Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Αναγνωρίζοντας (και αποφεύγοντας) ηλιθίους

Το να έρχεσαι καθημερινά σε επαφή με πολλούς ανθρώπους είναι γεγονός δραματικό, έτσι κι αλλιώς. Χωρίς προϋποθέσεις. Καταντάει δε τραγωδία, για όσους διαθέτουν κριτήρια επιλογής. Δε θα κάνουν παρέα με όλους (βαριούνται), δε χαμογελούν σε όλους (δε δίνουν θάρρος), δεν έχουν «έναν καλό λόγο για όλους» (δεν αρκεί να είναι κάποιος «αδιάφορος»). Το να οριστεί η «ηλιθιότητα» είναι δύσκολη υπόθεση. Διαχρονικά. Ο καθένας, ακόμα κι αυτός που αποτελεί τον απόλυτο και ολοκληρωτικό ορισμό του ηλιθίου στο λεξικό του Μπαμπινιώτη, χαρακτηρίζει διαρκώς κάποιους άλλους ως ηλιθίους. Αυτός, όμως, διαθέτει πράγματι το αισθητήριο αντίληψης της ανοησίας των άλλων; Όχι! Αυτός χαρακτηρίζει ηλιθίους απλώς όσους δε συμφωνούν μαζί του. Όποιος διαφωνεί μαζί τους, «φυσικά, και είναι ηλίθιος»! Αυτοί, λοιπόν, δεν πιάνονται. Το να χαρακτηρίσεις κάποιον ηλίθιο προϋποθέτει αντικειμενικά κριτήρια. Κριτήρια την παγίδα των οποίων ακόμα και ο πιο... ευφυής ηλίθιος αδυνατεί να αποφύγει. 
Τα πονήματα, από την αρχαιότητα ως σήμερα, με αντικείμενο τον ορισμό, τα κριτήρια αναγνώρισης και τους τρόπους εκδήλωσης της ηλιθιότητας, συγκλίνουν σε δυο αβίαστα συμπεράσματα: α) Είναι αδύνατον να προφυλαχτείς από τον ηλίθιο, γιατί ό,τι κάνει, το κάνει από βλακεία, γεγονός που τον καθιστά τελείως απρόβλεπτο και εξαιρετικά επικίνδυνο. β) Ο ηλίθιος είναι αδύνατο να είναι δημιουργικά πρωτότυπος. Οδηγείται, βέβαια, κάποτε σε εξωφρενικά βλακώδεις ενέργειες αλλά αυτές απλώς διευρύνουν τα όρια της βλακείας που έχουμε υπόψη μας. Οι ενέργειες αυτές, με σιγουριά δεν είναι δημιουργικές. 
Το πρώτο συμπέρασμα (το α που προηγήθηκε) είναι ανησυχητικό. Το δεύτερο, όμως, συμπέρασμα (το β, που ακολουθεί το α που προηγήθηκε) ίσως μας προσφέρει τα κριτήρια αναγνώρισης της ηλιθιότητας και πιθανώς δυνατότητες προφύλαξης από αυτήν. 
Αφού η δημιουργική πρωτοτυπία δεν αποτελεί -σε καμιά περίπτωση- ίδιον του ηλιθίου, αυτός είναι δέσμιος στερεοτύπων. Τα γνωστά κλισέ. Οι επιλογές, οι ενέργειες και κυρίως οι θέσεις που διατυπώνει δεν αποτελούν παρά χιλιοειπωμένες βλακείες που έχουν καθιερωθεί ακριβώς γι αυτό το λόγο. Να εξυπηρετούν τους ηλιθίους. Η χρήση κλισέ αποτελεί πειστήριο βλακείας. Δηλώνει ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δε διαθέτει ίχνος πρωτοτυπίας. Αυτός μοιάζει με το θολό αποτέλεσμα του καρμπόν. Μην έχοντας καμιά δυνατότητα να εκστομίσει κάτι ευφυές, χρησιμοποιεί απόψεις άλλων, σε μια προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων. Και τις δημιουργεί... με το εντυπωσιακό επίπεδο βλακείας του. Τα άτομα αυτά δεν πρέπει να χαρακτηρίζουν ποτέ και κανέναν ηλίθιο, γιατί τότε απλώς εκτίθενται. Δείχνουν έτσι ότι αδυνατούν να κατανοήσουν το αυτονόητο, δηλαδή, ότι είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να υπάρχει κάποιος πιο ηλίθιος από αυτούς. 
Ενδεικτική της βλακείας κάποιου είναι η φράση «Το ξέρω αλλά δεν μπορώ να το εκφράσω». Πολυετείς έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όσοι τη χρησιμοποιούν είναι ολοκληρωτικά και απαρέγκλιτα ηλίθιοι. Ο ανθρώπινος νους σκέφτεται με δυο τρόπους. Με λέξεις και με εικόνες. Αυτό σημαίνει ότι αν «ξέρω» κάτι, το έχω στο μυαλό μου είτε με λέξεις, τις οποίες μπορώ και να διατυπώσω -προφορικά ή γραπτά- είτε με εικόνες, οπότε και μπορώ να το… ζωγραφίσω. Το να «ξέρει» κανείς οτιδήποτε αλλά να αδυνατεί να το εξωτερικεύσει, απλώς δεν παίζει, οπότε είναι καλύτερο να δηλώνει εξαρχής την άγνοιά του, παρά να εξευτελίζεται με εξευτελιστικό τρόπο. 
Επίδειξη και συνάμα απόδειξη απέραντης ανοησίας αποτελεί και η έκφραση: «Στον προφορικό λόγο είμαι πολύ καλός, στο γραπτό έχω πρόβλημα». Είναι γεγονός ότι γραπτός και προφορικός λόγος στηρίζονται σε κοινούς γλωσσικούς κανόνες, αξιοποιούν το ίδιο λεξιλόγιο και πηγάζουν από το ίδιο κέντρο (σκέψης) του εγκεφάλου. Αποτελούν, με απλά λόγια, εκφράσεις της γλώσσας. Και η γλώσσα δεν είναι κάτι αυτόνομο. Αντικατοπτρίζει την παιδεία του ατόμου. Υπάρχουν άρα δυο πιθανότητες (εξαίρεση άτομα με συγκεκριμένα προβλήματα). Ή κάποιος διαθέτει υψηλό επίπεδο παιδείας και άρα γλωσσική καλλιέργεια, οπότε και την αξιοποιεί, γράφοντας και μιλώντας, ή διαθέτει παιδεία κοτόπουλου, οπότε είτε προφορικά είτε γραπτά αδυνατεί να διατυπώσει κάτι με αρχή, μέση και τέλος. Η ψευδαίσθηση που χαρακτηρίζει τα συγκεκριμένα άτομα οφείλεται στο ότι όταν μιλούν, οι συνομιλητές τους δεν τους διορθώνουν ή για λόγους οικονομίας χρόνου ή εξαιτίας και της δικής τους άγνοιας ή, τέλος, επειδή αδημονούν να τελειώσει το μαρτύριο της συζήτησης με κάποιον βλάκα. 
Απόγνωση είναι λογικό να νιώθει κάποιος και όταν ακούει από νέους την απορία: «κι εσείς τι κάνατε, όταν ήσασταν στην ηλικία μας»; Συνήθως αυτό συμβαίνει, όταν κάποιος εντοπίζει αδυναμίες, τεμπελιά ή άλλα προβλήματά τους. Πρόκειται για αντίδραση. Βλακώδη και συντηρητική αντίδραση. Ο νέος που αναρωτιέται γι αυτό, θυμίζει δεινόσαυρο που κατάφερε να επιβιώσει παρά τις αντιξοότητες μέχρι τις μέρες μας. Είναι δυνατόν κάποιος νέος να συγκρίνει αυτά που πρέπει να κάνει σήμερα με όσα μπορούσε και έπρεπε να κάνουν εκπρόσωποι προηγούμενης γενιάς; Δηλαδή, αυτός ο κρεμανταλάς δεν έχει ακούσει τίποτα για την εξέλιξη; Κι αν έχει ακούσει, δεν κατάφερε να το αποκωδικοποιήσει; Ρινίσματα τούβλου κουβαλάει αντί για μυαλό; Αυτός ίσως κατάφερνε κάτι, αν ο κόσμος του ήταν ο κόσμος της γιαγιάς του αλλά, δυστυχώς, κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Είμαστε πολύ μακριά από την εφεύρεση μιας μηχανής του χρόνου που θα μπορούσε να μεταφέρει τον κάθε ηλίθιο στο παρελθόν. Συνήθως, τέτοια παιδιά προέρχονται από γονείς που χρησιμοποιούν τη φράση «Κι εμείς που μεγαλώσαμε έτσι, τι πάθαμε;», οπότε δε χρειάζεται να αφιερώσω χώρο στο συγκεκριμένο. Από γονείς πιο ακίνητους κι από ανδριάντα, τι παιδιά θα βγουν; 
Ακούμε κάποτε γονείς, οι οποίοι αναφερόμενοι στα παιδιά τους χρησιμοποιούν το πρώτο πληθυντικό. «Διαβάζαμε μέχρι αργά χθες το βράδυ». «Αρχίζουμε την επανάληψη». «Περάσαμε στη σχολή Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής και Οργάνων». Επιστημονικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι αρκετοί από αυτούς, μικροί είχαν πέσει με πάταγο από την κούνια με το κεφάλι στο πάτωμα, οπότε προκλήθηκαν βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και μόνιμη βλάβη που εμφανίζεται ως συνεχείς κρίσεις ηλιθιότητας μέχρι μεγάλη ηλικία, όταν δηλαδή θα έπρεπε να σκέφτονται και να δρουν ως ενήλικες. Η χρήση του πρώτου πληθυντικού χαρακτηρίζει κυρίως μαμάδες που επιδιώκουν ταύτιση με το παιδί τους, ώστε να του προκαλέσουν Οιδιπόδειο και όλοι ξέρουμε τι βίτσια υποκρύπτει αυτό. Συχνά, αυτές οι μανάδες νιώθουν ότι μια πιθανή επιτυχία των παιδιών τους θα προσδώσει στις ίδιες μια κάποια αξία, ένα νόημα ζωής, μια προσωπική αίσθηση επιτυχίας, τέλος πάντων. Μεγαλύτερο γίνεται το πρόβλημα όταν το πρώτο πληθυντικό χρησιμοποιείται από πατεράδες, γιατί πατέρας να επιθυμεί την καλλιέργεια Οιδιπόδειου είναι λιγάκι περίεργο και χρήζει συστηματικής και μακροχρόνιας ψυχιατρικής βοήθειας. 
Τα παραπάνω αποτελούν απόψεις ειδικών. Κι εγώ ασπάζομαι τις απόψεις των ειδικών. Δε διαθέτω το απαραίτητο υπόβαθρο ώστε να τις αμφισβητήσω. Απλώς, πώς να το πω βρε παιδί μου, τις βρίσκω λίγο… απόλυτες και τους χαρακτηρισμούς τους λίγο… βαρείς αλλά μάλλον έτσι είναι οι ειδικοί. Σαν τους 29 κατασκευαστές πλυντηρίων. Αυτοί ξέρουν! Και τέλος πάντων, δεν είναι αυτό που πρέπει να μας απασχολεί. Η ουσία είναι ότι όσο ευγενικά κι αν προσπαθήσει κανείς να χαρακτηρίσει τον ηλίθιο, τον πανίβλακα, τον ανόητο, το συντηρητικό, αυτός παραμένει τέτοιος και τίποτα δεν τον σώζει, γιατί αν ήταν λίγο πιο ευφυής θα απόφευγε τη χρήση τέτοιων κλισέ και δε θα περιέφερε τη βλακεία του σαν παντιέρα, οπότε και δε θα πρόσφερε με απλοχεριά αφορμές να τον κρίνουν ως τέτοιο.