Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Προοπτικές σχολών, Αδιέξοδα παιδιών

"Στόχευε στο φεγγάρι. Ακόμα κι αν αστοχήσεις,
θα βρεθείς κάπου ανάμεσα στα Αστέρια".
Με βεβαιότητα ΔΕΝ το είπε ο Κομφούκιος

«Αποδέχομαι και οριστικοποιώ»! Τη στιγμή που και ο τελευταίος υποψήφιος πατούσε το εικονίδιο στην οθόνη του υπολογιστή καταθέτοντας το μηχανογραφικό του, ένιωσα σαν τον Βεζούβιο τη στιγμή της μεγαλειώδους έκρηξής του, η οποία αφάνισε την Πομπηία. Εγώ βέβαια, δεν προκάλεσα τέτοια καταστροφή αλλά ο αυθόρμητος αναστεναγμός μου παρέσυρε όλη την ένταση που είχα συσσωρεύσει βοηθώντας παιδιά στην επιλογή σχολών. Ευτυχία! Όχι γιατί άφηνα πίσω μου την απάνθρωπη κούραση των ημερών αλλά επειδή θα αργούσα να ξανακούσω τη λέξη «προοπτικές», με την οποία βομβαρδίστηκα από τελειοφοίτους και γονείς για αρκετές μέρες.
«Ποια σχολή έχει προοπτικές;», «Βρείτε μου σχολές με προοπτικές!», «Η τάδε σχολή μου αρέσει αλλά ο μπατζανάκης του θείου μου μας είπε ότι δεν έχει προοπτικές!», «Η Αφροξυλάνθη, η κόρη της κουμπάρας μας, μου σφύριξε κλέφτικα ότι η δείνα σχολή έχει προοπτικές!». Άκουγα για προοπτικές που υπάρχουν ή που δεν υπάρχουν κι ένιωθα έναν οξύ πόνο στα μηνίγγια. Ειδικοί και κυρίως ανειδίκευτοι εγκατέλειψαν πρόθυμα καθετί, για να καταπιαστούν αποκλειστικά με τον εντοπισμό προοπτικών σε σχέση πάντα με τις πανεπιστημιακές σχολές. Ακόμα και οι προοπτικές της χώρας μας, που πάει κατά διαβόλου, τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα.
Οι… «προοπτικολόγοι», βέβαια, μπορούν να καταλάβουν από προοπτικές όσα και η καμέλια που φύτεψε πρόσφατα μια φίλη μου και πάει από το κακό στο χειρότερο (η καμέλια, όχι η φίλη)! Αυτοί, λοιπόν, αγνοούν κάτι απλό. Αγνοούν ότι ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά κι ότι οι εποχές που μπορούσε κανείς να αναζητά προοπτικές πανεπιστημιακών σχολών έχουν εξαφανιστεί μαζί με τα μαμούθ και τον χιονάνθρωπο των Ιμαλαΐων. Οι παγκόσμιες συνθήκες έχουν ανατραπεί, γεγονός που περιγράφω αναλυτικά και με πολύ ωραίο τρόπο στο βιβλίο μου «Εγχειρίδιο Επιβίωσης», για το οποίο, όσο περνάει ο καιρός, γίνομαι και πιο περήφανος.
Λοιπόν, προ αμνημονεύτων χρόνων υπήρχαν σχολές με προοπτικές. Ήταν οι εποχές που ελάχιστοι σπούδαζαν. Οι περισσότεροι από άγνοια ή τεμπελιά έμεναν ξύλα απελέκητα. Τότε η σχολή (οποιαδήποτε σχολή) έδινε σε όσους την τελείωναν σημαντικές ευκαιρίες. Ο ανταγωνισμός ελάχιστος έως ανύπαρκτος. Από τη στιγμή που γεμίσαμε κάθε κουτσοχώρι με σχολές δίνοντας το δικαίωμα ακόμα και σε αγράμματους ανθρώπους (έτσι ακριβώς!) να σπουδάζουν, ανατράπηκαν τα πάντα και κυρίως ανατράπηκαν -μάλλον αφανίστηκαν- οι προοπτικές. Απορίες; […]
Εντάξει, κάτω τα χέρια. Παράδειγμα, ώστε και ο πιο ηλίθιος να αντιληφτεί τα δεδομένα. Η σχολή των Μηχανολόγων Μηχανικών είναι μια από τις πιο αξιόλογες και περιζήτητες σχολές. Σχολή με κύρος, με πλήθος σύγχρονων εναλλακτικών κατευθύνσεων και κυρίως με υψηλή βάση. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει ως σχολή με εκπληκτικές προοπτικές. Ναι αλλά αυτό δε σημαίνει πλέον τ ί π ο τ α (Διαβάστε ως μια λέξη. Τα αραιά γράμματα απλώς δίνουν έμφαση!). Γνωρίζω Μηχανολόγους που διαπρέπουν στη χώρα μας ή στο εξωτερικό σε αρκετούς κλάδους. Παράλληλα, όμως, γνωρίζω Μηχανολόγους που φυτοζωούν, ασχολούνται με παπαρούνες ή παραμένουν άνεργοι…
Αν ακόμα δεν καταλάβατε τι θέλω να πω, τότε ο εγκέφαλός σας έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη και είστε χάλια. Εκείνο που προσπαθώ να πω (έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου και θέλει κούρεμα πια) είναι ότι πλέον δεν υπάρχει ούτε μία σχολή με προοπτικές. Δεν είναι τραγικό και με βεβαιότητα δεν εννοώ ότι ζούμε το «τέλος των προοπτικών». Οι προοπτικές, όμως, σήμερα έχουν μετακινηθεί και αναφέρονται όχι σε σχολές αλλά σε άτομα. Ό,τι και να σπουδάσει κάποιο παιδί σήμερα, όσες γλώσσες κι αν γνωρίζει, όση εξοικείωση με σύγχρονες τεχνολογίες κι αν διαθέτει, δεν πρόκειται να καταφέρει το παραμικρό, αν δε διαθέτει π ρ ο σ ω π ι κ ό τ η τ α (Διαβάστε ως μια λέξη. Τα αραιά γράμματα και πάλι για έμφαση!).
Το βαρετό, κλασικό πρόβλημα. Τι σημαίνει προσωπικότητα; Αυτό το έχω αναλύσει διεξοδικά και με πολύ ωραίο τρόπο στο άλλο βιβλίο μου «Μάθε, Παιδί μου, Γράμματα», για το οποίο επίσης, όσο περνάει ο καιρός, γίνομαι και πιο περήφανος! Τα γνωστά (όλο και περισσότερα) μαμούχαλα παιδιά θα αποτύχουν, θα κινηθούν στη μετριότητα και τη μιζέρια, θα οδηγηθούν σε αδιέξοδα ακόμα κι αν τελειώσουν την καλύτερη σχολή του κόσμου. Αυτά το πολύ να επιδιώξουν την επιβίωση σαν σύγχρονοι Κούντα Κίντε (ένας από τους διασημότερους τηλεοπτικούς δούλους)! Από την άλλη, παιδιά που διαθέτουν αυτογνωσία, ονειρεύονται, γνωρίζουν την πραγματικότητα, παίζουν την εξέλιξη στα δάχτυλα σαν κομπολόι, αναζητούν, θέτουν στόχους και κυρίως -προσέξτε αυτό- αγωνίζονται με πάθος χωρίς χρονοτριβή, θα πετύχουν. Και θα πετύχουν όχι γιατί θα τελειώσουν μια σχολή με… προοπτικές αλλά γιατί πρόκειται για άτομα με… προοπτικές. Τα παιδιά αυτά (πόσο ελάχιστα!) ακόμα κι αν δεν καταφέρουν να φτάσουν στο φεγγάρι, θα βρεθούν ανάμεσα στα αστέρια φωτίζοντας λίγο παραπάνω το μίζερο κόσμο που έχουμε δημιουργήσει.


Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Παιδιά για λασπόνερα ή για Ωκεανούς;

Με τους γονείς, όταν τα παιδιά τους πλησιάζουν στις πανελλαδικές εξετάσεις, συμβαίνουν δυο πράγματα. Το ένα είναι ότι βιώνουν κοινά συναισθήματα. Άγχος, ανασφάλεια, αγωνία, λύπη για το καμάρι τους. Το δεύτερο είναι ότι για κάποιο ανεξήγητο λόγο διαβάζουν φανατικά τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη» και ασπάζονται δογματικά το απόσπασμα: «είμαστε εις το εμείς κι’ όχι εις το εγώ». Το συμπέρασμα μπορεί να φαντάζει αλλά δεν είναι αυθαίρετο. Συγκεντρωθείτε. Το «εμείς» είναι τόσο σπάνιο στο λεξιλόγιό μας όσο και τα τζετ σκι στο Βόρειο Πόλο. Οι συμπατριώτες μας δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο «εγώ». Κι ενώ αυτό συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία αναμφισβήτητα, οι γονείς στρέφονται στο «εμείς» εκφράζοντας την αδιάρρηκτη σχέση τους με το παιδί τους.
Ας μην είμαι απόλυτος και προκαλώ εντάσεις στον περίγυρό μου. Δεν το κάνουν όλοι οι γονείς. Γνωρίζω δυο που δεν το κάνουν! Το ποσοστό, όμως, εκείνων που αντιμετωπίζουν μια τέτοια κρίση ταυτότητας αυξάνει γεωμετρικά. Όταν το παιδί πλησιάζει στις πανελλαδικές, οι γονείς εγκαταλείπουν το «εγώ» (ο εαυτός τους) και το «αυτά» (τα παιδιά) και αυθαίρετα τελείως οικειοποιούνται το «εμείς» (γονείς και παιδιά).
«Διαβάζουμε αρκετές ώρες», «έχουμε υψηλούς στόχους», «αργήσαμε να κοιμηθούμε, γιατί σήμερα γράφουμε διαγώνισμα στο ΑΟΔΕ», «μας αδίκησε ο καθηγητής του ΑΟΘ», «πήραμε πολύ καλούς βαθμούς», «νταλακιάσαμε από τους πολλούς χυμούς»! Αυτά και άλλα πολλά ακούει κανείς από γονείς που μετά την πάροδο δυο αιώνων ασπάστηκαν την προτροπή του Μακρυγιάννη. Εννοείται, βέβαια, ότι αυτό το «εμείς» δεν εμπεριέχει ψήγματα δημοκρατίας. Αποτελεί την έκφραση της απόλυτης γονικής τυραννίας. Τα παιδιά σε καμιά περίπτωση δε ρωτήθηκαν γι αυτό το σύμπλεγμα χαρακτήρων, συμφερόντων και επιδιώξεων. Αποτελεί μονομερή απόφαση των γονιών και επιβάλλεται ποικιλοτρόπως.
Οι γονείς, βέβαια, προσπαθούν να δώσουν επίφαση ελευθερίας στο όλο κλίμα. Αποφασίζουν οτιδήποτε και μετά… το συζητάνε με το παιδί. Η «συζήτηση» -θα τη ζήλευε κάθε βασανιστής στο Γκουαντάναμο- κινείται μεταξύ απειλών και τρομοκρατίας σε περίπτωση που ο Μπούλης (τυχαίο όνομα παιδιού) δεν αποδέχεται δουλικά τις προειλημμένες επιλογές των γονιών. Έτσι, ο Μπούλης προετοιμάζεται για τη μελλοντική δουλική συμπεριφορά του, την εκμετάλλευσή του από άλλους, στους οποίους θα εκχωρεί το δικαίωμά του να αποφασίζουν γι αυτόν.
Οι συγκεκριμένοι γονείς γνωρίζουν από διαπαιδαγώγηση όσα κι ένα σκεπάρνι. Αδυνατούν να σκεφτούν τι θα συμβεί στο επόμενο δέκατο του δευτερολέπτου, οπότε αδυνατούν να καταλάβουν τι θα συμβεί στις επόμενες δεκαετίες στο παιδί. Αυτό το «εμείς» εμπεριέχει την απόλυτη ψυχοπνευματική σύγκρουση. Από τη μια, σ’ αυτό εντάσσονται οι γονείς. Άνθρωποι άλλης εποχής που αγνοούν τα δεδομένα που έχουν εδραιωθεί. Οι αντιλήψεις, τα ενδιαφέροντα, οι στόχοι τους έχουν διαμορφωθεί κατά το παρελθόν. Είναι, μάλλον, συντηρητικοί. Από την άλλη, τα παιδιά. Αυτά τώρα διαμορφώνουν προσωπικότητα, απόψεις, όνειρα και με βάση αυτά επιθυμούν να σχεδιάσουν το μέλλον τους. Αγνοούν το παρελθόν και προσπαθούν να κατανοήσουν το μέλλον. Είναι δυνάμει προοδευτικά. Είναι δυνατόν, λοιπόν, να συνυπάρξουν σ’ αυτό το γονικό «εμείς» ο συντηρητισμός και η προοδευτικότητα;
Απλώς δεν είναι. Συντηρητικοπροοδευτικός άνθρωπος δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει, όσο κι αν προοδεύσει η κλωνοποίηση. Πού οδηγεί αυτό το κλίμα; Η πιθανότητα από αυτή τη συνύπαρξη να βγουν προοδευτικοί γονείς δεν παίζει, αφού ο Μπούλης δεν εκφέρει άποψη, εκτός κι αν ταυτίζεται με εκείνη των γονιών. Οπότε πολύ απλά οδηγεί στη δημιουργία συντηρητικών παιδιών που δε θα γνωρίζουν την τύφλα τους τη μαύρη για τον κόσμο που θα ζήσουν. Όσο για τα εφόδια που θα αποκτήσουν, ας μην το πολυκουβεντιάζουμε, γιατί θα στενοχωρηθούμε.
Κάποιοι θα σκέφτονται: «μα καλά και δεν επαναστατούν τα παιδιά σε μια τέτοια κατάσταση»; Κούνια που τα κούναγε αν τολμήσουν και να σκεφτούν την πιθανότητα αντίδρασης. Τρομοκρατική προσέγγιση του μαύρου μέλλοντος που μας προετοιμάζει το ΔΝΤ, δακρύβρεχτες επισημάνσεις ως προς την κλονισμένη υγεία των γονιών, εκφοβισμός για τον κίνδυνο μιας λαθεμένης επιλογής… Κάθε διάθεση αντίδρασης πάει περίπατο. Τι σόι επανάσταση να κάνει το παιδάκι; Παιδάκι είναι, δεν είναι ο Τσε Γκεβάρα. Άλλωστε, οι γονείς πείθουν το παιδί ότι η δυναστική συμπεριφορά τους πηγάζει από αγάπη και διάθεση φροντίδας προς αυτό. Το παιδάκι αισθάνεται ότι η παραμικρή αντίθεση στους γονείς που «θέλουν το καλό του» ισοδυναμεί με αμαρτία που οδηγεί στην κόλαση του Δάντη.
Είναι θέμα ψυχολογίας. Οι συγκεκριμένοι γονείς καμιά εμπιστοσύνη έχουν στα παιδιά τους. Είναι σαν να τους λένε: «Εσύ που είσαι ηλίθιο, βλαμμένο και ανώριμο και πάντα θα τα σκατώνεις, να ακούς εμένα που είμαι μεγάλος και κάτι παραπάνω θα ξέρω από αυτά».
Αν εμπιστεύομαι κάποιον, τον θεωρώ ικανό να σκέφτεται σωστά, να παίρνει πρωτοβουλίες και να αναλαμβάνει ευθύνες, του αφήνω περιθώρια αυτενέργειας. Δεν προσπαθώ να τον ευνουχίσω πνευματικά και συναισθηματικά. Όμως, οι γονείς που, όπως ισχυρίζονται, «επιδιώκουν το καλό των παιδιών τους» ας έχουν υπόψη τους ότι «νέους Ωκεανούς ανακαλύπτει μόνο εκείνος που έχει το κουράγιο να χάσει την ακτή από τα μάτια του». Τα τρομαγμένα παιδιά δεν είναι ικανά να κολυμπήσουν μόνα τους ακόμα και στα πολύ ρηχά, λασπόνερα!

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Διανοούμενοι κατά παραγγελία

Άρθρο στο protagon.gr





«Οι μεγάλοι άνθρωποι μιλούν για ιδέες.

Οι μεσαίοι άνθρωποι μιλούν για γεγονότα.

Οι μικροί άνθρωποι μιλούν για τους άλλους».


Ο ελληνισμός είχε ανέκαθεν βαθιές πνευματικές ρίζες. Στα δύσκολα και στα εύκολα η πνευματική αναζήτηση υπήρξε για μας εθνικό σπορ. Όλες οι εκφάνσεις της ζωής του νεοέλληνα αποπνέουν πνευματικότητα. Οπότε και κατά τη μίζερη περίοδο που διανύουμε, δε θα μπορούσαμε παρά να αναζητάμε, σε κατάσταση «ένθεης μανίας και έξαλλου ενθουσιασμού», τους διανοουμένους για να μας καθοδηγήσουν. Κάθε καρυδιάς καρύδι σε τηλεπαράθυρα, καφενεία, blogsκαι παραλίες ψάχνει τους πνευματικούς ανθρώπους. Τα… καρύδια διερωτώνται έμπλεα αγωνίας: «Μα τι κάνουν οι διανοούμενοι;», «Γιατί σιωπά η πνευματική ηγεσία;», «Πού έχει λουφάξει η διανόηση;». Πολύ λογικό! Δηλαδή, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και ρημάξαμε τα πάντα, επειδή λάβαμε σοβαρά υπόψη μας τις αγωνίες του πνευματικού κόσμου;

Πιθανώς όλοι αυτοί οι Σέρλοκ Χολμς ούτε που γνωρίζουν τι αναζητούν. Απλώς αναζητούν σωσίβια και κάπου πήρε το αφτί τους ότι οι διανοούμενοι έχουν τις λύσεις. Μα οι διανοούμενοι δεν είναι πιάτο ημέρας. Δεν τους παραγγέλνεις με συνοδεία χωριάτικης και πατατοκεφτέδων, όποτε νιώσεις όρεξη γι αυτούς. Δεν εμφανίζονται μόλις ο λαός(;) τούς καλέσει. Οι διανοούμενοι δεν αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι με ηχηρές ανακοινώσεις του στιλ: «Εμείς οι πνευματικοί άνθρωποι…». Δε λένε όσα θέλει να ακούσει ο λαός χαϊδεύοντας τα αφτιά του.

Απορία. Κι όλοι εκείνοι, που σήμερα επαναλαμβάνουν συνθήματα της πλατείας στα τηλεπαράθυρα ή σε επιστολές αυτοαποκαλούμενοι «διανοούμενοι», δεν είναι τέτοιοι; Όχι βέβαια, δεν είναι. Μπορεί να είναι μπακλαβάδες, ιμάμ, κριτσίνια αλλά διανοούμενοι δεν είναι. Αυτοί είναι πιάτο κατά παραγγελία. Σκέφτονται: «Τι θέλει να ακούσει ο λαός και οι τηλεπαραθυράδες; Ας τους το πούμε, για να ικανοποιήσουμε τη ματαιοδοξία μας και να γνωστοποιήσουμε την ύπαρξή μας». Ασχολούνται με γεγονότα, τα οποία πλέον θα εντόπιζε ακόμα και ο Γκούφη, ο οποίος ποτέ δεν εντάχθηκε στην πνευματική ελίτ των κινουμένων σχεδίων.

Ο διανοούμενος κινείται στο χώρο των ιδεών. Κι αυτές μπορεί να ξεπηδούν από το χώρο της τέχνης, της επιστήμης, της εκπαίδευσης, της πολιτικής, της θρησκείας… Όσοι εντοπίζουν και διατυπώνουν τις ιδέες δικαιούνται τη σφραγίδα του διανοουμένου. Αυτό εννοούμε με τη φράση: διανοούμενος με βούλα. Οι άβουλοι, δηλαδή όσοι δεν έχουν βούλα, δεν εμπίπτουν στη διανόηση. Ο πνευματικός άνθρωπος αποκτάει τη βούλα του από την κοινή γνώμη, εξαιτίας δυο γνήσιων γνωρισμάτων του: της σφαιρικής παιδείας του και της κοινωνικής συνείδησής του. Το πρώτο του επιτρέπει να αποκωδικοποιεί και να κατανοεί τις εξελίξεις εντοπίζοντας προοπτικές και κινδύνους πριν οποιονδήποτε άλλον. Το δεύτερο του προσφέρει το κίνητρο και τη διάθεση να γνωστοποιεί τις σκέψεις, τις ανησυχίες, τα συμπεράσματά του σε σύνολα, μικρά ή μεγάλα.

Όσοι τώρα αναζητούν τους ανθρώπους της διανόησης και ασχολούνται με αυτούς απαξιωτικά, εκφράζουν άγνοια και μετριότητα. Όταν έπρεπε να ακούσουν τους διανοουμένους, το έπαιζαν τρελίτσα. Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Άλλωστε, αυτή είναι η συνήθης πρακτική του μικρομεσαίου ανθρώπου. Όταν ακούει κακά μαντάτα, σκοτώνει τον αγγελιαφόρο. Οι άνθρωποι του πνεύματος την έκαναν τη δουλειά τους παστρικά κι ωραία. Πάντα την κάνουν. Μέσα σε αμφιθέατρα, μέσω του καλλιτεχνικού έργου τους, με αρθρογραφία… έδειχναν ότι ο δρόμος που ακολουθούσαμε ήταν επικίνδυνος. Όλοι τούς ακούγαμε να εκφράζουν ανησυχίες για την πολιτική αδιαφορία που άφηνε ανεξέλεγκτους τους επίορκους λαϊκιστές πολιτικούς, για τον αμετροεπή τρόπο ζωής μας, για την επιδιωκόμενη χλιδή που, όμως, δε στηριζόταν στην παραγωγικότητα, για…, για..., για… Ποιος τους έδωσε προσοχή; Ελάχιστοι! Ήταν η εποχή των παχιών αγελάδων κι όποιος προσπαθούσε να πει την αλήθεια, ήταν κακός και δεν τον παίζαμε. Δώσε μας παραμύθι και πάρε μας τον Παρθενώνα.

Τώρα όλοι συνωστίζονται στην ουρά για να παραγγείλουν το διανοούμενό τους. «Παρακαλώ μού σερβίρετε ένα διανοούμενο που θα λέει ό,τι θέλω να ακούσω. Ένα διανοούμενο που θα βροντοφωνάξει: “Έξω η τρόικα και το ΔΝΤ”, “Να μην πληρώσουμε όσα χρωστάμε”, “Να μη γίνουν απολύσεις στο δημόσιο”, “Να μη μειωθεί το εισόδημά μας”…»

Οι διανοούμενοι, όμως, δεν είναι πιάτο ημέρας. Δε λειτουργούν κατά παραγγελία και δεν τους κάνουν το χατίρι. Κι όσο δεν τους το κάνουν, παραμένουν αόρατοι. Όχι επειδή λουφάζουν αλλά επειδή φοβόμαστε να τους ακούσουμε. Οι άνθρωποι του πνεύματος σήμερα μιλούν για θυσίες που πρέπει να γίνουν από όλους, για παραγωγικότητα και επιχειρηματικές ιδέες που θα ξαναβάλουν την Ελλάδα στο παγκόσμιο παιχνίδι. Μιλούν κυρίως για αλλαγή νοοτροπίας -οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής- που θα αλλάξει το πολιτικό σκηνικό απαλλάσσοντάς μας από τους ανίκανους πολιτικούς.

Οι διανοούμενοι μιλούν χωρίς να κραυγάζουν. Δεν εισβάλλουν βίαια στο χώρο κανενός. Μοιράζονται τις ιδέες τους με εκείνους που είναι έτοιμοι για αλήθειες κι όχι με όσους νιώθουν λιγούρα για μουσακά.