Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Ιστορίες για μια "χαμένη γενιά"

Συχνά πυκνά, δημοσιεύονται άρθρα που χαρακτηρίζουν τη νέα γενιά ως "χαμένη γενιά", εξαιτίας της ανεργίας που τη μαστίζει. Σίγουρα υπάρχουν σε αυτά στοιχεία υπερβολής, γιατί, αν η σημερινή είναι μια χαμένη γενιά, τότε πώς θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε τις γενιές εκείνες που έζησαν πολέμους, δικτατορίες, φτώχεια ή λοιμούς; 

Αρέσει σε αρκετούς το δράμα αλλά και ο ρεαλισμός έχει τη χάρη του.

Γίνεται λόγος, λοιπόν, για την τρισκατάρατη ανεργία αλλά γιατί διαβάζουμε διαρκώς για επιχειρήσεις που αναζητούν υπαλλήλους με σύγχρονα εφόδια και αδυνατούν να τους βρουν; Γιατί διαβάζουμε για τη «Μεγάλη Παραίτηση», που σημαίνει ότι αρκετοί εργαζόμενοι εγκαταλείπουν τις δουλειές τους και, μάλλον, το κάνουν επειδή πιστεύουν ότι θα βρουν άλλες πιο αποδοτικές ή πιο ταιριαστές στα ενδιαφέροντα και τις προσδοκίες τους; Σίγουρα δεν εγκαταλείπει κάποιος τη δουλειά του με σκοπό να ψωμολυσσάξει.

Οπότε, κάτι δεν πάει καλά με εκείνους που ισχυρίζονται (και μάλλον δεν ψεύδονται) ότι αδυνατούν να βρουν δουλειά. Και το τι δεν πάει καλά είναι φανερό. Γονείς, εκπαίδευση και, φυσικά, οι ίδιοι, είναι υπεύθυνοι για μια σειρά λαθών. Και δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς τα λάθη που ευθύνονται για τα επαγγελματικά αδιέξοδα των νέων, αρκεί να παρατηρήσει όσα συμβαίνουν και λέγονται γύρω μας.

Ακούω πολλούς γονείς να αναρωτιούνται "και ποια σχολή έχει προοπτικές", εννοώντας μονιμότητα και σταθερότητα, όπως αυτές ορίζονταν πριν αρκετές δεκαετίες. Ή «μα τι δουλειά να βρει στην Ελλάδα;», υπονοώντας ότι η μετακίνηση σε άλλη χώρα είναι σχεδόν αμαρτία. Αλλά και "και σπούδασε και πτυχία σε ξένες γλώσσες έχει, όμως από δουλειά... τίποτε", θεωρώντας ότι τα εφόδια που ήταν απαραίτητα πριν τριάντα χρόνια είναι εξίσου σημαντικά και σήμερα.

Το πρώτο λάθος εντοπίζεται στο ότι αρκετοί νέοι στα δεκαοχτώ τους (και, δυστυχώς, στα αρκετά επόμενα χρόνια) σκέφτονται αποκλειστικά να ζήσουν τη φοιτητική ζωή, συνήθως μακριά από το σπίτι, χωρίς να τους ενδιαφέρει το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής της ζωής που δεν είναι άλλο από το αντικείμενο των σπουδών. Η "φοιτητική ζωή" -μάλλον, η "μακροχρόνια φοιτητική ζωή"- έχει καταγραφεί στην ελληνική κοινωνία ως καθολικό δικαίωμα, ανεξάρτητα από τις ικανότητες και την προσπάθεια του καθενός. Στην αναζήτηση αυτή, οι έφηβοι έχουν συμμάχους τους γονείς, οι οποίοι γνωρίζοντας ότι δεν πρόσφεραν όσα πραγματικά έπρεπε στα παιδιά τους, προσπαθούν να καλύψουν το κενό, εξασφαλίζοντας τη χρηματοδότηση που απαιτεί η διάθεση για ανεμελιά και καλοπέραση. Το να σπουδάσει, απλώς, κάποιος στις μέρες μας, όμως, δεν αποτελεί ιδιαίτερο κατόρθωμα και άρα, ως συνθήκη, δεν είναι ικανή να του εξασφαλίσει ένα λαμπρό μέλλον. Κάποιοι κλάδοι έχουν ήδη ξεπεραστεί από τις εξελίξεις και είναι άχρηστοι. Επίσης, οι σπουδές σε τομέα (συνήθως στο εξωτερικό), στις απαιτήσεις του οποίου ο νέος αδυνατεί να αντεπεξέλθει, είναι εξίσου άχρηστες.

Εξίσου προβληματικό παράγοντα αποτελεί και ο φόβος -γονιών και κατ' επέκταση παιδιών- απέναντι στην αναζήτηση δουλειάς σε μια άλλη χώρα. «Κι αν φύγουν όλοι, ποιοι θα μείνουν εδώ», ακούμε να λέγεται συχνά. Το ότι λέγεται συχνά δεν σημαίνει ότι είναι και σωστό. Η παγκοσμιοποίηση είναι, πλέον, το δεδομένο και προσφέρει ευκαιρίες στους ικανούς. Όπως κάποια στιγμή οι νέοι εγκατέλειπαν τα χωριά τους για να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον στις πόλεις, έτσι και σήμερα έχουν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους αναζητώντας ευκαιρίες σε άλλες. Το να αρνούνται, εξαρχής, αυτή την προοπτική δρα περιοριστικά στο επαγγελματικό και επιστημονικό μέλλον τους.

Έγραφα, κάποια στιγμή, στο «Εγχειρίδιο Επιβίωσης» ότι η αγορά μοιάζει με κακομαθημένο παιδί. Όσα περισσότερα της προσφέρεις, τόσα περισσότερα ζητά. Αναφερόμουν στα εφόδια των εργαζομένων και, πια, είναι ολοφάνερο. Αρχικά, της δώσαμε εργαζομένους που ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν. Αμέσως μετά, η αγορά διεκδίκησε και σταδιακά εντόπισε εργαζομένους που διέθεταν ειδίκευση, γνώριζαν ξένες γλώσσες και ήταν εξοικειωμένοι με τους υπολογιστές. Η αχόρταγη, όμως, δεν ικανοποιήθηκε ούτε με αυτό. Πλέον, αναζητά άτομα με ισχυρή προσωπικότητα, πνευματικά καλλιεργημένα, δυναμικά, προσαρμοστικά, κοινωνικά, με στόχους, με δομή, με ενσυναίσθηση, με…, με… Ήδη, όσοι διαθέτουν τα συγκεκριμένα εφόδια αγνοούν τη λέξη ανεργία. Με τον καιρό θα εμφανιστούν περισσότεροι που θα διαθέτουν τον απαιτούμενο χαρακτήρα αλλά τότε η αγορά, είναι πολύ πιθανό, να αναζητά κι άλλα χαρακτηριστικά, τα οποία σήμερα φαντάζουν αδιανόητα.

Έτσι έχουν τα πράγματα, οπότε η γκρίνια για τα καημένα τα παιδιά δεν μπορεί να βοηθήσει στο παραμικρό. Απάντηση στην ανασφάλεια των καιρών είναι το ανοιχτό πνεύμα που θα οδηγήσει σε σύγχρονες και άρα σωστές επιλογές σπουδών αλλά και στην απόκτηση ισχυρών προσωπικοτήτων. Και σε αυτή την προσπάθεια ευθύνες πρέπει να αναλάβουν οι γονείς αλλά κυρίως η νέα γενιά που θα πρέπει να αμφισβητήσει και να προχωρήσει ακολουθώντας την πορεία που ήδη έχει χαράξει η εποχή.

Η γκρίνια μπορεί κάποτε να είναι ανακουφιστική αλλά ποτέ δεν έδωσε ουσιαστικές λύσεις.



Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Γονείς, american bar

Η κυρία απέναντί μου τα έχει πάρει πάρα πολύ με την κόρη της.

Η κόρη της είναι μαθήτρια της Γ΄ Λυκείου. Στη Β΄ Λυκείου, όταν και τη γνώρισα, είχε δηλώσει ότι επιθυμούσε να περάσει στη Νομική. Μέχρι τότε δεν είχε προσπαθήσει ιδιαίτερα αλλά ορκιζόταν ότι θα τα έδινε όλα στο μέλλον. Μέχρι εδώ τίποτε το περίεργο και το κακό. Το κακό είναι ότι το μέλλον, κάποια στιγμή, έρχεται είτε για να επιβεβαιώσει την αλήθεια των λόγων και των προθέσεων είτε για να τα διαψεύσει παταγωδώς.

Το μέλλον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έφτασε λίιιγο πιο γρήγορα από ό,τι περίμενε η κόρη και πολύυυ πιο σκοτεινό. Η κόρη της κυρίας, που έχω απέναντί μου, τελείωσε τη Β΄ Λυκείου χωρίς να ιδρώσει και, μάλλον, όχι επειδή δεν διαθέτει ιδρωτοποιούς αδένες. Πέρασε ένα υπέροχο καλοκαίρι διασκεδάζοντας και ξενυχτώντας χωρίς όριο. Από διάβασμα δεν έκανε και πολλά. Για να ακριβολογώ, δεν έκανε το παραμικρό. Πίστευε ότι είχε χρόνο μπροστά της και, μάλλον, είχε εμπιστοσύνη στις δυνατότητές της. Μπήκε στη Γ΄ Λυκείου ανανεώνοντας τους όρκους της και πράγματι τα έδωσε όλα για... δυο ή τρεις εβδομάδες. Μετά κουράστηκε και η ένταση της προσπάθειας άρχισε να φθίνει και να κινείται σε χαλαρούς ρυθμούς, τελείως αποσπασματικά και χωρίς ιδιαίτερη οργάνωση και συνέπεια. Η κυρία μητέρα της τα είχε πάρει με όσα έβλεπε και με όσα άκουγε από τους καθηγητές.

Παρ΄ όλα αυτά, όταν έφτασε η ώρα, η κόρη απαίτησε να πάει στην καθιερωμένη, πολυήμερη εκδρομή. Ε ναι, η τούρτα χρειάζεται και κερασάκι, διαφορετικά τι τούρτα θα ήταν. Εκείνες τις μέρες η κυρία μητέρα της έτυχε να περάσει από το φροντιστήριο κι ενώ, για μια ακόμη φορά, πήρε άσχημα μαντάτα για τις επιδόσεις του βλασταριού της, υπήρξε κάθετη: "Ε, πώς; Να μην πάει στην εκδρομή; Μια φορά γίνεται. Όλοι θα πάνε!".

Επειδή ούτε τα εισιτήρια της κόρης θα πλήρωνα ούτε θα την πήγαινα στην πλάτη εκδρομή, λόγος δεν μου έπεφτε.

Όλα καλά κι όλα ωραία. Η εκδρομή έγινε, τα παιδιά επέστρεψαν στη βάση τους και η κόρη χρειάστηκε μόνο τρεις τέσσερις μερούλες για να συνέλθει από την κούραση. Νέες υποσχέσεις για το επόμενο διάστημα, όρκοι πίστης εκ νέου αλλά...

Αλλά μετά από δυο εβδομάδες φτάσαμε στις διακοπές των Χριστουγέννων. Η κυρία μητέρα (ξανα)πέρασε από το φροντιστήριο για να ζητήσει να βοηθήσουμε την κόρη στην οργάνωση προγράμματος μελέτης για το διάστημα των διακοπών. Ήθελε να πιστεύει ότι ακόμη δεν είχε χαθεί τίποτε. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. 

"Εντάξει", της είπαμε, "τώρα που πήγε κι εκδρομή και διασκέδασε και εκτονώθηκε κι ανανεώθηκε, πρέπει να τα δώσει όλα. Να αποφύγει τα ξενύχτια και να εστιάσει στις υποχρεώσεις της, τις οποίες, μάλιστα, δεν της τις επέβαλε κανείς". 

Η κυρία απέναντί μου τα έχει πάρει πάρα πολύ με την κόρη της αλλά είναι και πάλι κάθετη. "Ε τι, δηλαδή, να μην πάει σε club τα Χριστούγεννα και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς; Όλοι θα πάνε. Δεν μπορώ να της το στερήσω αυτό".

Της φαινόταν τόσο παράξενο να βάλει όρια στο παιδί της. Της φαινόταν εξωπραγματικό ακόμη και να συζητήσει το ενδεχόμενο αυτό. Της ήταν αδιανόητο ότι κάποια παιδιά δεν θα πάνε ούτε σε club ούτε σε μπουζουκομάγαζα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει και να το αποδεχτεί. Κυρίως, όμως, δεν είχε το σθένος να συγκρουστεί με το παιδί της. Πιθανώς, δεν το είχε κάνει ποτέ. Πάντα θα ένιωθε φόβο μπροστά σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση, οπότε το παιχνίδι ήταν χαμένο εξαρχής.

Κατά τα άλλα, τα είχε πάρει πάρα πολύ -και πάλι- με την κόρη της.

Δυστυχώς, η κυρία -που τα έχει πάρει πολύ με την κόρη της- δεν είναι η εξαίρεση. Τείνει να γίνει ο κανόνας. Ένα μεγάλο ποσοστό γονιών αγνοεί το "όχι" απέναντι στα παιδιά, αδυνατεί να απαγορεύσει, ακόμη κι όταν παρατηρεί ότι τα πράγματα έχουν πάρει λάθος δρόμο, δεν έχει τη διάθεση και τη δύναμη να θέσει περιορισμούς, αγνοεί τον ρόλο του γονιού και επιζητά από τους εκπαιδευτικούς να τον αναλάβουν. 

Ναι, αλλά αυτοί δεν είναι γονείς, american bar είναι.



Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

Ιστορίες από το Μέλλον

Οι έξοδοι με τον γιο μου δεν υπήρξαν ποτέ μια βαρετή υπόθεση. Από τα πρώτα ήδη χρόνια 
του αποτέλεσε έμπνευση για μένα.

Στα πέντε του και με την άρνησή του να μεταφέρει "χαιρετίσματα στη μαμά" -σε μια εποχή που παρέχει τα τεχνολογικά μέσα για "άμεση" επικοινωνία- μού έδωσε την ιδέα για το πρώτο βιβλίο μου, το "Εγχειρίδιο Επιβίωσης". Σε αυτό προσπάθησα να ανακαλύψω και να καταγράψω τα στερεότυπα της γενιάς μου -για την οικογένεια, τη γνώση, την εργασία, τον χρόνο, τη θρησκεία, την πατρίδα, την κοινωνικότητα... και, παράλληλα, να τα ανατρέψω περιγράφοντας τον κόσμο που πλησίαζε με εξωφρενικά γρήγορους ρυθμούς, αδιαφορώντας για όσα θεωρούσαμε αλλά δεν ήταν δεδομένα.

Κάποια χρόνια αργότερα και στην προσπάθειά μου να κατανοήσω τα εφόδια που θα έπρεπε να αποκτήσει η γενιά του, ώστε να είναι ευτυχισμένη, έγραψα το δεύτερο βιβλίο μου, το "Μάθε, παιδί μου, γράμματα - Μέθοδος κατασκευής καλών μαθητών". Με αναφορές στο "Μυαλό", τη "Συναισθηματική Νοημοσύνη", τη "Δομή", τον "Στόχο" και την "Κοινωνικότητα", περιέγραφα -με ιδιαίτερα καυστικό και χιουμοριστικό τρόπο- τα γνωρίσματα του ανθρώπου, τα οποία θα του ανοίξουν δρόμους στη ζωή, παρέχοντάς του ευκαιρίες και εναλλακτικές, περιορίζοντας τα αδιέξοδα και τους περιορισμούς που συναντούν οι περισσότεροι.

Κατά καιρούς, αρκετά άρθρα μου υπήρξαν αποτέλεσμα επιλογών του ή συζητήσεων μαζί του.

Κάπως έτσι εξελίχθηκε και η σημερινή, πολύωρη, έξοδός μας.
Η συζήτηση, κάποια στιγμή, έφτασε στο αντικείμενό του και παρεμφερείς επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Βέβαια, αδυνατώ να κατανοήσω πιο ακριβώς είναι το αντικείμενό του και πολύ περισσότερο να το περιγράψω σε άλλους. Όταν με ρωτάνε "με τι ασχολείται ο γιος σου", έρχομαι, πραγματικά, σε πολύ δύσκολη θέση.
Συνειδητοποιώ ότι όλο και πιο συχνά αισθάνομαι απέναντί του όπως και οι πιο αδαείς μαθητές μου την ώρα του μαθήματος. Δεν καταλαβαίνω και πολλά. 
Ευτυχώς πήρε -κι από τους δυο γονείς- την ικανότητα να εξηγεί με εύληπτο τρόπο ακόμη και τα πιο σύνθετα επιτεύγματα, οπότε και αντιλαμβάνομαι, έστω επιφανειακά, προς τα πού βαδίζει τεχνολογικά ο κόσμος μας.

Η αλήθεια είναι ότι κάποια από τα θέματα της κουβέντας μας μου προκαλούν εκπληκτική έκπληξη. Δυσκολεύομαι να πιστέψω το μέγεθος της προόδου και το τι εργαλεία έχουμε, πλέον, στη διάθεσή μας. Κάπως έτσι ένιωσα σήμερα, όταν με πληροφόρησε για ένα πρόγραμμα, το οποίο, βασισμένο σε μια τεράστια τράπεζα πληροφοριών για οποιοδήποτε αντικείμενο, μπορεί να συνθέσει κείμενα με συγκεκριμένο θέμα και έκταση, να λύσει μαθηματικά ή άλλα προβλήματα, να γράψει ποιήματα με συγκεκριμένο θέμα, να προτείνει συνταγές μαγειρικής με συγκεκριμένα υλικά αλλά και συνταγές για ποτά...

Μου φάνηκε μαγικό και λίιιγο αδύνατο. Χρειάστηκε μια μικρή δοκιμή. Μου δημιούργησε λογαριασμό στην ιστοσελίδα και μου ζήτησε να γράψω τι ήθελα να κάνει για μένα.
Έδωσα παραγγελία για τη σύνθεση ενός ποιήματος με θέμα την αγάπη στο στιλ του T.S. Eliot.
Σε λίγα δευτερόλεπτα το αποτέλεσμα ήταν μπροστά μου. Το παραθέτω χωρίς την παραμικρή παρέμβαση:

Αγάπη, η άπιαστη, ευμετάβλητη δύναμη

Αυτή μας παρασύρει στην ταραχώδη πορεία της

Τραβώντας τις καρδιές μας, με την άμπωτη και τη ροή της

Μας αφήνει να αναρωτηθούμε, πού θα πάει


Μια στιγμή είναι μια φωτιά, που καίει λαμπερά

Μετά, είναι μια σκιά, που δεν φαίνεται

Μπορεί να μας ανεβάσει ή να μας ρίξει κάτω

Αλλά συνεχίζουμε να επιστρέφουμε, αναζητώντας το στέμμα της

 

Είναι ένα παζλ, ένα μυστήριο, ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ

Την ψάχνουμε, στην αιώνια φλόγα της αγάπης

Αλλά όταν βρεθεί, αξίζει τον πόνο

Γιατί η αγάπη, ω αγάπη, αξίζει ό,τι αποκτήθηκε

 

Κράτα γερά λοιπόν, την αγάπη που βρήκες

Αγαπήστε την, γαλουχήστε την, μην την αφήσετε ποτέ να πνιγεί

Γιατί στο τέλος, η αγάπη είναι το μόνο που μένει

Ένα λαμπερό φως, στις ατέλειωτες καταπονήσεις της ζωής


(!!!) Το αφιέρωσα στη γυναίκα μου, τη Ζέτα και παρά τις σκωπτικές αντιδράσεις της, εγώ συνεχίζω να πιστεύω ότι πρόκειται για ένα πολύ ωραίο και τρυφερό ποίημα.


Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Ιστορίες (μη) Επικοινωνίας

Διαβάζω σε έρευνα του Harvard (πρόκειται για αμερικανικό πανεπιστήμιο) ότι η ερώτηση "Τι κάνεις;", είναι η πιο στερεοτυπική και, παράλληλα, η πιο άχρηστη ερώτηση. Εκείνος που ρωτάει δεν θέλει, στην πραγματικότητα, να μάθει κι εκείνος που απαντά, μάλλον, δεν λέει την αλήθεια.

Και σκέφτομαι: Χρειαζόμασταν μια ολόκληρη έρευνα -και μάλιστα του Harvard- για να μάθουμε το απολύτως αυτονόητο; Πάντως, δεν ήρθε να προσθέσει κάτι καινούριο. Ελπίζω, δε, να μην απασχόλησε κάποια αξιόλογα επιστημονικά μυαλά από άλλες έρευνες, που θα μπορούσαν να πάνε την ανθρωπότητα μερικά βήματα μπροστά και να μη δαπανήθηκαν πόροι, οι οποίοι θα ήταν πολύ πιο χρήσιμοι σε άλλες μελέτες.

Προσωπικά, βέβαια, τα πορίσματά της με βόλεψαν πολύ. Μπορώ να την επικαλούμαι κάθε που χαρακτηρίζομαι "αντικοινωνικός".

Η ερώτηση "τι κάνεις;" είναι επιβεβλημένη από τους κανόνες του "καθωσπρεπισμού" και, με σιγουριά, δεν εξυπηρετεί ανάγκες κοινωνικότητας. Εξυπηρετεί την ανάγκη κάποιων να δείξουν κοινωνικοί ενώ, στην πραγματικότητα, δεν είναι, αφού κοινωνικός είναι εκείνος που ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την κοινωνία και άρα για τον συνάνθρωπο κι όχι εκείνος που αραδιάζει, με κάθε ευκαιρία, μπαρούφες, κενές περιεχομένου, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο επικοινωνεί. Εξυπηρετεί, επίσης, την ανάγκη του κάθε ανόητου να ξεφύγει από την αμηχανία που του προκαλεί το συναπάντημα με άλλους. Πιθανώς, σε μικρή ηλικία, έτρωγε κράξιμο, κάθε φορά που προτιμούσε τη σιωπή από την κενού περιεχομένου "επικοινωνία". "Ρώτα, βρε, τον μπατζανάκη μας, τι κάνει η κόρη του η Κατίνα", "Πες, βρε, στην κουμπάρα, τι σου έφερε ο Άγιος Βασίλης."...

Πριν μου αποδοθούν χαρακτηρισμοί (επειδή σας έφερα σε δύσκολη θέση), καλό είναι να σκεφτείτε πόσες ευχές δώσατε και πόσες ακόμη πρόκειται να δώσετε, ως το τέλος των γιορτινών ημερών, χωρίς, όμως, να τις εννοείτε πραγματικά. "Χρόνια Πολλά", "Καλά Χριστούγεννα", "Καλή Χρονιά", "Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος", "Καλά Φώτα", "Να χαίρεσαι το όνομά σου", "Να χαίρεσαι την οικογένειά σου",... Πόσες από αυτές βγήκαν από τα βάθη της ψυχής σας και πόσες ήταν αποτέλεσμα διδαγμένων κανόνων στερεοτυπικής συμπεριφοράς; 

Κατασπατάληση ενέργειας και χρόνου.

Η ερώτηση "τι κάνεις" και η συζήτηση που ακολουθεί δείχνουν και προκαλούν τόσο ενδιαφέρον όσο και η συζήτηση για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, ή η γνωστοποίηση της καθημερινότητάς σας με φρικιαστικές λεπτομέρειες ("Σηκώθηκα, πλύθηκα, ντύθηκα, πήγα στον μανάβη και πήρα..., μετά πήγα στον φούρνο και αγόρασα..., ήθελα να πάω και στον χασάπη, για να πάρω... αλλά γινόταν της μουρλής και δεν μπορούσα να περιμένω...). 

Κάποτε, βέβαια, εκείνος που έχει τη φαεινή ιδέα να ρωτήσει "Τι κάνεις;" την πατάει άσχημα, αφού βρίσκεται στην ανάγκη να ακούσει μια μακρόσυρτη απάντηση, εξίσου ανόητη και βαρετή: "Καλά, εσείς πώς είστε; Η μάνα σου, ο πατέρας σου, τα παιδιά, η γιαγιά, ο παππούς; Χαιρετισμούς να τους δώσεις από..., ξέρουν αυτοί.". 

Μου φαινόταν εξαιρετικά γελοίο αλλά αρχίζω, πλέον, να εκτιμώ εκείνους που το έχουν απλοποιήσει το πράγμα, συμπυκνώνοντας το σύνολο των ευχών στα: "Χρόνια πολλά για όλες τις μέρες", όταν συναντιούνται με κάποιον στην αρχή της εορταστικής περιόδου και "Χρόνια πολλά από όλες τις μέρες", όταν θα συναντήσουν κάποιον στο τέλος των γιορτινών ημερών. Οι συγκεκριμένοι -έχουν την αίσθηση- ότι δείχνουν κοινωνικοί και "καθώς πρέπει", αλλά, τουλάχιστον, δεν το κουράζουν ιδιαίτερα. Και -αυτό κυρίως- δεν σπαταλούν τον χρόνο των συνομιλητών τους.

Η εποχή μας χρειάζεται απλότητα και οικονομία χρόνου, οπότε, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε κάποιον, με τον οποίο δεν έχετε να πείτε και πολλά, να προτιμήσετε ένα γνέψιμο, ένα ανασήκωμα χεριού ή ένα χαμόγελο, πάντα από απόσταση. Δείχνουν σεβασμό, δεν είναι σπατάλη χρόνου και θα εκτιμηθούν. Παράλληλα -αν αυτό σας ενδιαφέρει- αποφεύγετε να σας χαρακτηρίσουν αντικοινωνικό. Παίζετε με τους κανόνες του "καθωσπρεπισμού" και διατηρείτε την ηρεμία σας.



Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Ιστορίες Χριστουγεννιάτικης φρίκης

Φέτος δεν την πάτησα.
Είναι δείγμα ωριμότητας. 
Γίνομαι πιο σοφός και το δείχνω. Το πράγμα κραυγάζει.
Παραμονή Χριστουγέννων και έχω αποφασίσει ότι δεν θα ζήσω τον εφιάλτη που λέγεται "έξοδος στο κέντρο της πόλης".
Γενικά, εδώ και χρόνια, τέτοιες μέρες -χρονιάρες λέγονται- δείχνω το φιλάνθρωπο πρόσωπό μου αφήνοντας ζωτικό χώρο στους καημένους τους Χριστουγεννάδες*. Χώρο για εξόδους, για αγορές, για βόλτες. Δείχνω σεβασμό. Οι άνθρωποι, από τις 365 μέρες του χρόνου, έχουν επιλέξει να "χαίρονται" ελάχιστες. Χριστούγεννα, Παρασκευές, κάποια Σάββατα, εθνικές και προσωπικές επετείους. Σούμα, δηλαδή, καμιά τριανταριά μέρες, αν όλα πάνε καλά.
Φρίκη.

Τις υπόλοιπες μέρες απλώς υπάρχουν περιμένοντας, μάλλον με συντροφιά την τηλεόραση ή καταναλώνοντας τις ανοησίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. 
Περιμένουν το εκπληκτικό και φρικαλέο: "Ε, όλοι θα βγουν, εμείς όχι;". 
Ε ναι, πρέπει να εκτεθούν φορώντας τα καλά, πλουμιστά ρουχαλάκια τους. Να τους δουν οι υπόλοιποι και να τους χαρούν. Κι αυτοί να δουν τους υπόλοιπους, ώστε να αντλήσουν υλικό για κοινωνικό σχόλιο. Γιατί πόσο μπορείς να συζητάς για τον καιρό; Τη θες την εναλλαγή.
Βέβαια, έχουν δικαιολογία. "Η παρέα θέλει...". 
Αλλά, αν ήταν έτσι, καλέ μου Χριστουγεννά, θα άλλαζες παρέα και θα απομακρυνόσουν από την αθλιότητα που σε περιβάλλει, αναζητώντας κάτι διαφορετικό. Αλλά δεν είναι έτσι και το γνωρίζεις. Γουστάρεις, Χριστουγεννά μου, τον πανικό, λατρεύεις τον χαμό, επιζητάς την αντάρα, όπως και ο λύκος.
Αδυνατείς να περάσεις καλά μόνο με την παρέα. Δεν το έχεις με τη συζήτηση. Θέλεις κουβεντολόι. Και το κουβεντολόι χρειάζεται συνεχή ανατροφοδότηση από απλοϊκά γεγονότα, τα οποία λαχταράς και μπορείς να σχολιάσεις. Τι φοράει ο ένας κι ο άλλος, με ποιον είναι ο άλλος και ο ένας, τι διάβασες στο ίνστανγκράμ σου ή στο φουμπού σου. 
Άλλωστε, μόνο για αυτό είσαι ικανός, Χριστουγεννά μου.

Κάπως έτσι, οι Χριστουγεννάδες αποφασίζουν ότι η παραμονή των Χριστουγέννων είναι η κατάλληλη μέρα για ψώνια, ενώ στα εμπορικά γίνεται της/του τρελής/ου και οι υπάλληλοι, που τα έχουν δει όλα, αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τους πελάτες, προκαλώντας τους εκνευρισμό. 
Και για καφέ και για τσίπουρα, ενώ στα καφέ και τσιπουράδικα γίνεται το αδιαχώρητο, υπάρχει ουρά αναμονής μισής και μίας ώρας, οπότε καταλήγει σε κάτι του στιλ "πίνω για να ξεχάσω ό,τι προηγήθηκε".
Ο κακός χαμός. Μποτιλιαρίσματα, κορναρίσματα, καθυστερήσεις, εκνευρισμός, φασαρία και, βέβαια, τσακωμοί. Το καλυτερότερο είναι αυτό. Τσακωμοί, γιατί "εγώ το είδα πρώτος το χρυσοποίκιλτο μπλουζάκι και το έχω σταμπάρει εδώ και βδομάδες". Τσακωμοί, γιατί "εγώ έχω προτεραιότητα στο χωριό μου". Τσακωμοί, γιατί "περιμένουμε περισσότερη ώρα για ένα τραπέζι, άσε που πρέπει να καθίσουμε πρώτο τραπέζι για να δείξουμε τα καινούρια ρουχαλάκια μας". Τσακωμοί, απλώς, για τη χαρά του τσακωμού.
Φρικαλέα φρίκη.
Οπότε, χαίρομαι τα Χριστούγεννα μακριά από όλο αυτό. Θα πάρω και τα βουνά. Ήδη έχω αρχίσει να ξεκουράζομαι, να διαβάζω, να οργανώνω τη δουλειά μου με ηρεμία και, βέβαια, να διασκεδάζω εκεί που οι Χριστουγεννάδες δεν διανοούνται και δεν μπορούν να το κάνουν.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους!


*Χριστουγεννάδες: Λέγονται και Σαββατάδες. Πρόκειται για πολυπληθή υποκατηγορία του ανθρώπινου είδους. Διασκεδάζει, ψωνίζει, βολτάρει, αποκλειστικά μέρες που (για έναν περίεργο λόγο) πιστεύει ότι πρέπει να το κάνει, επειδή το κάνουν και οι άλλοι, κι όχι επειδή πραγματικά το έχει ανάγκη.




Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Ιστορίες Διαγωνισμάτων

Και κάποια στιγμή φτάνει η ώρα του διαγωνίσματος. Και μαζί του φτάνει η ώρα της κρίσης και της αλήθειας. 

Μέχρι τότε ο μαθητής μπορεί να γκρινιάζει σε ημερήσια βάση: "Μα γιατί δεν τα πάω καλά;", "γιατί παίρνω χαμηλούς βαθμούς;", "γιατί δεν μπορώ να βρω τα κατάλληλα στοιχεία;", "γιατί αδυνατώ να εντοπίσω τα σωστά νοήματα του κειμένου;", "για ποιον λόγο δυσκολεύομαι να διατυπώσω σωστά;", "γιατί υπάρχω;", "τι θα κάνω στη ζωή μου;", "τι θα γίνω, όταν μεγαλώσω;" "τι θα μου φέρει ο Αϊ Βασίλης;",...

Μπορεί να δείχνει αλλά δεν είναι για γέλια. Πρόκειται για καθημερινό δράμα με πρωταγωνιστές μαθητές και καθηγητές! Θεωρώ ότι, αν οι μεγάλοι τραγωδοί ζούσαν σήμερα, θα αντλούσαν τη θεματολογία τους αποκλειστικά από τη φροντιστηριακή καθημερινότητα.

Όσο κι αν προσπαθεί ο δύσμοιρος ο καθηγητής, δύσκολα βρίσκει άκρη. "Έκανες, βρε παιδάκι μου, όσα έχουμε πει;", "προσπάθησες να δουλέψεις στο πρόχειρο;", "κράτησες σημειώσεις, πριν να γράψεις την περίληψη;"...

Συνήθως, ο μαθητής τα "έχει κάνει όλα αυτά και με το παραπάνω"! Η αδυναμία ή η αποτυχία του άρα συνδέεται με το μεταφυσικό. Η γειτόνισσα που τον/την μάτιασε. Η θεία -από τη μεριά του μπαμπά- που τον/την φθονεί, επειδή τα δικά της παιδιά είναι στούρνοι κι έκανε τάμα να μην τα καταφέρει. Άσε τον ανάδρομο Ερμή.

Εννοείται ότι ο/η μαθητής/τρια, συνήθως, λέει ψέματα. Θεωρεί ότι κάτι καταφέρνει με αυτό. Νομίζει ότι ρίχνει τις ευθύνες στον καθηγητή ενώ ο ίδιος είναι νερό για λειτουργιά. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να κοροϊδεύει τους έρμους τους γονείς του. Τον καθηγητή του όχι. Καταφέρνει, βέβαια, να τσιαταλιάζει τα νεύρα του καθηγητή, ο οποίος θα μπορούσε να τελειώνει την γκρίνια με συνοπτικές διαδικασίες ως εξής: 

Άκουσέ με, καλή/έ μου Λαλάκα/η, αν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς σου δεν κάνει ούτε για την ανακύκλωση, επειδή δεν έκανες όσα έπρεπε, τότε απέτυχες, απλώς, επειδή είσαι τεμπέλαρος/η. Μπορεί, επίσης, να φταίει η διάσπαση προσοχής που σε χαρακτηρίζει. Αν, όμως, καλή/έ μου Λαλάκα/η, θεωρείς ότι είχες αυτά τα τραγικά αποτελέσματα ενώ -έχεις την αίσθηση ότι- εφάρμοσες όλα όσα έχεις διδαχτεί, τότε είσαι τούβλαρος με περικεφαλαία και, μάλλον, δεν υπάρχει καμιά ακαδημαϊκή ελπίδα για σένα.

Για κακή τύχη του/της Μπούλη/ας (δεν είναι πραγματικά ονόματα μαθητών), όμως, κάποια στιγμή έρχεται η ώρα του διαγωνίσματος και τότε όλα αποκαλύπτονται. Ο καθηγητής έχει την ευκαιρία να δει τον/την Μπούλη/α (πόσο κοπιαστική είναι η αποφυγή των γλωσσικών στερεοτύπων!!!) σε πλήρη δράση και σε ζωντανή μετάδοση. Τον/την παρακολουθεί να γράφει ή και όχι, να σκέφτεται ή και όχι, να αξιοποιεί το πρόχειρο ή και όχι, να εφαρμόζει κανόνες ή και όχι, να χρησιμοποιεί όσα με κόπο έμαθε και κατανόησε ή και όχι...

Και τότε ο/η κάθε Μπούλης/α βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματικότητα, την οποία αδυνατεί να διαψεύσει. Μπορεί να ζήσει τον θρίαμβο, αν τα πήγε καλά ή πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, αν τα πήγε χάλια. Έχει δείξει και, κυρίως, έχει κατανοήσει σε ποιο σημείο πραγματικά βρίσκεται, έχει αντιληφθεί το επίπεδο και τις δυνατότητές του και, δυστυχώς, αν τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί καλά, ελάχιστοι μπορούν να αποδεχτούν τη σκληρή αλήθεια. 

Και τότε ο Λαλάκης, η Λαλάκα, ο Μπούλης, η Μπούλα και οι άμοιροι γονείς τους, καταφεύγουν στην έσχατη δικαιολογία. Ο Λαλάκης, η Λαλάκα, ο Μπούλης, η Μπούλα, τα σκ@τ%σαν επειδή είχαν άγχος ή επειδή δεν είχαν όρεξη, βρε παιδί μου, τη στιγμή της εξέτασης.

Αλλά ό,τι κι αν σκαρφιστεί ο μαθητής, για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, όλοι -κυρίως ο ίδιος- πλέον, ξέρουν. Όπως θα ξέρουν και στις Πανελλαδικές.


Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

Ιστορίες Ισορροπίας

Είναι μια από αυτές τις Κυριακές... 
Ξύπνημα αργά το πρωί και χουζούρεμα. Πρωινό και καφές χωρίς βιασύνη.
Επικοινωνία με τους συνεργάτες, προετοιμασία για την εβδομάδα που ξεκινάει και γραπτά. Κυρίως αυτά.

Φτάνει το απόγευμα χωρίς να το καταλάβω. Το βιβλίο που διαβάζω κάνει κοιλιά αλλά δεν μου πάει να το αφήσω. Κάτι με κρατάει και συνεχίζω την ανάγνωσή του.

Ένα μήνυμα στο κινητό -συνεννόηση για έξοδο- δίνει τη λύση. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, ετοιμάζομαι σε λίγα λεπτά. Σκέφτομαι: χαλαρή παρέα, ήρεμη κουβέντα, ωραία μουσική.

Φτάνω στον προορισμό. Όπως το φανταζόμουν και το επιθυμούσα: Χριστουγεννιάτικος διάκοσμος (όχι εξαλλοσύνες), λίγοι και καλοί και κυρίως όχι λάτρεις του mundial. 

Τα ποτά σερβίρονται και η κουβέντα αρχίζει. Τα νέα μας, τις ανησυχίες μας, τις στενοχώριες μας, τα κουτσομπολιά μας και -τι ωραία- τη μουσική.

Δεν χρειάστηκε πολύ. Ο μπάρμαν θυμήθηκε ότι στην αποθήκη υπάρχει μια cdιέρα και μερικές εκατοντάδες cd με κομμάτια που μας τρέλαιναν πριν χρόνια και που ακούμε ακόμη και σήμερα. Δεν αργεί να τα φέρει, να τα καθαρίσει, να τα συνδέσει και να βάλει υπέροχες μουσικές.

Νοσταλγία, χαρά, κέφι... Στα γρήγορα κανονίστηκε ένα πάρτι. Κοντά στις γιορτές. Αποφασίστηκε ποιος θα βάζει μουσική και ποιος θα βρίσκεται πίσω από το μπαρ. Μάλλον, αποφασίστηκε και ποιοι θα βρίσκονται έξω από το μπαρ. Καλή μουσική, λίγοι άνθρωποι, αυθόρμητοι, κεφάτοι, που αποζητούν την καλή παρέα.

Έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Λίγο τυχαία, λίγο απρόσμενα, πολύ κεφάτα, μια από... αυτές τις Κυριακές.