτη. Αλλά η σκέψη αυτή θα ήταν εξαιρετικά απλοϊκή. Παιδιά που αφιερώνουν τον ίδιο χρόνο στο διάβασμα, έχουν πολύ διαφορετικές επιδόσεις. Κι αυτό έχει να κάνει με την ποιότητα της προσπάθειας. Κι αυτή με τη σειρά της έχει να κάνει με την προσπάθεια και τα ερεθίσματα που έχουν προηγηθεί των πανελλαδικών. Έχει να κάνει με την ικανότητα του παιδιού να διαχειρίζεται την πίεση, τα συναισθήματά του αλλά και τις αντιξοότητες που εμφανίζονται. Έχει να κάνει με την ευφυΐα που απέκτησε το παιδί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Έχει να κάνει με πολλά.
Είχα μαθητές που πέτυχαν τον στόχο τους ενώ έχασαν πολύ οικεία πρόσωπά τους έναν ή δύο μήνες πριν τις εξετάσεις τους (δεν τους ξεχνάω ποτέ). Ναι αλλά και μαθητές που σε ανάλογες περιπτώσεις δεν τα κατάφεραν. Είχα μαθητές που πέτυχαν με πολύωρο διάβασμα αλλά και μαθητές που τα κατάφεραν με λίγες ώρες ενασχόλησης και με εκδρομές στο Πήλιο λίγο πριν τις εξετάσεις.
Οπότε καλά θα κάνουν τόσο τα ίδια τα παιδιά αλλά κυρίως οι γονείς τους να αποδεχτούν μια πραγματικότητα. Τα μόρια των πανελλαδικών πάντα μα πάντα ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (ευφυΐα, προσπάθεια, συγκέντρωση, συναισθηματική νοημοσύνη, δομή...) των παιδιών τους, γιατί από αυτά εξαρτώνται οι επιδόσεις τους.
Οι περισσότεροι γονείς μπορεί να έχουν μεγάλες προσδοκίες από τα βλαστάρια τους. Μπορώ να καταλάβω και τον πόνο που κάποτε προκαλεί η διάψευση. Όμως, οι μεγάλες προσδοκίες των γονιών αποδεικνύεται ότι δεν αρκούν για την επιτυχία. Το βασικό είναι να έχουν μεγάλες προσδοκίες τα ίδια τα παιδιά από τον εαυτό τους. Κι αυτό εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη στάση των γονιών. Και οι γονείς το γνωρίζουν και είναι η συγκεκριμένη γνώση που τους οδηγεί σε γραφικές αντιδράσεις. Οι ψευδαισθήσεις δεν είναι καλός οδηγός.




Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Περιμένοντας τους βαθμούς ΙΙ (γιατί η παρακολούθηση αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι αδύνατη)


Για να παρακολουθεί κανείς ποδοσφαιρικούς αγώνες στην ελληνική τηλεόραση πρέπει να είναι είτε ανόητος είτε τυφλός. Ίσως υφίσταται και κάποιος τρίτος λόγος, τον οποίο, όμως, προσωπικά αγνοώ. Αδυνατώ να εκφέρω, ακόμη κι επιφανειακή, άποψη για την ποιότητα των αγώνων και του θεάματος που προσφέρουν. Όμως, η περιγραφή των παιχνιδιών καθιστά την παρακολούθησή τους, ακόμη και για ελάχιστα λεπτά, εφιαλτική. Οι απεσταλμένοι της ελληνικής τηλεόρασης απλώς δεν το έχουν. Η περιγραφή τους απευθύνεται αποκλειστικά σε ανόητους ή σε τυφλούς.
Και δε χρειάζεται να αναφερθώ στη σύνταξη και τη γραμματική των σχολιαστών που καθιστούν κουραστική την παρακολούθηση. Αλλά μπορώ να αναφερθώ σε αυτό που οι ίδιοι οι σχολιαστές θεωρούν περιγραφή αγώνα. «Η μπάλα παίζεται στο κέντρο του γηπέδου», «ο τάδε δίνει πάσα -καλύτερα, πασάρει- στον δείνα», «ο ω εκτελεί το φάουλ, το πέναλτι ή το κόρνερ», «ο τερματοφύλακας ετοιμάζεται για την επαναφορά», «ο χ σφαδάζει στο χορτάρι από το σκληρό χτύπημα που δέχτηκε», «ο ψ διαμαρτύρεται στον διαιτητή», «εδώ βλέπουμε τους οπαδούς της τάδε ομάδας να καμαρώνουν σαν γύφτικα σκεπάρνια» και πάει λέγοντας. Μα αφού, καλοί μου άνθρωποι, παρακολουθώ τηλεόραση και άρα αξιοποιώ την αίσθηση της όρασης, χρειάζομαι εσάς να μου περιγράφετε τα όσα βλέπω; Μάλλον δε σας χρειάζομαι και άρα τσάμπα πληρώνεστε.
Ο συγκεκριμένος τρόπος περιγραφής των αγώνων θα ταίριαζε σε ραδιοφωνική παρακολούθηση. Σε αυτήν την περίπτωση ο δέκτης δεν έχει οπτική επαφή με τον χώρο, οπότε ο σχολιαστής πρέπει να περιγράφει κάθε λεπτομέρεια, ώστε να τον βοηθάει να αποκτά εικόνα της δράσης. Όταν, όμως η δράση εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια των δεκτών μέσω της τηλεοπτικής εικόνας, τότε αυτού του είδους ο σχολιασμός καταντά μαρτύριο χειρότερο κι από τα μαρτύρια που είχε σκαρφιστεί η Ιερά Εξέταση. Οπότε η οικειοθελής παρακολούθηση αγώνων προϋποθέτει είτε κάποιον βαθμό ανοησίας (χρειάζεσαι κάποιον να σου περιγράφει το τι βλέπεις) είτε τυφλότητα (γιατί, όμως, ένας τυφλός να παρακολουθεί ποδοσφαιρικό αγώνα από την τηλεόραση κι όχι από το ραδιόφωνο;).
Παλιότερα η κατάσταση δεν ήταν έτσι. Παλιότερα υπήρχε ο Γιάννης Διακογιάννης που έδειξε τον δύσκολο δρόμο, τον οποίο οι νεότεροι σχολιαστές απέφυγαν, επειδή ήταν... δύσκολος. Ο Διακογιάννης είχε καταλάβει τη διαφορά της τηλεοπτικής από τη ραδιοφωνική περιγραφή. Δεν ένιωθε την ανάγκη να περιγράφει αυτό που ο κάθε τηλεθεατής έβλεπε. Και το έκανε, επειδή ο άνθρωπος διέθετε μια άλλη κουλτούρα και ενημέρωση. Τελείωνε αγώνας που περιέγραφε και γνώριζες τα πάντα για τους πρωταγωνιστές. Πού γεννήθηκαν, πώς και από πού ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους, τα ποσά που είχαν δαπανηθεί για τις μεταγραφές τους, λεπτομέρειες της πορείας τους, το ουρικό οξύ και τα τριγλυκερίδια που είχαν δείξει οι τελευταίες εξετάσεις τους... Ο τύπος ήταν μια κινητή αθλητική -και όχι μόνο- εγκυκλοπαίδεια και πρόσφερε τη γνώση του απλόχερα δίνοντας ένα άλλο ενδιαφέρον στην παρακολούθηση και του πιο βαρετού αγώνα.
Σήμερα τέτοιοι σχολιαστές απλώς λείπουν από την ελληνική τηλεόραση και η κατάσταση βαδίζει προς το χειρότερο, όπως άλλωστε και πολλά άλλα πράγματα στο ελληνικό σύμπαν. Θα αναρωτηθεί κάποιος πού στο καλό ένας αδαής περί τα ποδοσφαιρικά, σαν εμένα, γνωρίζει κάτι τέτοιο. Δεν είναι δύσκολο. Έρχομαι διαρκώς σε επαφή με μαθητές που αύριο θα είναι (και) σχολιαστές αγώνων.
Και το να επιθυμεί ένας μαθητής, που δεν ξέρει να γράφει και να μιλάει σωστά, να γίνει σχολιαστής αγώνων είναι μικρό κακό. Μπορείς να μην παρακολουθείς αγώνες. Σε μεγάλο βαθμό, δεν εξαρτάται ούτε η ζωή ούτε η ποιότητα της κουλτούρας σου από αυτή την έλλειψη.
Tο κακό, όμως, είναι μεγάλο, όταν άτομα χωρίς κουλτούρα επιθυμούν να γίνουν εκπαιδευτικοί, γιατροί αλλά και δημοσιογράφοι άλλων ειδικοτήτων. Εδώ το φαινόμενο γίνεται εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού από τους συγκεκριμένους εξαρτάται η υγεία, οι μελλοντικές οικονομικές ή πολιτικές επιλογές αλλά και η προσωπικότητα των πολιτών. Άρα από αυτούς εξαρτάται η ζωή τους. Είναι άραγε τυχαία η κατάσταση της οικονομίας και της πολιτικής που βιώνει η χώρα μας; Μήπως είναι τυχαίο ότι τα ποσοστά ανεργίας, ακόμη και για αποφοίτους αξιοζήλευτων σχολών κινούνται σε ύψη που θα ζήλευαν και τα Ιμαλάια; Με βεβαιότητα δεν είναι.
Ετοιμάζομαι να ζήσω την ετήσια προμνησία μου (déjà vu στα ελληνικά), αφού σε ελάχιστες μέρες πρόκειται να ανακοινωθούν οι βαθμοί των πανελλαδικών. Για μια ακόμη χρονιά θα έχουμε ακριβώς τις ίδιες αντιδράσεις, τις ίδιες επιφανειακές και ανόητες αιτιάσεις από μαθητές και -περισσότερο- από γονείς. Και κυρίως θα ακούσουμε και πάλι τη μεγαλειώδη και βλακώδη απορία: Γιατί ένας γιατρός, ένας δικηγόρος, ένας μηχανικός χρειάζεται ευρύτερη κουλτούρα και σωστή γνώση της Γλώσσας;
Μια απλή απάντηση σε όλους αυτούς τους παντελώς και αδικαιολόγητα ανόητους θα ήταν ότι τη χρειάζεται, επειδή έτσι θα σκέφτεται καλύτερα, θα αντιλαμβάνεται περισσότερα, θα οδηγείται σε πιο ουσιαστικά συμπεράσματα, θα μεταδίδει όχι απλώς γνώση αλλά κουλτούρα στις επόμενες γενιές, θα έχει περισσότερες επιλογές, θα κερδίζει τον σεβασμό των παιδιών του, θα αποφεύγει τον λαϊκισμό, θα μένει μακριά από κάθε φανατισμό και κυρίως -μέρες που είναι- θα κάνει την παρακολούθηση ενός βαρετού αγώνα απίθανα συναρπαστική.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Περιμένοντας τους βαθμούς (τα φυτά και οι άλλοι)


Λοιπόν, για μια ακόμη χρονιά τα ψέματα τελείωσαν. Δηλαδή, δεν τελείωσαν όλα τα ψέματα κι αυτό έγινε ολοφάνερο πριν λίγες μέρες στο Ζάππειο (...μια μέρα περιπατούουουσα, συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούουουσα), όπου η συγκυβέρνηση μας φλόμωσε για μια ακόμη φορά στους μύθους για την κρίση που τελείωσε, για την Ελλάδα που έγινε ξανά μια κανονική χώρα και άλλα ωραία, τα οποία μόνοι τους έλεγαν, μόνοι τους άκουγαν και μόνοι τους χειροκροτούσαν. Τα ψέματα που τελείωσαν έχουν σχέση με τις πανελλαδικές και τις επιδόσεις των υποψηφίων σε αυτές.
Για όσους εμπλέκονται στο άθλημα -και είναι πολλοί- η εβδομάδα που ξεκινά είναι καθοριστική. Η αντίστροφη μέτρηση για την ανακοίνωση των βαθμολογιών των πανελλαδικών μόλις άρχισε κι αν μη τι άλλο προβλέπεται έντονη. Κάθε φορά έτσι είναι. Αγωνία και άγχος θα συνοδευτούν από χαρά ή από λύπη, ανάλογα με τις επιδόσεις των υποψηφίων. Επιδόσεις που δεν έχουν να κάνουν με την τύχη και άρα τη θέση των άστρων αλλά με την ποιότητα της προετοιμασίας, το βάθος χρόνου που ο καθένας έδωσε σε αυτήν, την ψυχραιμία και κυρίως τη θέληση για επιτυχία.
                Μα, θα σκεφτεί κάποιος, υπάρχει παιδί που δεν επιθυμεί την επιτυχία του; Βεβαίως και υπάρχει και δεν είναι μόνο ένα ούτε δύο αλλά πολλά. Φαίνεται παλαβό αλλά δεν είναι. Ως παλιά καραβάνα το βλέπω να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Υπάρχουν αρκετοί μαθητές που βρέθηκαν να συμμετέχουν στις εξετάσεις επειδή το έκαναν και οι άλλοι. Και οι άλλοι είναι οι πολλοί και από αυτό που κάνουν οι πολλοί δε γλυτώνεις εύκολα. Ακολουθείς τη μάζα και όπου σε βγάλει. Και στην προκειμένη περίπτωση σε βγάζει στις πανελλαδικές.
                Υπάρχουν μαθητές που επιθυμούσαν την επιτυχία τους, στόχευαν σε αυτήν και το έδειχναν από νωρίς. Το έδειχναν μαθαίνοντας να βρίσκουν το εμβαδόν ή τη διάμετρο του κύκλου, χωρίς να περιμένουν ότι κάτι τέτοιο θα τους ζητηθεί στις εξετάσεις. Το έδειχναν μαθαίνοντας τη διαφορά μεταξύ του «οφείλεται» και του «ευθύνεται» χωρίς τη συγκεκριμένη γνώση να τη συνδέουν με τις εισαγωγικές. Το έδειχναν κάθε φορά που διάβαζαν παραμύθια, βιβλία, κόμικς, άρθρα χωρίς να έχουν το άγχος των πανελλαδικών. Όταν, δε, έφτασε η στιγμή των εξετάσεων, οι συγκεκριμένοι μαθητές διάβαζαν, απομνημόνευαν και κατανοούσαν εύκολα την ύλη.
Οι περισσότεροι από αυτούς έφτασαν σε αυτές (τις εξετάσεις) χωρίς ιδιαίτερο άγχος, χωρίς ιδιαίτερη πίεση, χωρίς ιδιαίτερη κόπωση. Είχαν καταφέρει κάτι σημαντικό. Είχαν κατακτήσει σε κάθε φάση της μαθητικής ζωής τους αυτό που έπρεπε και το έκαναν την κατάλληλη στιγμή. Λέγεται πρόγραμμα ή αλλιώς δομή και είναι πολύ ωραίο και χρήσιμο πράγμα για τις μελλοντικές επιλογές του καθενός -μαθητή, γονιού, εκπαιδευτικού, εργαζόμενου και δε συμμαζεύεται. Με απλά λόγια, είναι χρήσιμο παντού και πάντα.
Από την άλλη, υπάρχουν μαθητές -αποτελούν την πλειονότητα- που απλώς επιθυμούσαν την επιτυχία τους αλλά σε καμιά φάση δε στόχευαν προς αυτήν. Διατυμπάνιζαν ότι ήθελαν να περάσουν κάπου αλλά η προσπάθειά τους δεν έπειθε γι αυτό. Γιατί το ξύσιμο μπορεί να πείθει για πολλά αλλά όχι για θέληση επίτευξης ενός στόχου που περνάει μέσα από τις πανελλαδικές. Οι συγκεκριμένοι άρχισαν να ματώνουν (ένεκα του ξυσίματος που λέγαμε) από νωρίς. Εννοείται ότι σε αυτή την αποτρόπαιη κατάσταση συνέβαλαν τα μέγιστα γονείς,  δάσκαλοι (παρακαλώ να δοθεί προσοχή στην αποφυγή απόλυτων αναφορών προς αποφυγή παρεξηγήσεων) και όλο το περιβάλλον που τους... περιέβαλλε. Και αφού τελείωσαν το δημοτικό, λίγο μετά το γυμνάσιο και τελικά τις πρώτες τάξεις του λυκείου ματώνοντας -όχι όμως για τους σωστούς λόγους- έφτασαν στην τάξη του πανικού. Την τρίτη λυκείου, η οποία για τους μαθητές αυτής της κατηγορίας είναι ό,τι και η κόλαση για τους αμαρτωλούς. Η έναρξη όλων των προηγούμενων τάξεων τους έβρισκε να θέτουν μεγαλόπνοους στόχους, να καταστρώνουν μεγαλεπήβολα σχέδια, να δίνουν υποσχέσεις για υπερπροσπάθεια στον εαυτό τους και τους άλλους. Εννοείται ότι όλα αυτά ξεχνιούνταν, μόλις έρχονταν αντιμέτωποι με την προσπάθεια που έπρεπε να καταβάλουν. Τα όνειρα έμεναν όνειρα, η προσπάθεια παραπεμπόταν στις καλένδες. Η τρίτη λυκείου, όμως, δεν είναι έτσι. Δεν αφήνει περιθώρια. Τέλος.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσω και εκείνα τα κακόμοιρα που διάβαζαν του θανάτου αλλά διάβαζαν αποκλειστικά «για το σχολείο». Διάβαζαν, αποστήθιζαν, σήκωναν το χέρι διαρκώς, μπορούσαν να απαντήσουν σε καθετί που δεν ξέφευγε από το απλοϊκό, έπαιρναν μεγάλους βαθμούς αλλά δεν έκαναν το παραμικρό για την καλλιέργειά τους. Αυτά τα κατακαημένα είναι και τα μεγαλύτερα θύματα. Πίστεψαν ότι είναι άριστοι μαθητές αλλά ήρθαν οι πανελλαδικές και σε δώδεκα ώρες (η διάρκεια εξέτασης σε τέσσερα μαθήματα) ισοπέδωσαν την εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους, τα όνειρά τους για μια καλή σχολή (συνήθως αυτή είναι η Ιατρική ή κάτι παρεμφερές) και κυρίως την ελπίδα της μάνας (σε μικρότερο βαθμό και του πατέρα) για εισαγωγή σε μια σχολή που θα έκανε όλη τη γειτονιά να σκάσει από τη ζήλια της.
Οπότε τα συγκεκριμένα μαθητούδια έπρεπε σε μια χρονιά να μάθουν να διαβάζουν, να μάθουν τι εστί οργάνωση, να μάθουν να απομνημονεύουν, να μάθουν να επεξεργάζονται, να κατανοούν, να βρίσκουν εμβαδό και διάμετρο κύκλου, να ξεχωρίζουν το «οφείλεται» από το «ευθύνεται», το «ως» από το «τουλάχιστον», την «παιδεία» από την «εκπαίδευση», να ανταποκρίνονται σε θέματα που ξεφεύγουν από το τυπικό... Με απλά λόγια και πάλι, έπρεπε να μάθουν σε μια χρονιά όσα έπρεπε να είχαν μάθει τα προηγούμενα χρόνια (κι αυτά δεν ήταν λίγα). Έπρεπε να τρέξουν έναν μαραθώνιο χωρίς όμως προηγουμένως να έχουν μάθει να περπατούν.
Τα αποτελέσματα θα είναι, για μια ακόμη χρονιά, αναμενόμενα. Έκπληξη θα προκαλέσουν μόνο σε γονείς που δε θα μπορούν να πιστέψουν ότι το παιδί τους δεν είναι αυτό που θα ήθελαν να είναι. Και σε μαθητές που θα κληθούν να αποδεχτούν μια πραγματικότητα για την οποία κανείς δεν τους προετοίμασε. Η αριστεία μπορεί να είναι ρετσινιά αλλά άριστοι θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Κι αφού θα υπάρχουν αυτοί, θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι μέτριοι και οι κακοί. Λέγεται μέτρο σύγκρισης.

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Πάμε εκδρομή; ΙΙ

Λοιπόν, το γεγονός είναι ότι οι μαθητικές εκδρομές πολιτιστικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα στο εξωτερικό καταργούνται με υπουργική βούλα. Το γελοίο, γραφικό και ευτράπελο δεν είναι αυτό καθεαυτό το γεγονός. Δεν είναι καν οι απέραντης χυδαιότητας και ανοησίας παρατηρήσεις κυβερνητικού στελέχους περί επισκέψεων μαθητών σε μπορντέλα. Η απόλυτη γελοιότητα βρίσκεται στην επίσημη, από το υπουργείο, αιτιολόγηση της απόφασης. 
Ο λόγος της κατάργησης της συγκεκριμένης κατηγορίας εκδρομών, σύμφωνα με το υπουργείο πάντα, είναι «η γενική διαπίστωση ότι οι οικογένειες πολλών μαθητών και μαθητριών αδυνατούν να πληρώσουν τα έξοδα μιας εκδρομής εξωτερικού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι πάμπολλες και ποικίλες οι εναλλακτικές δυνατότητες που προσφέρει η Ελλάδα για τη διοργάνωση εκπαιδευτικών εκδρομών, κρίθηκε αναγκαίο να προστατευθούν από τέτοιες πικρίες οι μαθητές και οι μαθήτριες των οποίων οι οικογένειες αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα». Λες και οι εκδρομές εσωτερικού είναι φθηνές.
Πολύ Σοβιετικό βρε παιδί μου. Πολύ παλαιοκομμουνιστικό. Όπως οι ηγέτες στα απανταχού κομμουνιστικά καθεστώτα. Μιλούσαν για ισότητα, σκίζανε τα ιμάτιά τους γι αυτήν, θυσίασαν και ζωές για την πάρτη της -όχι τις δικές τους, βέβαια- αλλά πάντα υπήρχε ένα πρόβλημα. Επειδή αδυνατούσαν να προσφέρουν την ισότητα σε ένα ανώτερο επίπεδο, βιοτικό, κοινωνικό, πνευματικό, καταδίκαζαν τους πάντες -πλην των εαυτών τους- στα κατώτερα επίπεδα. 
Κάπως έτσι σκεπτόμενο το υπουργείο αποφάσισε την κατάργηση των συγκεκριμένων εκδρομών. Δηλαδή, αντί να βγει καθαρά και θαρραλέα και να πει ότι «δεν γουστάρω (το υπουργείο υποκείμενο) να γίνονται εκδρομές που αναπαράγουν το καπιταλιστικό πρότυπο της κατανάλωσης (Shopping Therapy στα απλά ελληνικά) και της υποκουλτούρας (ελληνιστί clubbing)», βγαίνει και λέει μπούρδες με τάχα αριστερό πρόσημο και δε συμμαζεύεται. 
Γιατί ο κόσμος το 'χει τούμπανο, κι αυτοί κρυφό καμάρι ότι οι σχολικές εκδρομές -εξωτερικού και κυρίως εσωτερικού- έχουν πάψει να είναι, εδώ και πάρα πολύ καιρό, εκπαιδευτικές. Με βεβαιότητα υπάρχουν εξαιρέσεις, τις οποίες προσωπικά αγνοώ. Οι εκδρομές είναι εκτόνωση, είναι ψώνια, είναι ξενύχτι, είναι ποτά, είναι τσιγάρα -κάθε είδους, είναι ξεσάλωμα... Θα πει κανείς ότι εκπαιδευτικές είναι και αυτές αλλά όταν η επίσημη πολιτεία μιλάει για «εκπαιδευτικές», θέλω να πιστεύω ότι άλλα εννοεί. Ναι αλλά το υπουργείο δε διαθέτει τον απαραίτητο τσαμπουκά να τα πει αυτά, γιατί κούνια που το κούναγε. Σε μια τέτοια περίπτωση θα τα έβαζε με τους εκπαιδευτικούς, που άλλα καταγράφουν στο επίσημο πρόγραμμα και άλλα τελικά κάνουν στο πλαίσιο της εκδρομής, και ποιος τους ακούει. Για να μη μιλήσουμε για το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας τοποθέτησης. 
Οπότε το ρίχνουμε στα «αριστερά πρόσημα» του στιλ η κατσίκα του γείτονα και καθαρίσαμε. Γιατί, αν πράγματι ο οικονομικός είναι ο λόγος, τότε υπάρχουν άλλες λύσεις για τον περιορισμό των αδικιών και απορώ πώς οι κυβερνώντες δεν τις σκέφτηκαν. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, το υπουργείο παιδείας σε συνεργασία με το υπουργείο άμυνας να διαθέτουν για τη μετακίνηση των μαθητών μεταγωγικά αεροπλάνα του στρατού, από αυτά τα μεγάλα. Θα μπορούσαν, επίσης, να βγάλουν από την αχρηστία το θωρηκτό «Αβέρωφ», να το σημαιοστολίσουν, να το γεμίζουν με μαθητές και... αέρα στα πανιά μας. Και δε θα έβλεπα με καθόλου κακό μάτι τη διάθεση στα σχολεία των στρατιωτικών φορτηγών Steyer. Εντάξει, σε αυτή την περίπτωση η μετακίνηση δε θα ήταν ιδιαίτερα άνετη αλλά, μπροστά στα οφέλη μιας τέτοιας κίνησης, νομίζω ότι θα άξιζε τον κόπο. 
Κακή ιδέα δε θα ήταν και η άμεση χρηματοδότηση των εκδρομών από την πολιτεία. Με τέτοια πλεονάσματα που παρουσιάζουμε ως χώρα κάτι τέτοιο θα ήταν ψίχουλα. Αντί, λοιπόν, να δίνονται αλλού κι αλλού, γιατί να μη διατίθενται σε κάτι που θα στήριζε την παιδεία της νεολαίας; Άλλωστε και οι έφηβοι ψηφίζουν, οπότε τα χρήματα δε θα πήγαιναν χαμένα. Και από ό,τι έχει φανεί η κυβέρνηση τα προσέχει κάτι τέτοια. 
Η άλλη λύση, βέβαια, θα ήταν η αναβάθμιση των εκδρομών, ο επαναπροσδιορισμός των στόχων τους και η αξιοποίησή τους ως ένα σημαντικό εκπαιδευτικό εργαλείο. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ουσιαστικό έλεγχο από το υπουργείο και μάλλον εκπαιδευτικούς με διάθεση να αποφύγουν τον λαϊκισμό του καλοπιάσματος των μαθητών. Αυτό όμως, χρειάζεται άλλα κότσια και μάλλον μια υπευθυνότητα, από κάθε πλευρά, δυσεύρετη... 
Οπότε σήμερα καταργούνται οι εκδρομές στις οποίες αδυνατούν να συμμετέχουν όλοι. Αύριο τι να περιμένουμε; Ίσως την κατάργηση των ιδιωτικών σχολείων, επειδή αδυνατούν να τα πληρώσουν όλοι; Αλλά μπα, κάτι τέτοιο θα έβρισκε αντίθετο τον ίδιο τον πρωθυπουργό και τη συμβία του. Γιατί τότε πού θα έστελναν τον Ερνέστο;