Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Ότιβερ Λουίστ

«Ήταν μια κρύα, σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Έξω το πυκνό χιόνι έπεφτε από νωρίς. Οι χοντρές, ακανόνιστες νιφάδες είχαν πια σκεπάσει τα πάντα. Φαινόταν σαν να είχαν καταπιεί τη μορφή και το χρώμα από όλα τα άλλα δίνοντάς τους μια απόκοσμη, τρομακτική όψη. Οι στέγες, τα δέντρα, ο χωματόδρομος, ο άστεγος που κειτόταν νεκρός από το ψοφόκρυο, εδώ και λίγες μέρες στη γωνία, είχαν χαθεί κάτω από το απέραντο λευκό του χιονιού και το θλιβερό γκρίζο του ουρανού.
Και μέσα, στο σκοτεινό, ετοιμόρροπο, φτωχικό σπίτι που έδινε την αίσθηση του εγκαταλειμμένου, το χιόνι έπεφτε από νωρίς. Για την ακρίβεια έπεφτε από την ώρα που έπεφτε και έξω, απλώς μέσα δεν έπεφτε τόσο πυκνό, γιατί οι τρύπες στη στέγη δεν ήταν πολύ μεγάλες. Οι νιφάδες που κατάφερναν -χωρίς μεγάλη προσπάθεια- να εισχωρήσουν στο εσωτερικό του σπιτιού σχημάτιζαν ήδη μικρά, άσπρα παγωμένα βουναλάκια.
Το μικρό, κάτισχνο αγόρι καθόταν στο κρεβάτι που είχε φτιάξει από χοντρά χαρτόκουτα που είχε βρει πεταμένα έξω από το μεγάλο super market της γειτονιάς. Καθόταν κουκουλωμένο με τα χιλιομπαλωμένα σκεπάσματά του που δεν κατάφερναν να το προφυλάξουν από το τσουχτερό κρύο. Τα ξυλιασμένα παιδικά χέρια έπιαναν το σχεδόν τελειωμένο, σπασμένο στυλό που είχε περιμαζέψει, όταν το πέταξε ως άχρηστο ένας συμμαθητής του και προσπαθούσε να το κρατήσει σταθερό πάνω στο τετράδιο που είχε ανοιχτό μπροστά του. Ήταν εξουθενωμένο, γιατί στην αποθήκη με τα καυσόξυλα του χοντρο-Μηνά, όπου δούλευε από τότε που έχασε και τους δυο γονείς του, είχε πέσει πολλή δουλειά σήμερα. Όλοι έτρεχαν να αγοράσουν ξύλα για το τζάκι τους για τις γιορτινές μέρες που πλησίαζαν.
Ο ύπνος προσπαθούσε να τον καταβάλει εδώ και ώρα, έπρεπε, όμως, να τελειώσει την εργασία του για το σχολείο. Είχε υποσχεθεί στη μητέρα του -λίγο πριν αυτή πεθάνει από τη γρίπη των χοίρων- ότι αυτός και τα αδέρφια του θα τελείωναν το σχολείο ό,τι και να γινόταν. Παρακολουθούσε το τελευταίο κάρβουνο στο μαγκάλι να τρεμοσβήνει εκπέμποντας τις τελευταίες αχτίδες σαν τα σκιρτήματα του μελλοθάνατου στην ηλεκτρική καρέκλα τη στιγμή που χιλιάδες βολτ διαπερνούν αλύπητα το χιλιοβασανισμένο κορμί του. Τα τρία μικρότερα αδερφάκια του κοιμούνταν λίγο πιο πέρα σφιχταγκαλιασμένα, μέσα στο χαρτονένιο κουτί ενός ψυγειοκαταψύκτη της General Electric, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ζεσταθούν.
Άφησε το στυλό στο πλάι, σηκώθηκε αθόρυβα, πήρε ένα από τα κουρέλια με τα οποία σκεπαζόταν ο ίδιος, πλησίασε τα μικρά που τουρτούριζαν από την παγωνιά και το έριξε επάνω τους. Εκείνος ήταν μεγαλύτερος και άντεχε το κρύο περισσότερο κι ας είχε να φάει δυο μέρες τώρα. Την ώρα που σκέπαζε στοργικά τα αδερφάκια του δεν άντεξε. Ανήμπορος να συγκρατηθεί, άφησε ένα καυτό δάκρυ να τρέξει από το αριστερό μάτι του, πέρασε ξυστά (το δάκρυ) από το αριστερό ρουθούνι του, κύλησε αργά στο αριστερό μάγουλό του και κατέληξε στην αριστερή πλευρά των μελανιασμένων από το κρύο και την πείνα χειλιών του. Ξέσπασε σε δυνατούς, σπαραχτικούς λυγμούς και σε ένα βουβό κλάμα δίχως τέλος …».



«Μπλιαξ, μπλιαξ και πάλι μπλιαξ, σκέτη αηδία! Μια αηδία και μισή», σκέφτηκε, «αν γράψω έστω άλλη μια λέξη, θα κάνω εμετό πάνω στο πληκτρολόγιο. Άκου δυνατούς λυγμούς και βουβό κλάμα! Πώς γινόταν αυτά τα δυο να συνυπάρχουν;».
Πού είχε καταντήσει; Η αυτολύπηση τον είχε κυριαρχήσει. Μα να γράφει δακρύβρεχτα, χριστουγεννιάτικα διηγήματα για να συγκινήσει τη δασκάλα του και να πάρει μεγάλο βαθμό; Αν συνέχιζε έτσι, θα έπαιρνε μεγάλο βαθμό, θα κέρδιζε την εκτίμηση της δασκάλας, θα πάθαινε κατάθλιψη με αυτά που ο ίδιος έγραφε και τελικά θα κατάληγε σε ένα από τα τρελάδικα που ξεφύτρωναν τελευταία σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή. Έσκυψε αποφασιστικά στο τελευταίας τεχνολογίας SONY VAIO που του είχε χαρίσει ο πατέρας του, μάρκαρε ό,τι είχε γράψει, πάτησε το “delete”, επιβεβαίωσε την απόφασή του να διαγράψει το κείμενο και παρακολούθησε με ανακούφιση τον “κάδο ανακύκλωσης” του υπολογιστή να το ρουφάει εξαφανίζοντάς το από την οθόνη και από το μάταιο ετούτο κόσμο. Λύτρωση!
Τα έβαλε με τον εαυτό του. Μα πώς είχε παρασυρθεί έτσι; Εντάξει, μικρός ήταν ακόμα αλλά αυτό δεν ήταν αρκετή δικαιολογία. Η δασκάλα, λίγες μέρες πριν, τους ανακοίνωσε ότι είχε μια ιδέα. Αυτό ήταν από μόνο του περίεργο, γιατί η δασκάλα σπάνια είχε ιδέα για οτιδήποτε. Όλοι θαύμασαν τη δασκάλα που είχε μια ιδέα επιτέλους. Κανένας δε σκέφτηκε ότι αυτό (το ότι είχε μια ιδέα) μπορεί να ήταν καλό για την ίδια αλλά κακό για τους μαθητές. Όταν μάλιστα τους ρώτησε, αν θα τη βοηθούσαν να την υλοποιήσει, δέχτηκαν με ενθουσιασμό, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Τα «φυτά» της Τάξης για να δείξουν πόσο τη σέβονται και να κερδίσουν την εύνοιά της. Οι υπόλοιποι απλώς επειδή τη λυπήθηκαν.
Η παιδική αθωότητα και ο αυθορμητισμός είχαν κάνει τη δουλειά τους. Όλοι βρέθηκαν μπλεγμένοι! Η ιδέα ήταν κάθε μαθητής να γράψει μια χριστουγεννιάτικη ιστορία και όλες οι ιστορίες να μαζευτούν σε μια συλλογή, να εκτυπωθούν και να μοιραστούν στους γονείς ως δώρο Χριστουγέννων. Η δασκάλα έδωσε και οδηγίες για να … διευκολύνει τα παιδιά. Στις ιστορίες θα έπρεπε να πρωταγωνιστούν παιδιά, γιατί αυτό συγκινεί τους μεγάλους. Εννοείται ότι δεν έπρεπε να περιέχουν παλιοκουβέντες. Ούτε μία, τόνισε η δασκάλα. Οι πιο συγκινητικές θα έμπαιναν πρώτες ενώ τα παιδιά που θα κατάφερναν να περιγράψουν καλύτερα τον πόνο και τα βάσανα που αντιμετωπίζουν κάποιοι συνάνθρωποί μας θα έπαιρναν μεγάλο βαθμό. Αυτόν (το βαθμό) τον άφησε για το τέλος. Αν κάποιος ήθελε, μπορούσε να μην πάρει μέρος στην προσπάθεια αλλά αυτό δε θα ήταν καλό για το βαθμό του, είχε πει, όλο νόημα, η δασκάλα.
Κάπως έτσι είχε βρεθεί μπροστά στον υπολογιστή του να προσπαθεί να γράψει μια ιστορία στα πρότυπα που είχε θέσει η μέγαιρα. Εντάξει, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να το καταλάβει. Δηλαδή, γιατί θα έπρεπε η ιστορία να είναι θλιβερή; Λίγη θλίψη μας περιβάλλει καθημερινά, πρέπει να μαυρίσουμε κι άλλο τον κόσμο; Τα παιδιά δεν είναι -υποτίθεται- η χαρά αυτού του κόσμου; Είναι τόσο εύκολο να κάνεις τους άλλους να πλαντάξουν στο κλάμα, να σκάσουν από στενοχώρια, να νιώσουν την καρδιά τους να γίνεται θρύψαλα από συγκίνηση. Άλλωστε ο ίδιος, όπως και τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του, κάθε φορά που ήθελε να ζητήσει κάτι από τους γονείς του ή απλώς ήθελε να αποφύγει την κατσάδα τους, έπαιρνε ένα περίλυπο ύφος που θα έκανε ακόμα και τα παγόβουνα της Ανταρκτικής να λιώσουν από συμπόνια.
Είναι τόσο εύκολο να πλέξεις ιστορίες βουτηγμένες στη θλίψη, να προκαλέσεις στον αναγνώστη αυτοκτονικές τάσεις. Όχι! Ο ίδιος δε θα παρασυρόταν από το μίζερο κλίμα. Δεν ήταν στη φύση του να επιλέγει τα εύκολα. Θα άφηνε στους θλιβερούς, καταθλιπτικούς, αδιάφορους, ηλίθιους, υποκριτές συμμαθητές του το προνόμιο να κάνουν τη δασκάλα να δακρύσει και τελικά μάλλον να τους αποδώσει επαίνους και μεγάλους βαθμούς. Το δύσκολο δεν είναι να προκαλέσεις στενοχώρια και κατήφεια. Άλλωστε δεν είχε διαβάσει και λίγα συγκινητικά παραμύθια, διηγήματα, μυθιστορήματα. “Το κοριτσάκι με τα σπίρτα”, “Το κοριτσάκι χωρίς τα σπίρτα”, “Χωρίς οικογένεια”, “Με οικογένεια”, “Χωρίς μπατζανάκη”, “Με μπατζανάκη”. Υπήρχαν πολλά. Ατελείωτα πολλά! Όλα, βέβαια, με την προτροπή των γονιών του και με αντάλλαγμα την ελευθερία να διαβάσει τα κόμικς που λάτρευε ή την εξασφάλιση λίγης ώρας παιχνιδιού στον υπολογιστή.
Και μετά οι μεγάλοι αναρωτιούνται, γιατί τόσοι νέοι οδηγούνται στα ναρκωτικά, την κατάθλιψη, το αλκοόλ, το bullying και την αυτοκτονία. Μα τι άλλο να σου κάνουν τα παιδάκια με τα αναγνώσματα που τους προτείνονται, ιδίως τέτοιες γιορτινές μέρες; Ήδη είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι γονείς -τώρα πια και η δασκάλα- είχαν έναν και μοναδικό σκοπό: να διαλύουν, με κάθε τρόπο και ευκαιρία τη γιορτινή ατμόσφαιρα των ημερών! Οι μεγάλοι έχουν το χάρισμα να μετατρέπουν τις διακοπές σε βασανιστική κόλαση. Λες και θεωρούσαν αμαρτία την ανεμελιά και την απόλαυση.
Η περιγραφή του πόνου, της δυστυχίας, της ανέχειας είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι να κάνεις τους άλλους να γελάσουν με την ψυχή τους. Δηλαδή, όχι να γελάσει η ψυχή τους αλλά να γελάσουν πολύ, να ξεκαρδιστούν, να ξεστριφτούν τα άντερά τους από το γέλιο και να νιώσουν χαρά.
Ο ίδιος, λοιπόν, θα επέλεγε το διαφορετικό και δύσκολο με οποιοδήποτε κόστος. Θα έγραφε κάτι ευχάριστο και αισιόδοξο. Θα έγραφε μια ιστορία όπως αυτός επιθυμούσε. Ήταν έτοιμος να αναλάβει τις ευθύνες του. Μεγάλο παιδί ήταν πλέον. Δέκα ετών! Μωρέ θα έκανε αυτό που γούσταρε κι ας τον άφηνε και στην ίδια Τάξη η δασκάλα. Θλίψη, βάσανα, πόνο και μιζέρια από αυτόν δε θα έβλεπε! Ναι.
Το πρόβλημα τώρα ήταν να πλέξει την ιστορία του. Κοίταξε παρατηρητικά γύρω του. Έξω από το πολυτελές, κατάφωτο σπίτι του το χιόνι είχε δημιουργήσει ένα κατάλευκο φωτεινό σκηνικό κρύβοντας τις ατέλειες και ομορφαίνοντας τα πάντα. Όλα έδιναν την αίσθηση ότι είχαν στολιστεί για να υποδεχτούν τα Χριστούγεννα και να δώσουν χαρά στους ανθρώπους. Κάποια από τα παιδιά της γειτονιάς, ντυμένα με ζεστά πολύχρωμα ρούχα και φορώντας τα αδιάβροχα γάντια τους έφτιαχναν έναν τεράστιο χιονάνθρωπο. Κάποια άλλα έπαιζαν χιονοπόλεμο μέσα σε ένα πανηγύρι πανικού από φωνές, γέλια και κάπου κάπου τσιριχτές κραυγές πόνου. Η χιονόμπαλα, αν σε πετύχει στο πρόσωπο, μπορεί να προκαλέσει αφόρητο πόνο.
Ωραία! Είχε ήδη τη βασική εικόνα. Τώρα του έλειπαν οι πρωταγωνιστές. Έστρεψε το ροδαλό πρόσωπό του στο εσωτερικό του σπιτιού. Το μεγάλο, στολισμένο τζάκι, φορτωμένο κούτσουρα, έκαιγε στη γωνία γεμίζοντας το χώρο με γαλήνια θαλπωρή, υπέροχες μυρωδιές καμένου ξύλου και ζεστασιά. Το τεράστιο στολισμένο δέντρο έστεκε αγέρωχο ακριβώς δίπλα από το τζάκι με τις πολύχρωμες μπάλες του να αντανακλούν το φως των λαμπιονιών που αναβόσβηναν σε διάφορους ρυθμούς. Τα μεγάλα κλαδιά του έπεφταν σαν μια τεράστια στοργική αγκαλιά πάνω στα δώρα που περίμεναν στωικά το άνοιγμά τους την παραμονή της μεγάλης γιορτής. Κεριά, ελαφάκια, Αϊ Βασίληδες, ξύλινα αλογάκια, χαμογελαστοί χιονάνθρωποι (ψεύτικοι, γιατί οι αληθινοί θα έλιωναν και θα μούσκευαν τα πανάκριβα χαλιά της μητέρας του) έδιναν στο χώρο έναν τόνο (δεν εννοούμε χίλια κιλά αλλά το ύφος) χαράς και αισιοδοξίας. Τεράστιες πιατέλες με κάθε είδους λιχουδιές, φαγητά και γλυκίσματα είχαν πάρει τη θέση τους στον τεραστίων διαστάσεων μπουφέ που είχε στηθεί για τους καλεσμένους τους.
Όπως κάθε χρόνο, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, έτσι και φέτος, οι γονείς του είχαν οργανώσει μια συγκέντρωση για φίλους. Συζητήσεις, γέλια και χαρά γέμιζαν το σαλόνι. Όλοι έδειχναν (μάλλον ήταν κιόλας) ευτυχισμένοι. Παρέες είχαν απλωθεί παντού δημιουργώντας πηγαδάκια μικρά και μεγάλα. Με αυτό δεν εννοούμε ότι είχαν σκάψει πηγαδάκια μικρά και μεγάλα στο σαλόνι και την τραπεζαρία. Η μαμά θα γινόταν έξαλλη με κάτι τέτοιο. Εννοούμε ότι είχαν δημιουργήσει παρέες μικρές και μεγάλες. Κάθε παρέα σχολίαζε τις υπόλοιπες. Έτσι κάνουν οι μεγάλοι!
Ο ίδιος αισθανόταν πολύ ευχαριστημένος. Ένιωθε την ανάγκη να εξωτερικεύει με κάθε τρόπο αυτό που ένιωθε. Αυτό θα έκανε και στην ιστορία που έπρεπε να παραδώσει στο σχολείο. Εντάξει, καταλάβαινε ότι υπάρχουν παιδάκια που πεινούν, που διψούν, που κρυώνουν, που πεθαίνουν από χίλιες δυο αρρώστιες, που χρειάζονται τη βοήθεια όσων δεν πεινούν, δε διψούν, δεν κρυώνουν, δεν πεθαίνουν από χίλιες δυο αρρώστιες και δε χρειάζονται τη βοήθεια των άλλων.
Εκείνο που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει είναι για ποιο λόγο θυμόμαστε αυτά τα παιδάκια μόνο στις γιορτές. Δηλαδή, τον υπόλοιπο καιρό αυτά τα παιδάκια δεν πεινούν, δε διψούν, δεν κρυώνουν, δεν πεθαίνουν από χίλιες δυο αρρώστιες και άρα δε χρειάζονται τη βοήθεια όσων δεν … Τέλος πάντων, αν συνέχιζε έτσι δε θα τελείωνε ποτέ. Μα τι είναι η πείνα, η δίψα, το κρύο και οι αρρώστιες; Επισκέπτες είναι; “Γεια σας ήρθαμε αλλά έχουμε να πάμε και αλλού, οπότε δε θα καθίσουμε πολύ”! Δίνουν ραντεβού με την ανθρωπότητα σε τακτά χρονικά διαστήματα και όλο τον υπόλοιπο καιρό εξαφανίζονται;
Σιγά μην είναι έτσι! Όλα αυτά τα δεινά υπάρχουν πάντα. Το είχε δει και στην τηλεόραση σε ένα πολύ διαφωτιστικό ντοκιμαντέρ. Τότε για ποιο λόγο οι καλοζωισμένοι τα σκέφτονταν μόνο στις γιορτές; Για ποιο λόγο η θλίψη, η ανέχεια και ο πόνος των άλλων απασχολούν τους μεγάλους συγκεκριμένες περιόδους; Μήπως συμβαίνει αυτό, επειδή τις υπόλοιπες μέρες όλοι είναι φορτωμένοι με τα δικά τους βάσανα και ξεχνούν τα βάσανα των άλλων; Σιγά! Άμα είναι κανείς ευαίσθητος είναι συνεχώς κι όχι με διακοπές. Άμα τον απασχολεί ο πόνος των άλλων τον απασχολεί πάντα κι όχι κατά διαστήματα.
Όχι, όχι κάτι άλλο συνέβαινε. Μάλλον, είναι ο φόβος και οι τύψεις που οδηγούν σ’ αυτήν την αντίδραση. Ο φόβος της τιμωρίας ή του «κακού ματιού» και οι τύψεις της ευτυχίας. Ναι αυτό ήταν. Τέτοιες γιορτινές μέρες όλοι το ρίχνουν στο φαγητό, το ποτό, τη διασκέδαση. Και το κάνουν χωρίς κανένα όριο, με μοναδικό οδηγό την υπερβολή. Τρώνε μέχρι σκασμού, σαν να μην έχουν αγγίξει ποτέ ξανά φαγητό. Και μετά τρέχουν στα ινστιτούτα για αδυνάτισμα. Πίνουν σαν τρελοί και μετά παραπατούν, σκοντάφτουν, πέφτουν, δεν ξέρουν τι λένε και τι κάνουν. Και μετά αισθάνονται άσχημα. Νιώθουν ενοχές που το παράκαναν. Οι μεγάλοι αισθάνονται ντροπή για την απόλαυση. Φοβούνται ότι αν εκμυστηρευτούν τη χαρά ή την επιτυχία τους, οι άλλοι θα τους ματιάσουν. Τότε γεμίζουν τύψεις, απειλητικές σαν τον «terminator» στην τελευταία ταινία που είχε δει. Λες και κάποιος τους δίδαξε ότι είναι κακό να είναι ευτυχισμένοι και να το δείχνουν κιόλας. Πιστεύουν ότι η κόλαση τους περιμένει ως τιμωρία για το αμάρτημα της … χαράς. Βλέπουν τον εαυτό τους να βράζει στα καζάνια και το Βελζεβούλη να έχει στήσει πανηγύρι ανάμεσα σε φωτιές και άλλα φρικτά βασανιστήρια. Εφιάλτης!
Και τότε αρχίζουν να σκέφτονται πώς θα εξιλεωθούν, πώς θα αποφύγουν το κακό το μάτι και την ποινή που τους περιμένει, πώς θα σώσουν το τομάρι τους. Τότε μπαίνουν στη μέση τα φτωχά και δύστυχα παιδάκια ως σωτήρες. Μια σκέψη γι αυτά, ένα διήγημα που θα συγκινήσει, μια προσφορά σε χρήμα ή ρουχισμό και όλα ωραία. Μα πώς αυτοί οι μεγάλοι μπορούν να είναι τόσο υποκριτές; Δε συνειδητοποιούν ότι η υποκρισία είναι αμάρτημα μεγαλύτερο και από την αδιαφορία και από την υπερβολή;
Τι να πεις; Όχι ο ίδιος δε θα γινόταν υποκριτής. Θα ήταν καθαρός με τη συνείδησή του. Θα έγραφε ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα -όπως απαιτούσε η δασκάλα να κάνει- αλλά αυτό το διήγημα θα περιέγραφε τη χαρά, τη διάθεση για ζωή, την αισιοδοξία που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα παιδί -όπως σιχαινόταν η δασκάλα. Θα έκανε λόγο για πλούτο, για διασκέδαση, για αγάπη και για στοργή. Κανένας πόνος δεν είχε θέση στο διήγημά του. Η χαρά και η απόλαυση θα κυριαρχούσαν. Ο δικός του πρωταγωνιστής θα ήταν ένα πραγματικά ευτυχισμένο παιδί. Ένα παιδί χορτάτο, ζεσταμένο, ευχαριστημένο με όσα είχε. Ένα παιδί που εκτιμούσε όσα συνέβαιναν και έκανε όνειρα για το μέλλον. Το δικό του διήγημα θα ήταν γεμάτο χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, μουσική, φίλους, φαγητό, έντονα χαρωπά χρώματα.
Ας έγραφαν όλοι οι άλλοι υποκριτικά για τη δυστυχία. Ας ενδύονταν οι υπόλοιποι το μανδύα της φιλευσπλαχνίας. Ας θυμούνταν όλοι οι άλλοι περασμένα, φτωχικά Χριστούγεννα όπου όμως «υπήρχε ανθρωπιά και απλότητα και ο καθένας ένιωθε δίπλα του το συνάνθρωπο και κυριαρχούσε η αγάπη και ο αλληλοσεβασμός, αξίες που σήμερα έχουν θυσιαστεί στο βωμό του χρήματος και της ακόρεστης σπατάλης» και άλλες τέτοιες μπούρδες. Αυτός όχι. Το μόνο που του έλειπε τώρα ήταν ο τίτλος και το όνομα του πρωταγωνιστή. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να βάλει το δικό του όνομα αλλά το βρήκε αρκετά ματαιόδοξο και εξαιρετικά επικίνδυνο. Η δασκάλα θα γινόταν έτσι κι αλλιώς “πυρ και μανία” με την επιλογή του να γράψει για τη χαρά κι όχι για τη λύπη. Δε χρειαζόταν να δώσει περαιτέρω αφορμές για εντάσεις και φωνές. Θα μπορούσε να του δώσει το όνομα κάποιου μισητού, «φυτού» συμμαθητή του αλλά μετά δε θα μπορούσε ξανά να του ζητήσει σημειώσεις ή τις λύσεις των ασκήσεων. Μπα, έπρεπε να βρει κάτι πιο πρωτότυπο.
Έριξε μια ματιά στα ράφια της βαρυφορτωμένης δρύινης βιβλιοθήκης, όπου βρίσκονταν τα γεμάτα πόνο και θλίψη διηγήματα που παλιότερα του είχαν χαρίσει διάφοροι άσχετοι, γνωστοί και άγνωστοι, με στόχο να καταστρέψουν την προσωπικότητά του οδηγώντας τον στην κατάθλιψη. Διάβαζε τους τίτλους αδιάφορα και τότε…
Φωτίστηκε περισσότερο κι από το γλόμπο του Κύρου Γρανάζη, γούρλωσε τα καταπράσινα, μεγάλα, παιδικά ματάκια του κι ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Είχε βρει τον τίτλο. Εντάξει, δεν ήταν και πολύ πρωτότυπος και μάλλον υπήρξε ελάχιστα εφευρετικός αλλά ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχός του. Η δασκάλα δε θα το εκτιμούσε και μπορεί να είχε μπλεξίματα αλλά, τέλος πάντων, ήταν κάτι. Βάλθηκε να γράφει σαν δαιμονισμένος πατώντας με εξαιρετική ταχύτητα τα πλήκτρα του υπολογιστή. Κάθε χτύπημα ήταν γι αυτόν σαν χαρούμενη νότα που εξυμνούσε την ευτυχία χωρίς την παραμικρή τύψη για τη χαρά που ένιωθε γράφοντας το διήγημά του με τίτλο … «Ότιβερ Λουίστ»!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φοβερό το παραμυθάκι κύριε. Αυτό που μου αρέσει με σας ειναι οτι παντα ξεφευγετε απο το καθιερωμενο (και στην αρχη ελεγα τι γραφει παλι ο θεομουρλος!!!). Αλλα εμεινα να περιμενω την ιστορια. Ξερω, ξερω οτι ηταν για το ηθικο διδαγμα, αλλα ενοιωθες οτι πριν τελειωσει θα την εγραφε αυτη τη "@!#$%^& την ιστορια.
Δημητρης Χλ.