Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Δεν τον συμφέρει να δουλεύει

Το κατσικάκι στη γάστρα ήταν υπέροχο. Αδιάψευστος μάρτυρας τα... ανύπαρκτα υπολείμματα στην πιατέλα. Χορτασμένοι πια επιδοθήκαμε σε κουβέντα με τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας. Νέος άνθρωπος, με όρεξη για δουλειά, ευγενέστατος με την πελατεία, μερακλής με μια κουβέντα. Αποφάσισε να αναλάβει και να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση στο ορεινό χωριό. Και δείχνει -σε αντίθεση με το γενικότερο κλίμα εθνικής μιζέριας- ιδιαίτερα ικανοποιημένος.
Όπως μας μετέφερε, η δυσκολία και μόνιμο πρόβλημα, ιδίως σε περιόδους με αυξημένη κίνηση, το ότι αδυνατεί να βρει προσωπικό. Σε μια χώρα που στενάζει, όπως φημολογείται, από την ανεργία, μας φάνηκε παράξενο. Βλέποντας την απορία μας βάλθηκε να μας εξηγεί.
«Να» ξεκίνησε, «το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχα κανονίσει με ένα παλικάρι από τα Τρίκαλα να έρθει για δουλειά. Εξασφαλισμένη διαμονή, εξασφαλισμένο φαγητό, καλό μεροκάματο, φιλοδωρήματα και, βέβαια, ασφάλιση. Υπολόγισα ότι “καθάρισε” περίπου 200€ για δουλειά δυο ημερών».
Πρόχειρα υπολογίσαμε ότι το «παλικάρι», με δουλειά δυο ημερών την εβδομάδα, θα «καθάριζε» περίπου 700€ με 800€ τον μήνα. Κι αυτό για τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Εννοείται ότι κανείς τον εμπόδιζε να κάνει και κάτι άλλο τις υπόλοιπες ή κάποιες μέρες της εβδομάδας ενισχύοντας το εισόδημά του.
«Ναι, αλλά» συνέχισε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, «χθες του τηλεφώνησα, για να επιβεβαιώσω ότι θα έρθει και το επόμενο Σαββατοκύριακο, όπως είχαμε συμφωνήσει. Η απάντηση που πήρα ήταν ότι δεν θα έρθει. Όταν τον ρώτησα, αν βρήκε κάτι άλλο να κάνει, μου είπε ότι δεν είχε βρει. Μου φάνηκε παράξενο, γιατί ξέρω ότι προέρχεται από οικογένεια χωρίς οικονομική άνεση, οπότε και επέμεινα για ποιον λόγο δεν θα ερχόταν. Η απάντησή του ήταν ότι “δεν τον συμφέρει”. Κι ακόμη δεν έχω καταλάβει τι δεν τον συμφέρει. Να δουλεύει;».
Στους περισσότερους φαντάζει εξωπραγματικό αλλά μια κουβέντα με επιχειρηματίες κάθε κλάδου μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η στάση του «παλίκαρου» δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Μεγάλο μέρος της νέας γενιάς δεν αντέχει τη δουλειά στο bar, στην ταβέρνα, στο εργοστάσιο, στο χωράφι, στην κατασκευαστική εταιρεία, στο γραφείο μελετών, στο λογιστικό γραφείο, στο φροντιστήριο,... Παντού.
Το «παλικάρι» της ιστορίας και μάλλον πολλά ακόμα «παλικαράκια» και «παλικαρίνες» βρίσκουν ασύμφορο το να εργάζονται. Βρίσκουν πιο συμφέρον να αράζουν, να πίνουν καφέδες με την παρέα, να μένουν στο σπίτι των γονιών μέχρι να σιτέψουν. Η δουλειά είναι ασύμφορη. Τα αραλίκι συμφέρει.
Έχουν δει τα πράγματα αλλιώς. Και σε μεγάλο βαθμό φταίει γι αυτό η υπερπροστατευτική και άκρως συντηρητική ελληνική οικογένεια. «Γι αυτό τον/την/το σπούδασα» ακούμε συχνά από γονείς που πιστεύουν ότι οι ίδιοι πήραν αξία, επειδή το παιδί τους «σπούδασε». Το γεγονός ότι αρκετοί μπήκαν σε κάποιο πανεπιστήμιο με τέσσερις και με πέντε χιλιάδες μόρια, το ότι κάποιοι πλήρωσαν για ένα πανεπιστήμιο αμφιβόλου αξίας στο εξωτερικό, το ότι πλήρωσαν για το πτυχίο ενός κολλεγίου στη μεγαλούπολη ή έβγαλαν μια σχολή στο ΙΕΚ της γειτονιάς τους, πιστεύουν ότι τους δίνει το δικαίωμα να διεκδικήσουν το απόλυτο όνειρο του νεοέλληνα: μια θέση και μάλιστα μόνιμη στο δημόσιο. Καθετί διαφορετικό δεν αρμόζει στα... προσόντα και στο πρεστίζ που απέκτησαν μέσω των σπουδών τους.
Φταίει εξίσου και το υπερπροστατευτικό κράτος μας, που προτιμάει να ανοίγει αχρείαστες θέσεις στο δημόσιο και να επιδοτεί την αεργία από το να χρηματοδοτεί τη δημιουργία παραγωγικών θέσεων. Δίνει με τον τρόπο αυτόν την αίσθηση ότι ο κάθε κακομοίρης μπορεί να βολευτεί σε μια θεσούλα από την οποία κανείς δεν θα μπορεί να τον ξεκουνήσει ή για την οποία δεν θα δεχτεί τον παραμικρό έλεγχο.
Σε ένα μεγάλο τμήμα της νέας γενιάς φαίνεται ασύμφορη μια δουλειά που απαιτεί. Ό,τι κι αν απαιτεί. Μπορεί να απαιτεί προσήλωση, μπορεί να απαιτεί υπομονή, ένταση, κόπο πνευματικό ή σωματικό, θετική διάθεση απέναντι στον πελάτη, δημιουργικότητα, πρωτοβουλία, οργάνωση, ...
Αν απαιτεί το παραμικρό, δεν συμφέρει. Εκείνο που συμφέρει είναι η τεμπελιά, τα επιδόματα, η οικονομική στήριξη από το σπίτι και βέβαια, οι ανέξοδες και αδιέξοδες αμπελοφιλοσοφίες για το άδικο σύστημα. Η προσπάθεια, ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και ο προσωπικός στόχος βρίσκονται έξω από τη λογική αρκετών, οι οποίοι πιστεύουν ότι η ζωή (και ο καθένας) τούς χρωστάει εκ προοιμίου, που θεωρούν ότι έχουν δικαιώματα αλλά όχι υποχρεώσεις, που παθαίνουν κατάθλιψη και κρίσεις πανικού απέναντι στην παραμικρή ευθύνη.
Όσο για εκείνους που τα καταφέρνουν; Α, μα αυτοί είναι τυχεροί ή έστω προνομιούχοι, πιστεύουν οι περισσότεροι. Μάλλον ως κοινωνία χρειαζόμαστε μια επανεκκίνηση. 



Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Ο "Μεταμορφωσητουσωτήρος"


Λοιπόν, είναι -μεγάλης- απορίας άξιον το πόσοι άνθρωποι θυμούνται ότι γιορτάζω στις 6 Αυγούστου. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη γιορτή δεν είναι σαν τις άλλες ή τις περισσότερες άλλες.
            Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που γιορτάζουν του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Αλκιβιάδου μάρτυρος, του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Αθανασίου και πάει λέγοντας.
            Ωραίο και ξεκάθαρο πράγμα, δηλαδή. Βλέπεις στο ημερολόγιο ότι την τάδε μέρα είναι του Αγίου Βαρσιμαίου. Μια χαρά. Έχεις κάποιον φίλο ή συγγενή ή συνεργάτη που ονομάζεται Βαρσίμαιος, του τηλεφωνείς ή πλέον του γράφεις στο fb του μεταφέροντας ευχές και χαρές και άλλα ωραία. Βλέπεις ή πληροφορείσαι ότι τη δείνα μέρα είναι Αγίων Ακύλα και Πρίσκιλλας. Έχεις φίλους, γνωστούς, συγγενείς, συνεργάτες με κάποιο από αυτά τα ονόματα; Το μυαλό σου πάει κατευθείαν.
            Για μένα, βέβαια, κι αυτές οι γιορτές την έχουν τη δυσκολία τους. Γιατί του Αγίου Δημητρίου πρέπει να θυμάμαι ότι γιορτάζει ο γαμπρός μου και ο φίλος μου, οι οποίοι, όμως -και οι δυο- λέγονται «Μήτσος». Τέλος πάντων, εκεί το πρόβλημα λύθηκε εδώ και χρόνια, αφού συμφωνήσαμε να με παίρνουν εκείνοι τηλέφωνο τη μέρα της γιορτής τους για να τους λέω τα χρόνια πολλά.
            Με απλά λόγια, θέλω να πω ότι με εντυπωσιάζει πώς κάποιοι άνθρωποι θυμούνται ότι γιορτάζουν οι Σωτηράδες και οι Σωτηρίες στις 6 Αυγούστου. Γιατί στις 6 Αυγούστου δεν είναι ούτε του Αγίου Σωτήρη ούτε της Αγίας Σωτηρίας ούτε «τσ’ Αγιάσωτήρας», όπως αναφέρεται σε κάποιες περιοχές της πατρίδας μας. Θεωρώ ότι είναι πιο εύκολο να θυμάται κάποιος τις ώρες Ανατολής και Δύσης του Ήλιου της συγκεκριμένης ημέρας, παρά το ποιος γιορτάζει αυτή τη μέρα.
            Στις 6 Αυγούστου γιορτάζουμε τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και άρα θα έπρεπε να γιορτάζουν όσοι έχουν βαπτιστεί έτσι. Ένα τέτοιο όνομα, βέβαια, θα θύμιζε κάτι από τα ευφάνταστα ρωμαϊκά ονόματα που κυκλοφορούσαν στα Αστερίξ. Υπήρχε, για παράδειγμα ο εκατόνταρχος -αν θυμάμαι καλά το αξίωμα- «Θαμασφαειοκατωκόσμοσόλους» (θυμάμαι πολύ καλά το όνομα). Κάπως έτσι, και είναι πολύ λογικό, τη μέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ο καθένας θα μπορούσε να σκεφτεί: Βρε μπας και έχουμε κανέναν γνωστό που λέγεται «Μεταμορφωσητουσωτήρος»; Και πολύ λογικά και πάλι, θα έδινε μόνος του ή θα έπαιρνε από άλλον την απάντηση: Μπααα, πού να βρεις άνθρωπο με τέτοιο όνομα;
            Με όλα αυτά, ήθελα απλώς να πω ότι είναι ιδιαίτερα τιμητικό που κάποιοι θυμούνται ότι γιορτάζω παρόλο που δεν με βάφτισαν «Μεταμόρφωσητουσωτήρος» και κανείς ποτέ δεν με αποκάλεσε έτσι.
Δηλώνω τον θαυμασμό μου και
τους ευχαριστώ θερμά για τις ευχές!



Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Μια εικόνα, χίλιες λέξεις


Ό,τι μας κρατάει πίσω, σε μια φωτογραφία.


Ο ελληνάρας που ισχυρίζεται ότι διαθέτει το «ηθικό πλεονέκτημα» ενώ η ηθική του δεν ξεφεύγει από τα όρια του μεγάλου «εγώ» του. Ο ελληνάρας ισχυρίζεται -και είναι πολύ πιθανό να το πιστεύει- ότι εξ ορισμού είναι πιο ηθικός από τους «άλλους» αλλά δεν έχει την παραμικρή διάθεση να σεβαστεί την υγεία των συνανθρώπων του, την οποία δείχνει με προκλητικό τρόπο πού την έχει γραμμένη.

Ο ελληνάρας που πιστεύει ότι ο νόμος είναι για τους άλλους κι ότι ο ίδιος είναι υπεράνω, γιατί ο εξυπνάκιας θεωρεί ότι είναι έξυπνος και άρα δικαιούται περισσότερα από τους άλλους.

Ο ελληνάρας που χωρίς ίχνος παιδείας και αξιοπρέπειας αδυνατεί να καταλάβει πόσο γραφικός και ανόητος δείχνει προβάλλοντας την ανοησία του, επειδή την αντιλαμβάνεται ως μαγκιά.

Ο ελληνάρας του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;».

Ο ελληνάρας του «Και τι θα μου κάνουν; Θα μου κλ@σουν τ’ @ρχιδι@».

Ο ελληνάρας του «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι ζούσαν σε σπηλιές», που όμως δεν διαθέτει την ικανότητα να αντιληφθεί ότι καμιά σχέση έχει με εκείνους που έχτιζαν Παρθενώνες, γιατί εκείνοι διέθεταν αισθητική, παιδεία, σεβασμό και ότι οι άλλοι -οι άνθρωποι των σπηλαίων- έχουν προ καιρού εγκαταλείψει τις σπηλιές τους και τον έχουν αφήσει έτη φωτός πίσω τους και του δανείζουν για να ζει και να υπάρχει.

Κι όμως, κάποιοι τον ψήφισαν τον ελληνάρα και την παρέα του. 
Μπορεί και να νιώθουν περήφανοι με τον τσαμπουκά του εκλεκτού τους.