Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΒΟΥΝΟΥ (II)

Το βουνό είναι ολοκληρωτικό και απόλυτο.

Οι όγκοι που ορθώνονται επιβλητικοί, αγέρωχοι, παγεροί, επιβάλλονται και δίνουν διαφορετική διάσταση σε όλα. Προκαλούν την ύπαρξη, δίνουν νόημα στην ταπεινότητα, την έννοια των ορίων.

Ξυπνάς το πρωί, αντικρίζεις το τοπίο, νιώθεις δέος και δεν το έχεις σε τίποτε να ρίξεις μια προσοχή, μια στρατιωτικού τύπου χαιρετούρα, να προσφέρεις θυσίες και αισθάνεσαι ότι το έκανες το καθήκον σου, βρε παιδί μου, δήλωσες την υποταγή σου και η μέρα μπορεί να κυλήσει ήρεμα κι ωραία.

Στο βουνό είναι σπάνια η αίσθηση της κυριαρχίας. Πολύ πιο συχνή είναι η αίσθηση της αδυναμίας, της μικρότητας, του πεπερασμένου.

Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα μιμούνται την αγριότητα του βουνού κι όχι τη γλυκύτητα του παφλασμού των κυμάτων σε μια παραλία. Κατασκευάζουν τεράστια, γκρίζα, με αυστηρές γραμμές κυβερνητικά κτήρια. Ο Όργουελ τα έχει περιγράψει μια χαρά στο "1984". Ο στόχος είναι να δείχνουν τη δύναμη της εξουσίας τους, να περιορίζουν κάθε διάθεση αντίδρασης ή της παραμικρής αμφισβήτησης. Επιβάλλονται στους υπηκόους τους προκαλώντας τους φόβο, δείχνοντας με κάθε τρόπο το ανυπέρβλητο της δύναμης των εξουσιαστών.

Και, βέβαια, δεν είναι τυχαίο ότι οι βουνίσιοι είναι πιο τραχείς, πιο δύσπιστοι σε σύγκριση με τους κατοίκους του κάμπου ή παραθαλάσσιων περιοχών. Είναι η ανάγκη τους να προσαρμοστούν, να τα καταφέρουν, να επιβιώσουν σε ένα μέρος άγριο, με καιρικές συνθήκες εχθρικές, δύσβατο, με ελάχιστες εύφορες εκτάσεις. Η ευγένεια, η διαχυτικότητα και η φιλική διάθεση υφίστανται κι εδώ αλλά εκδηλώνονται με... περίεργο τρόπο. Κάποτε, το συναπάντημα με τους ντόπιους μπορεί να σημαίνει βάρβαρα χτυπήματα στην πλάτη ικανά να σου τσακίσουν τα κόκκαλα κάνοντας τις μπούφλες του Οβελίξ να μοιάζουν με ερωτικό χάδι, σφίξιμο χεριού που ισοδυναμεί με εξάρθρωση ωμοπλάτης και, βέβαια "κοσμητικά" επίθετα που θα έκαναν να κοκκινήσει ακόμη και ο πιο βαρύμαγκας της Τρούμπας.

Εδώ χρειάζονται διαφορετικές δεξιότητες. Το βουνό είναι μια ακούσια, συνεχής αναμέτρηση με το τοπίο.

Αρκετοί άνθρωποι αισθάνονται δυσάρεστα στο βουνό. Δεν αντέχουν τη συνύπαρξη με αυτό. Καταλήγω στο ότι εκείνο που τους πιέζει, τους προκαλεί άγχος, κάποτε τους τρομάζει, δεν είναι παρά η ίδια η φύση, η εικόνα, οι ήχοι, οι σκιές που κυριαρχούν στο μεγάλο υψόμετρο, η δεδομένη αυστηρότητα και αγριότητα του τοπίου.

Το βουνό δεν αφήνει περιθώρια. Κάθε εικόνα του σε προκαλεί να προσαρμοστείς και σου επιβάλλεται ολοκληρωτικά.


Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΒΟΥΝΟΥ

Στο βουνό ακούς την ησυχία. Κι αυτό μπορεί να είναι πολύ καλό αλλά και απερίγραπτα κακό.

Είναι ωραίο να ξυπνάς και απλώς να αισθάνεσαι κομμάτι της φύσης που σε περιβάλλει, να απολαμβάνεις τον πρωινό καφέ, να ηρεμείς μέσα στο τοπίο που δημιουργούν οι αποχρώσεις του απέραντου πράσινου και τα επιβλητικά βουνά, να συγκεντρώνεσαι χωρίς περισπασμούς, να ταχτοποιείς σκέψεις, να οργανώνεις τις επόμενες κινήσεις ή απλώς να χαλαρώνεις. Το όλο κλίμα προσφέρεται για δημιουργία, παραγωγική εργασία, διάβασμα, αυτοκριτική, αναστοχασμό.

Αυτή, όμως, είναι η μια πλευρά. Η ησυχία για κάποιους είναι κόλαση. Η έλλειψη ενοχλητικών θορύβων δεν ευνοεί τη διάσπαση, γιατί πόσο να σχολιάσεις "τι ωραία ησυχία είναι αυτή;". Η ησυχία δεν προσφέρεται για πολλά σχόλια. Προσφέρεται για όλα τα παραπάνω κι αυτό δεν είναι ευτυχές γεγονός για αρκετούς. Γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιθυμούν τη φασαρία και τη διαρκή κίνηση του περιβάλλοντος, που τους τροφοδοτεί με ευκαιρίες για άσκοπο κουβεντολόι, περιορίζοντας την ανάγκη για σκέψη, επαναπροσδιορισμό, ανάλυση πράξεων, επιλογών, συμπεριφορών, αντιλήψεων... 

Η ησυχία, βέβαια, και στο βουνό κάνει συχνά πυκνά διαλείμματα, εξαιτίας της συμπαθέστατης ομάδας που λέγεται "γιαγιάδες του χωριού".

Η συγκεκριμένη ομάδα έχει επιφορτιστεί από τις δυνάμεις του σύμπαντος με το ιερό καθήκον να διακόπτει την ησυχία. Μόλις η γιαγιά Φεβρωνία αντιληφθεί ότι της τέλειωσε η μαγιά, το λάπατο, το αλάτι Ιμαλαΐων, το αβοκάντο και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, τα πράγματα αλλάζουν. Ανεξάρτητα από την ώρα του συμβάντος -πολύ πρωί ή καταμεσήμερο, η γιαγιά Φεβρωνία δεν το έχει σε τίποτε να εμφανιστεί στην αυλή, εγκαταλείποντας το βασίλειο της κουζίνας της και με τη στριγγιά φωνή της να προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη γιαγιά Ευθαλία, η οποία, όμως, μένει στον άλλο μαχαλά του χωριού. "Ευταλίααα! Μαρή Ευταλία, τι έπαθες; Κουφάθηκες ή σε πλάκωσε το στρώμα, μαρή. Σε βρίσκεται λίγο..."; Η γιαγιά Ευθαλία, κάποια στιγμή ανταποκρίνεται στο κελαρυστό κάλεσμα της Φεβρωνίας με εξίσου ενοχλητικά στριγκλίσματα. "Έχω, έχω. Κι αβοκάντο έχω και αρώνια έχω, άμα θες και μάνγκο πρέπει να με περίσεψε από εψέ. Τώρα τα στέλνω με τον Δημητράκη". 

Ο κατακαημένος ο Δημητράκης, χωρίς να ερωτηθεί, καλείται πάραυτα να διασχίσει το χωριό, να ανέβει ανηφόρες, να κατέβει κατηφόρες, ώστε να προμηθεύσει με τα κατάλληλα υλικά τη γιαγιά Φεβρωνία.

Σε κάτι τέτοιες στιγμές η ησυχία εξαφανίζεται, όλο το χωριό έχει ενημερωθεί για τις ελλείψεις της γιαγιάς Φεβρωνίας, έχει συλλέξει υλικό για σχόλια και, κυρίως αυτό, συμπάσχει με τον καψερό τον Δημητράκη.


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ (VII)

Η παραλία με κάνει πολύ διαβαστερό.

Το ένα βιβλίο διαδέχεται το άλλο με ρυθμούς καταιγιστικούς. Είναι, μάλλον, η αντίδραση στο πιεστικό πρόγραμμα του Χειμώνα και τις πολύωρες, κοπιαστικές υποχρεώσεις που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για ενασχόληση με αναγνώσματα που πραγματικά μου αρέσουν και προκαλούν το ενδιαφέρον μου.

Το άγχος, η κούραση, οι εντάσεις του Χειμώνα βρίσκουν διέξοδο στη χαλάρωση, την ανεμελιά και κυρίως την ανάγνωση συναρπαστικών βιβλίων το Καλοκαίρι.

Συχνά, η πρωτοτυπία, ο τρόπος γραφής και η δομή κάποιων μυθιστορημάτων μού προκαλούν όχι απλώς ευχαρίστηση αλλά θαυμασμό.

Φέτος ένιωσα το ίδιο με το βιβλίο "Οχτώ Ντετέκτιβ", από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, το οποίο, πλέον, εντάσσω μεταξύ των καλύτερων μυθιστορημάτων μυστηρίου που έχω διαβάσει. Γρήγορο, χωρίς κουραστικά και αδιάφορα σημεία, ανατρεπτικό, καλογραμμένο, κράτησε το ενδιαφέρον μου αμείωτο. Το ενοχλητικό ήταν ότι κάποια στιγμή... τελείωσε.

Ένα μυθιστόρημα (ή δύο;), το οποίο οργανώνεται γύρω από εφτά διηγήματα (ή δεκατέσσερα;), με απρόσμενο τέλος (ένα μόνο;).

Σημειώστε το όνομα του συγγραφέα του, Alex Pavesi, το οποίο μπαίνει πλέον στο αναγνωστικό ραντάρ μου. Ελπίζω ότι θα συλλάβει παρόμοιας πρωτοτυπίας ιδέες και στο μέλλον χαρίζοντας στους αναγνώστες ευχάριστες στιγμές καλοκαιρινής χαλάρωσης και όχι μόνο.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ (VI)

Η παραλία σου ανοίγει την όρεξη και απελευθερώνει τη γυφτιά που κρύβεις μέσα σου.

Διαφορετικά δεν εξηγείται αυτό που συμβαίνει την ώρα του πρωινού. "Επιδρομή" είναι ίσως η πιο κοντινή περιγραφή σε αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μου. Ό,τι εμφανίζεται στον μπουφέ, ιδίως ό,τι εμφανίζεται σε στέρεη μορφή, εξαφανίζεται σε δευτερόλεπτα. Κυριολεκτικά.

Δηλαδή, όλοι αυτοί οι άνθρωποι τρώνε τόσο για πρωινό κι όταν βρίσκονται στα σπίτια τους;

Αποκλείεται. Θα ήταν διακόσια κιλά ο καθένας και δεν θα διέθεταν την ευλυγισία με την οποία κινούνται αρπάζοτας κρουασάν, βραστά αβγά,  κέικ ομελέτας ή ό,τι άλλο ανάμεσα σε ένα αγριεμένο πλήθος που δείχνει να αγωνίζεται για την επιβίωσή του και πασχίζει με ταχύτητα αστραπής και παρόμοια ευλυγισία να γεμίσει, με τα εδέσματα που έχει στη διάθεσή του, το ένα πιάτο μετά το άλλο. Πόλεμος.

Το θετικό είναι ότι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχουν αναφερθεί στο ξενοδοχείο τραυματισμοί πελατών κατά τη διάρκεια του πρωινού, γεγονός που αποδεικνύει ότι μάλλον οι συγκεκριμένοι έχουν προπονηθεί στο άθλημα αναπτύσσοντας αξιοζήλευτη επιδεξιότητα.

Η πρώτη σκέψη μου ήταν ότι κλείσαμε σε ξενοδοχείο που φιλοξενεί πρόσφυγες και κάθε είδους κατατρεγμένους και πεινασμένους από διάφορα σημεία του πλανήτη. Μια πιο προσεκτική ματιά, όμως, τη διέψευσε άμεσα.

Παρατηρώ το ειδικό παιδί που είναι επιφορτισμένο με την τροφοδοσία του μπουφέ να ανανεώνει την πιατέλα με φρεσκοψημένα κρουασάν. Πριν προλάβει να απομακρυνθεί το παιδί, η "κυρία", που τόση ώρα καραδοκούσε, ορμάει και αρπάζει -πρόλαβα να μετρήσω- οχτώ κρουασάν. Αμέσως μετά κατευθύνεται, περιχαρής για το κατόρθωμά της, στο τραπέζι της και με μια ταχύτατη όσο και περίτεχνη κίνηση αδειάζει τη λεία της στον ανοιχτό σάκο που έχει δίπλα της.

Την ίδια στιγμή ένας "κύριος" εφορμά στα κέικ ομελέτας συσσωρεύοντας στο πιάτο του ένα βουνό από αυτά. Δεν πρόλαβα να δω τον τρόπο με τον οποίο εξαφανίστηκε το κεϊκοβουνό. Πιθανότατα σε κάποιον σάκο θα κατέληξε κι αυτό εξασφαλίζοντας την ημερήσια τροφή της οικογένειας.

Θα ήταν γραφικό, αν δεν ήταν τόσο γελοίο και λυπηρό. Η σκέψη ότι το πρωινό είναι στην τιμή που πληρώνουν για το ξενοδοχείο, οδηγεί αρκετούς στον απόλυτο εξευτελισμό, την υπερβολή, τη λαιμαργία και την πεποίθηση ότι καταναλώνοντας χωρίς όριο εξισορροπούν τα έξοδα που έκαναν για τις διακοπές τους. Σκέφτονται ότι όσο κι αν φάνε, η τιμή θα παραμείνει η ίδια.

Όσο για τη γυφτιά που δείχνουν, μάλλον δεν την αντιλαμβάνονται καν και πιθανώς δεν την εξωτερικεύουν αποκλειστικά κατά την περίοδο των διακοπών τους.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ (V)

Α) Η παραλία σε αλλάζει. Η αλλαγή που έχω υποστεί προσωπικά προκάλεσε σήμερα μία μικρή διαφωνία με τη Ζέτα ως προς την απόχρωση που έχω πάρει μετά από τόσες ώρες στην παραλία. Εκείνη ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν μαυρίζω κι ότι η έκθεσή μου στον ήλιο μού... χαρίζει ένα χρώμα που θυμίζει τον Καθιστό Βούβαλο, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πιο θρυλικούς αρχηγούς των ερυθρόδερμων Σιού. Εμένα, βέβαια, ότι και να λέει, δεν μου το βγάζει από το μυαλό ότι, με το χρώμα που έχω πάρει, θα μπορούσα να πρωταγωνιστήσω με φοβερή επιτυχία σε διαφήμιση της Copperton.

Β) Η παραλία έχει πλάκα. Όχι κυριολεκτικά. Η παραλία δεν θα πει ποτέ ανέκδοτο και δεν θα σχολιάσει φλεγματικά το οτιδήποτε. Όμως, στην παραλία συμβαίνουν διάφορα κι αυτά συχνά έχουν πλάκα. Για παράδειγμα, η εικόνα λουομένων να καταδιώκουν ομπρέλες που παρασύρονται από τον αέρα, δεν με αφήνει ποτέ αδιάφορο. Έχω ανακαλύψει ότι η καταδίωξη ομπρέλας, μπορεί να καταλήξει ιστορία ολόκληρη και ότι με ξετρελαίνει η εναλλαγή συναισθημάτων των καταδιωκτών αλλά και του περίγυρου.

Σήμερα, για παράδειγμα, εκεί που ο άλλος έπινε αμέριμνος και απόλυτα χαλαρός τον καφέ του στη σκιά της ομπρέλας του, ξαφνικά νιώθει τον ήλιο να τον χτυπάει κατάφατσα. Τη θέση της αρχικής έκπληξης πήραν ο πανικός και η ένταση που συνοδεύτηκαν από το απεγνωσμένο τρεχαλητό πίσω από τη φευγάτη ομπρέλα. Η πλάκα υπήρξε ασύγκριτα μεγαλύτερη, επειδή η ομπρέλα παρασύρθηκε προς τη θάλασσα και ο έρμος ο καταδιώκτης πάσχιζε έντρομος να συνεννοηθεί με τους παραπλήσιους κολυμβητές στο στιλ: καλέ κυρία, εσύ με το λεοπάρ, μου πιάνεις λίγο την ομπρέλα. Η κυρία, αφού ξεπέρασε το σοκ και συνειδητοποίησε ότι δεν αποτελεί θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης, αντί να κινηθεί προς την ομπρέλα βοηθώντας τον έρμο ιδιοκτήτη της (της ομπρέλας, όχι της κυρίας), στρέφεται με μένος προς αυτόν κι αρχίζει να τον κατσαδιάζει: Μα καλά, δεν προσέχετε λιγάκι; Γιατί δεν βάζετε πιο βαθιά την ομπρέλα σας; Υπάρχουν και μικρά παιδιά στην παραλία. Θέλετε να βγάλετε το μάτι κανενός; Τι αναισθησία, θεέ μου!

Περιττό να αναφέρω ότι η ομπρέλα κι ενώ παραδόθηκε στον ιδιοκτήτη της δεν ξαναστήθηκε ποτέ. Τους πήρε ο φόβος τους κατακαημένους. Τσουρουφλίστηκαν οι άνθρωποι.

Γ) Η παραλία προσφέρεται για σπορ. Είναι πράγματι περίεργο το ότι άνθρωποι που δεν γυμνάζονται ποτέ ούτε Φθινόπωρο ούτε Χειμώνα ούτε Άνοιξη, νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν το Καλοκαίρι και δη στην παραλία. Παλιά είχαμε τις ρακέτες. Γκάπα γκούπα το μπαλάκι οι μαντράχαλοι να ενοχλούν τους πάντες, να πετάνε άμμο παντού και να ουρλιάζουν σαν ούγκανοι με κάθε ευκαιρία, τρομοκρατώντας τους γύρω τους σε απόσταση χιλιομέτρου. Τώρα πλέον, οι ρακέτες δείχνουν ντεμοντέ μπροστά στις εφευρέσεις που έχουν δει το φως του ήλιου τα τελευταία χρόνια. Μια από αυτές τις εφευρέσεις, το SUP, προσφέρεται για ατελείωτη διασκέδαση εκείνων που παρακολουθούν αυτόν/ή πού προσπαθεί να ισορροπήσει στη σανίδα. Σαν την κυρία της φωτογραφίας. Μετά από εξαντλητικές προσπάθειες, δεκάδες πτώσεις στο νερό -κάποιες επώδυνες, αποφάσισε να εγκαταλείψει τις mainstream τεχνικές και να το δει alternative. Τελείως απογοητευμένη και εξαιρετικά αποκαμωμένη αποφάσισε να καθίσει και με τα δύο πόδια στην ίδια πλευρά. Όπως οι γιαγιάδες καβαλίκευαν τα γαϊδούρια στα χωριά ή όπως οι καθώς πρέπει κυρίες, φορώντας φούστα, κάθονταν στην Gilera του δικού τους και καμάρωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια.

Η καημένη ακόμη πρέπει να παλεύει να βγει στην ακτή, γιατί με κουπί μονόπατα είναι δύσκολα τα πράγματα.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ (IV)

Η παραλία είναι ωραίο και πολύ χρήσιμο αγαθό. Ωραίο επειδή, συνήθως, έχει μια ομορφιά. Αυτό συμβαίνει πριν την κατακλύσουν οι βάρβαροι και τη στολίσουν με τα σκουπίδια τους. Χρήσιμο γιατί υπήρξε πηγή πολιτισμού και αφορμή για εξερευνήσεις.

Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν.

Καθόταν ο πρωτόγονος άνθρωπος με την πρωτόγονη συντροφιά του σε μια πρωτόγονη παραλία. Έπιναν πρωτόγονα ποτά, έτρωγαν πρωτόγονες τροφές, έριχναν και καμιά ροπαλιά -ιδιαίτερα προσφιλής διασκέδαση κατά την πρωτόγονη εποχή*- ο ένας στον άλλον για να περνά η ώρα. Κάποια στιγμή ένιωθαν βαρεμάρα. Και τότε έπεφτε η ιδέα: Ρε σεις, πρωτόγονοι, τι καθόμαστε εδώ και σαχλαμαρίζουμε; Δεν πάμε σε εκείνον τον βράχο που φαίνεται και κείται σε μικρή απόσταση, να αλλάξουμε παραστάσεις μπας και εκπολιτιστούμε και πάψουμε να είμαστε πρωτόγονοι;

Ορισμένοι πρωτόγονοι, οι πιο τεμπέληδες και φοβητσιάρηδες, αντιδρούσαν: Και πού να τρέχουμε τώρα, και ποιος ξέρει τι τέρατα κατοικούν σ' αυτόν τον βράχο; Μια χαρά δεν είμαστε εδώ με τις ροπαλιές μας, με τα γούστα μας και με τα αράγματά μας;

Υπήρχαν, όμως, και εκείνοι που τους έτρωγε η περιέργεια να δουν το διαφορετικό, να αναζητήσουν το καινούριο, που ήθελαν να ζήσουν την περιπέτεια, να ανακαλύψουν από πού έρχονται ο ήλιος και το φεγγάρι ή πού πηγαίνουν, όταν εξαφανίζονται, να διακινδυνεύσουν θυσιάζοντας τη βολή και τη σιγουριά τους.

Καβαλούσαν, λοιπόν, έναν κορμό, έπιαναν κι ένα κλωνάρι για κουπί και μην τους είδατε, μην τους απαντήσατε. Βουρ για τον βράχο που διακρινόταν στον ορίζοντα. Στον θαλάσσιο δρόμο τους τούς έπιανε και κανένα μπουρινάκι, κάποιοι πνίγονταν, οπότε κυριολεκτικά μην τους είδατε, μην τους απαντήσατε. Κάποιοι, όμως,  κατάφερναν να προσεγγίσουν τον βράχο κι αν τους άρεσε, έκαναν μόνιμη κατάσταση και ίσως κάποτε γύριζαν πίσω για να πείσουν κι άλλους πρωτόγονους να μεταναστεύσουν στο καινούριο μέρος.

Λίγο μετά, κι αφού είχαν βολευτεί και χαλαρώσει, εμφανιζόταν άλλος πρωτόγονος για να ξεσηκώσει την ομήγυρη και να την παρασύρει στην εξερεύνηση του επόμενου βράχου που φαινόταν στον ορίζοντα.

Και κάπως έτσι, από βράχο σε βράχο κι από νησί σε νησί, έφτασαν οι πρωτόγονοι εξερευνητές να ανακαλύψουν νέους τόπους και να εγκατασταθούν σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Οι πρωτόγονοι έδωσαν σταδιακά τη σκυτάλη των εξερευνήσεων στους αρχαίους κι αυτοί με τη σειρά τους στους μεσαίωνες κι εκείνοι στους αναγεννησιακούς και πάει λέγοντας. Το ανθρώπινο είδος έφτασε στα πέρατα της οικουμένης ξεκινώντας από μια παραλία κι έτσι εξηγείται γιατί οι μεγάλοι εξερευνητές κατάγονταν από μέρη παραλιακά και όχι από κακοτράχαλα βουνά.

Μου αρέσει να κάθομαι στην παραλία με τη σκέψη ότι κάποιος πρωτόγονος ξεκίνησε από αυτή και έφτασε στον βράχο που φαίνεται στον ορίζοντα και αισθάνομαι τυχερός που δεν χρειάζεται να ξεκουνηθώ και να το κάνω εγώ.

*και σήμερα, πρωτόγονοι, όπως οι χούλιγκανς, διαιωνίζουν παρόμοιους τρόπους διασκέδασης στα γήπεδα αλλά και έξω από αυτά.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ (ΙΙΙ)

Όπως και να το κάνουμε η παραλία είναι πολύ..., είναι πολύυυ... πώς να το πω τώρα; Τέλος πάντων, δεν ξέρω αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη, είναι πολύ εμπνευστική.

Κάθεσαι στην παραλία κι αγναντεύεις τα πέλαγα και κάθε στιγμή αντικρίζεις διαφορετικές εικόνες.

Το ίδιο τοπίο είναι αλλιώς το πρωί με την ανατολή του ήλιου και τις ορδές των αγουροξυπνημένων που, με την τσίμπλα ακόμη στον οφθαλμό, προσπαθούν να βολευτούν στην καλύτερη θέση. Είναι τελείως διαφορετικό το μεσημέρι με τον ήλιο ντάλα να σου προκαλεί ζαλάδες και εγκαύματα μεγάλου βαθμού και τις μαμάδες να αγωνιούν για τα παιδάκια τους, τα οποία από το πρωί είναι μέσα στο νερό κι έχουν σταφιδιάσει χειρότερα και από σουλτανίνα. Και είναι διαφορετικό το απόγευμα με τον ήλιο να χάνεται νωχελικά στον ορίζοντα γεμίζοντας το κάδρο με υπέροχα χρώματα και τους κατάκοπους λουομένους να προσπαθούν να συμμαζέψουν την πραμάτεια τους και να εντοπίσουν τη σαγιονάρα που έχει θαφτεί στην άμμο.

Τέτοιες εναλλαγές παρατηρούν οι καλλιτέχνες και δημιουργούν ανείπωτης αισθητικής έργα. Βγάζει κύμα η θάλασσα, κάθεται ο καλλιτέχνης και καλλιτεχνίζει τέσσερις-πέντε θαλασσογραφίες. Βλέπει ο άλλος τους γλάρους να πηγαινοέρχονται, τον πιάνει η έμπνευση και ξεπετάει τον "Γλάρο Ιωνάθαν". Κατεβαίνει ο παππούς στην παραλία, τον βλέπει ο δημιουργός και σκαρφίζεται το "Ο γέρος και η θάλασσα". Ατελείωτες πηγές έμπνευσης που έγιναν αφορμή για αξεπέραστα έργα όπως τα "Ο δεκαπενταετής πλοίαρχος ", "Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλέ καραβάκια στο Αιγαίο...", "Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα ", "Η Πολυάννα στην παραλία"...

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;

Ακόμη κι εγώ, που δεν το έχω το καλλιτεχνικό το χάρισμα, ήμουν έτοιμος, πριν λίγες μέρες, να γράψω κάποιους στίχους.

Παρακολουθούσα τα κυματάκια να αφρίζουν στο βάθος και μου θύμισαν πρόβατα σε μπλε, όχι  πράσινα, λιβάδια. Αβίαστα μου ήρθαν στο μυαλό στίχοι και τους εκμυστηρεύτηκα στη Ζέτα, η οποία με κοίταξε υποτιμητικά με το βλέμμα που παγώνει ακόμη και τα παγάκια στο τζιν τόνικ μου, λέγοντάς μου ότι το "αρνάκι άσπρο και παχύ..." το έχει γράψει ήδη άλλος.

Μα πόσα πράγματα ξέρει από ποίηση αυτή η γυναίκα!

Παρόλ' αυτά η παραλία παραμένει εξαιρετικά εμπνευστική.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ (ΙΙ)

Υπάρχει μια(μόνο;) κατάρα στην παραλία. Σε κάθε παραλία. Πρόκειται για την κατάρα της "άδειας ξαπλώστρας" και εξηγώ πάραυτα.

Κατεβαίνει ο παραθεριστής στην ακροθαλασσιά μεταφέροντας και την προίκα του. Πετσέτες, μανταλάκια για πετσέτες, αντηλιακά, καπέλα, έξτρα μαγιό, για να μη μένει με το βρεγμένο και πάθει κάτι απαίσιο, βιβλίο, κινητό, ψυγειάκι με νερά, φρούτα και λαχανικά...

Αν είναι πολύ τυχερός, θα βρει ΜΟΝΟ ΜΙΑ ομπρέλα με δυο άδειες ξαπλώστρες εκατέρωθεν. Θα στρώσει την πετσετούλα του, θα τη στερεώσει με το ειδικό μανταλάκι, θα πασαλειφτεί με το αντηλιακό του, θα αραδιάσει την πραμάτεια του στο τραπεζάκι (βιβλίο, κινητό, παγουρίνο με κρύο νερό και ό,τι άλλο έχει ο καθένας και το θεωρεί αναγκαίο). Αμέσως μετά θα αράξει στην ξαπλώστρα που του αναλογεί, θα μπαινοβγαίνει στη θάλασσα, θα τσουρουφλίζεται από τον ήλιο, θα ιδρωκοπάει από τη ζέστη, θα προσπαθεί να απομακρύνει τα ενοχλητικά πετραδάκια και την άμμο από τα δαχτυλάκια του και θα σκέφτεται πόσο τυχερός είναι που πέτυχε το τελευταίο άδειο σετ -ομπρέλα και ξαπλώστρες- της παραλίας. Πιθανότατα θα μείνει εκεί μέχρι τη δύση του ήλιου.

Η συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέτει, όπως ήδη ανέφερα, εξαιρετική τύχη. Και αυτή σπανίζει.

Το πρόβλημα αρχίζει όταν ο λουόμενος κατέβει στην παραλία και βρεθεί αντιμέτωπος με ένα πλήθος άδειων ομπρελών και αντίστοιχα ξαπλωστρών. Στην περίπτωση αυτή βρίσκεται σε δίλημμα, τρίλημμα, τετράλημμα..., ανάλογα με των αριθμό των κενών ομπρελών και των εκατέρωθεν ξαπλωστρών αντίστοιχα.

Μετά από βαθυστόχαστη σκέψη επιλέγει το σετ, στο οποίο θα εγκατασταθεί θεωρώντας ότι έχει κάνει την καλύτερη επιλογή. Αραδιάζει την προίκα, απλώνει την πετσετούλα του, τη στερεώνει με το ειδικό μανταλάκι, ταχτοποιεί βιβλίο, κινητό, ψυγειάκι... και στο μεταξύ παραγγέλνει καφέ στο ειδικό παιδί που εξυπηρετεί τους λουομένους.

Κι εκεί που πάει να χαλαρώσει, ανακαλύπτει ότι σε παράπλευρο σημείο κάθονται παιδάκια. Τρέλα!!!

Με μια πρόχειρη και γρήγορη έρευνα εντοπίζει άδειες ξαπλώστρες απομακρυσμένες από το ενοχλητικό ανθρώπινο είδος. Το παίρνει απόφαση. Βγάζει το ειδικό μανταλάκι, διπλώνει την πετσετούλα του, συμμαζεύει την υπόλοιπη πραμάτεια του και μετακομίζει στην... ιδανική θέση όπου και ακολουθεί η κοπιαστική διαδικασία της εκ νέου ταχτοποίησης.

Αποκαμωμένος ήδη πιστεύει ότι έφτασε η ώρα της χαλάρωσης. Και τότε έρχεται η παρατήρηση: Ωραία είναι εδώ αλλά θα πέσει πολύ γρήγορα η σκιά. Μήπως να πάμε να καθίσουμε εκεί;

...


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ

Μην καθίσετε ποτέ στην παραλία δίπλα σε παρέα ατόμων που δεν έχουν μαζί τους βιβλία ή έστω σταυρόλεξα. Είναι πολύ πιθανό ότι, αφου δεν πρόκειται να ξεστραβωθούν διαβάζοντας ή προσπαθώντας να εντοπίσουν το τρία οριζόντια (πέντε γράμματα), θα μιλάνε ακατάπαυστα. Το να συνυπάρχουν στη μούγκα απλώς δεν παίζει. Θα μιλήσουν για γυναικοκτονίες, για βιασμούς, για φρικιαστικούς χωρισμούς celebrities, για το τι φορούσε η Σάρα η Λυσάρα στην τελευταία τηλεοπτική εμφάνισή της, με ποιον τα έφτιαξε η Πόπη η Ερωτιάρα, γιατί αποφυλακίστηκε πρόωρα ο Μπάμπης ο Σουγιάς, πόσο αγόρασαν το αβοκάντο στη λαϊκή της γειτονιάς, πώς θα λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία (ας είχαν εξουσία αυτοί και όλα θα τα έλυναν)... Μόλις ξεπετάξουν τον περίγυρο, αρχίζουν να περιαυτολογούν. Και πώς έβαλαν στη θέση της την άσχετη δασκάλα του μπούλη τους, πώς κέρδισαν την εκτίμηση του γιατρού της πεθεράς προτείνοντας ξεμάτιασμα για τους ιλίγγους της κακόμοιρης της γριας (εννοείται ότι ο άσχετος επιστήμων ούτε που το είχε σκεφτεί), πόσο ωραία σετάρισαν το μπουστάκι που φορούσε και η τάδε πρωινατζού, η οποία, όμως, είναι καρακατσουλιό και χωριάτα και δεν έχει ιδέα για το πώς φοράνε το συγκεκριμένο μπουστάκι...

Tragic!