Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Η εθιμοτυπία της αποβλάκωσης!

Καταλήγω, μετά από πολύ ώριμη σκέψη, στο ότι ο χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου ως «καθώς πρέπει» δεν μπορεί να εμπεριέχει τίποτε θετικό, χαριτωμένο και άρα αποδεκτό. Γι αυτό και δεν κατανοώ τη χαρά που καταλαμβάνει ορισμένους, όταν τους εντάσσουν στη συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά ούτε και την επιθυμία κάποιων άλλων να εντάσσουν συνανθρώπους τους σε αυτή, αποδίδοντάς τους τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Ποτέ μα ποτέ στα πρότυπά μου δεν ανήκαν τέτοιοι άνθρωποι ενώ, ακόμη κι όταν ήμουν μικρό παιδί, αυτοί μου προκαλούσαν κρίσεις γέλιου και απέραντη θλίψη. Η εικόνα του «μπαστουνόρθιου», ατσαλάκωτου, με το μόνιμα κολλημένο χαμόγελο στα μούτρα του, δεν στάθηκε, σε καμιά περίπτωση, ικανή να μου εξάψει τον θαυμασμό.
Ξεκίνησα λίγο απότομα καταλήγοντας κάπου, αλλά δεν κρατιόμουν, όμως, θα παραθέσω, με απλό τρόπο, τα δεδομένα που με οδήγησαν στο συγκεκριμένο συμπέρασμα βοηθώντας την ανθρωπότητα να απαλλαγεί από την πλάνη της. Ο χαρακτηρισμός του «καθώς πρέπει» αποδίδεται σε ανθρώπους, οι οποίοι συστηματικά ακολουθούν την «εθιμοτυπία», δηλαδή, ένα σύνολο «πρέπει», ένα πλήθος κανόνων που επιβάλλουν μια δεδομένη συμπεριφορά σε κάθε ανθρώπινη έκφραση και επαφή. Η «εθιμοτυπία» καθορίζει πώς πρέπει να φέρεται και τι ακριβώς πρέπει να πει κανείς στους γάμους, στα βαφτίσια, στους αρραβώνες, στις κηδείες, στα γεύματα ή στα δείπνα που παραβρίσκεται, πώς θα συμπεριφερθεί όταν συναντά έναν μεγαλύτερο, έναν μικρότερο ή έναν συνομήλικο, το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα ή το βράδυ. Καθορίζει τη συμπεριφορά και την ενδυμασία στις γιορτές, στα πανηγύρια, στην εργασία, στο σπίτι, στο αντίσκηνο, στην εκκλησία, στην πλατεία ή στο πάρκο. Καθορίζει την ένταση του χαμόγελου, της φωνής αλλά και της κατεύθυνσης του βλέμματος ανά περίσταση. Με πολύ απλά λόγια, καθορίζει τα πάντα κάθε ώρα και στιγμή.
Και μόνο ο προσδιορισμός του «καθωσπρεπισμού» πιστεύω ότι είναι αρκετός, για να συνειδητοποιήσει κανείς τη βδελυρότητά του, όμως, έχοντας υπόψη μου μυαλά πιο ακαλλιέργητα και από την έρημο της Σαχάρας, θα το απλουστεύσω περαιτέρω. Είναι πλάνη, λοιπόν, να θεωρείται ο «καθώς πρέπει» κοινωνικός, γιατί απλούστατα δεν είναι. Η κοινωνικότητα σχετίζεται με το ουσιαστικό, το πραγματικό συναίσθημα για τους άλλους και οδηγεί σε σχέσεις ανθρώπων μεταξύ των οποίων υπάρχει συμπάθεια, αγάπη, στοργή, ικανές να οδηγούν στην
αυθόρμητη εκδήλωση συμπεριφορών. Αντίθετα, ο «καθωσπρεπισμός» δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο αυθόρμητης και αληθινής εκδήλωσης καταστρέφοντας καθετί αληθινό. Άτομα που ακολουθούν απαρέγκλιτα τους κανόνες που τους επιβάλλονται δεν διαθέτουν την ικανότητα του διαχωρισμού των συναισθημάτων τους, αφού η εθιμοτυπία -σύμφωνα και με την άποψη της «γκουρού» της, Άμι Βάντερμπιλντ- είναι στην πραγματικότητα "προστασία από τη συναισθηματική εμπλοκή".
Το χειρότερο για τους οπαδούς της εθιμοτυπίας βρίσκεται, μάλλον, αλλού, αφού η ύπαρξη μιας κοινωνικής «συνταγής», που καθοδηγεί κάθε συμπεριφορά, συνθέτει έκφραση δουλοπρέπειας. Συμβαίνει με τους ανθρώπους ό,τι και με τα καθεστώτα. Όσο πιο τυραννικό είναι ένα καθεστώς, τόσο περισσότερους και αυστηρότερους κανόνες χρειάζεται για να λειτουργήσει και να ελέγξει τις αντιδράσεις των υπηκόων του. Από την άλλη, σε μια δημοκρατική κοινωνία απαιτούνται λιγότεροι και πιο χαλαροί κανόνες, γιατί ο σεβασμός στους συνανθρώπους αποτελεί ζήτημα κουλτούρας κι όχι περιορισμών. Ο «καθωσπρεπισμός», με το πλήθος των κανόνων που επιβάλλει, έρχεται να καταλύσει κάθε μορφή εσωτερικής ελευθερίας καθιστώντας όσους τον ακολουθούν δούλους προκαθορισμένων αρχών και κανόνων. Ένα τέτοιο πλαίσιο εξαλείφει κάθε ιδιαιτερότητα, αφού ισχύει αυστηρά για όλους, με αποτέλεσμα κάθε έννοια ελευθερίας να πηγαίνει περίπατο χωρίς επιστροφή.
Κι αν όλα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να καταδείξουν τη φτήνια των «καθώς πρέπει», ας δούμε κάτι ακόμη. Όταν για κάθε περίσταση έκφρασης, επιλογών, επαφών, υφίστανται δεδομένοι, προκαθορισμένοι, απαράβατοι κανόνες, τότε δεν χρειάζεται ο παραμικρός αυτοσχεδιασμός. Εκείνοι που ακολουθούν την εθιμοτυπία σε κάθε βήμα τους, απαλλάσσονται από την ανάγκη της σκέψης. Γνωρίζουν εκ των προτέρων -επειδή το έχουν αποστηθίσει- τι επιβάλλεται να κάνουν και να πουν κι έτσι εξαφανίζεται όχι μόνο το συναίσθημα αλλά και η κρίση. Σταδιακά μια τέτοια επιλογή και στάση ζωής οδηγεί και στην πλήρη αποχαύνωση, αφού το μυαλό, όταν δεν χρησιμοποιείται αδρανεί, σκουριάζει και αλλοιώνεται αδυνατώντας να αντεπεξέλθει ακόμη και σε απλοϊκά ζητήματα κι ο άνθρωπος που κουβαλάει ένα τέτοιο μυαλό δεν χαρακτηρίζεται απλώς «καθώς πρέπει» αλλά βλάκας με πατέντα.
Οπότε καταλήγω εκεί από όπου ξεκίνησα. Τι θετικό βρίσκουν κάποιοι στον «καθωσπρεπισμό» και γιατί να τον παρουσιάζουν ως πρότυπο; Μα είναι απλό. Το κάνουν, γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι άλλο. Φοβούνται την ελευθερία, σιχαίνονται να έρχονται σε δύσκολη θέση, κάθε που αντιμετωπίζουν άλλους ανθρώπους και καταστάσεις και αδυνατούν να εκφραστούν αυθόρμητα, γιατί δεν διαθέτουν τους αναγκαίους μηχανισμούς, αφού κάποιος τους διαπαιδαγώγησε με ηλίθιες ερωτήσεις του στιλ: «Πόσο αγαπάς Μπούλη τον μπαμπά, την κουμπάρα, την ξαδέρφη, τη γειτόνισσα;» αδιαφορώντας για το πιο σημαντικό: Το "γιατί" αγαπάς και σέβεσαι κάποιον δεν αποτέλεσε κομμάτι της διαπαιδαγώγησης των ανθρώπων αυτών. Κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο. Δεν χρειαζόμαστε ανθρώπους που δείχνουν ότι τους αγαπούν όλους, αλλά άτομα που γνωρίζουν να αγαπούν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: