Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

«Η Πηνελόπη ήταν μια πολύ λυπημένη βασίλισσα» -διδάσκοντας Έκθεση σε θολά νερά-

Η Πηνελόπη υφαίνοντας μέσα στη λύπη της
Νομίζω ότι πλέον το έχω απολύτως ξεκάθαρο. Οι εκάστοτε «υπεύθυνοι» για τη δομή, την πορεία και τους στόχους του ελληνικού σχολείου υφίστανται για έναν και μόνο λόγο: να δημιουργούν περαιτέρω προβλήματα στην εκπαιδευτική κοινότητα και στο ευρύτερο εκπαιδευτικό σύστημα, χωρίς να λύνουν κανένα από τα υπάρχοντα. Οι αποφάσεις, οι επιλογές τους, η όλη στάση τους το αποδεικνύουν με κάθε τρόπο. 
Τελευταία (μάλλον, μια από τις πολλές τελευταίες) απόδειξη οι επιλογές τους ως προς τον τρόπο εξέτασης της Γλώσσας (που κόκκαλα δεν έχει αλλά κόκκαλα τσακίζει) στις Πανελλαδικές εξετάσεις. 
Έχω την αίσθηση -μπορώ να δεχτώ διορθώσεις, επειδή με βελτιώνουν- ότι αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία η εφαρμογή μιας μεθόδου στις εισαγωγικές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση εξετάσεις, χωρίς αυτή προηγουμένως να έχει ενταχθεί και δοκιμαστεί σε προηγούμενες τάξεις. Το πείραμα -γιατί περί αυτού πρόκειται- θα γίνει με την εφαρμογή της στο τέλος της σχολικής χρονιάς και πειραματόζωα θα αποτελέσουν οι υποψήφιοι μαθητές αλλά και οι εκπαιδευτικοί τους, οι οποίοι καλούνται να τους οδηγήσουν ως εκεί. «Εκεί» θα έχουμε τα πρώτα αποτελέσματα και θα δούμε πώς λειτουργεί το συγκεκριμένο σύστημα. «Εκεί» θα συνειδητοποιήσουμε (θα το κάνουν οι υπεύθυνοι δηλαδή, γιατί οι ενεργοί εκπαιδευτικοί το αντιλαμβάνονται καθημερινά στις αίθουσες) τα προβλήματα, τα κενά, τις αστοχίες του. Με απλά λόγια, «εκεί» θα δούμε την απόλυτη ανοησία του. Και, βέβαια, θα το δούμε (δουν) πολύ αργά κι ενώ ήδη μια φουρνιά μαθητών και οι εκπαιδευτικοί τους θα έχουν περάσει ταραχή μεγάλη. 
Ήδη οι πρώτες σκέψεις, που προέρχονται από την καθημερινή διδακτική εμπειρία αλλά και από συζητήσεις με άτομα που ασχολούνται χρόνια τώρα με το αντικείμενο, έχουν διαμορφωθεί και έχουν καταστήσει εμφανή όσα προβλήματα οι -άσχετοι με το τι συμβαίνει σε μια αίθουσα- υπεύθυνοι θα αντιληφθούν σε δέκα μήνες περίπου. 
Οι άσχετοι υπεύθυνοι φαίνεται να αγνοούν το επίπεδο και τις δυνατότητες του μέσου μαθητή του ελληνικού σχολείου. Αυτή η άγνοια, βέβαια, είναι πλήρως αδικαιολόγητη, αφού εδώ και χρόνια τα αποτελέσματα στις πανελλαδικές αλλά και στον διαγωνισμό PISA δίνουν διαυγή εικόνα του τι συμβαίνει. 
Η ασχετοσύνη τους (των άσχετων υπευθύνων) δεν τους βοηθάει να αντιληφθούν ότι αρκετοί (πάρα πολλοί) μαθητές δεν έχουν την ικανότητα να διαβάσουν, να μελετήσουν και να αποκωδικοποιήσουν τρία κείμενα στο χρονικό πλαίσιο της εξέτασης του μαθήματος. Αρκετοί μαθητές χρειάζονται ολόκληρο τρίωρο (όση και η ώρα εξέτασης) απλώς για να διαβάσουν και να κατανοήσουν επιφανειακά τα κείμενα αυτά. Και δεν ισχυρίζομαι, σε καμιά περίπτωση, ότι αυτοί οι άθλιοι μαθητές πρέπει να αποτελέσουν το κριτήριο για το σύστημα εισαγωγής. Θα ήταν, όμως, πιο λογικό αρχικά να προετοιμάσουμε τα παιδιά, να τα ενημερώσουμε για το τι τα περιμένει, να τους δώσουμε ευκαιρίες εμπειρίας και προσαρμογής και έπειτα να απαιτήσουμε από αυτά να εξεταστούν με τον συγκεκριμένο τρόπο. 
Στην περίπτωσή μας ούτε που σκέφτηκαν κάτι τέτοιο οι υπεύθυνοι. Αυτοί σκέφτονται ουτοπικά συστήματα και ανεφάρμοστες πρακτικές (κάτι σαν το ΚΚΕ) και προτείνουν την ανεφάρμοστη... εφαρμογή τους. Σκεπτόμενοι ανεδαφικά, με βάση ένα όραμα που έχουν πλάσει, αποφάσισαν να θυσιάσουν τους φετινούς υποψηφίους (για το καλό του συνόλου, μάλλον) οδηγώντας τους ίσως σε μια βαθμολογική σφαγή. Έπειτα θα μπορούν να επιδεικνύουν τα θύματα οδηγώντας τις επόμενες γενιές σε διαφορετική προσπάθεια. «Κοιτάξτε τι έπαθαν οι προηγούμενοι» θα λένε, «θέλετε να βρεθείτε κι εσείς στην ίδια θέση;» θα ξαναλένε. Περίεργη μέθοδος θα έλεγα εγώ. Η παιδαγωγική στα χειρότερά της. 
Από πού να το πιάσει κανείς; Ακόμη και ο τρόπος αξιολόγησης (βαθμολόγησης) των γραπτών θα προκαλέσει προβλήματα που οι άσχετοι υπεύθυνοι αδυνατούν να αντιληφθούν. Η βαθμολόγηση της περίληψης -μιας μορφής της, έστω- στα δεκαπέντε (15) μόρια και της παραγωγής λόγου -Έκθεσης- στα τριάντα (30) δεν αφήνει στους βαθμολογητές περιθώρια διάκρισης ενός πολύ καλού από ένα καλό γραπτό ή ενός κακού από ένα άθλιο. Χαμένοι, βέβαια, θα είναι οι μαθητές με αξιώσεις αλλά σε μια κοινωνία που λατρεύει τη μετριότητα, μάλλον, αυτό είναι και το ζητούμενο. 
Η δε ερώτηση που θα βασιστεί στο λογοτεχνικό κείμενο θα είναι αφορμή για πανηγύρι τρελών. Ζητάμε από τους μαθητές να χαρακτηρίσουν πρωταγωνιστές ή να αιτιολογήσουν τα κίνητρα των ενεργειών τους ή να περιγράψουν τη συναισθηματική κατάστασή τους… Και κάποιοι πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτό η νέα γενιά θα αγαπήσει ή έστω θα κατανοήσει τη λογοτεχνία. Πιστεύω ότι οι εκδοτικοί οίκοι θα πράξουν σοφά σταματώντας στο εξής την έκδοση λογοτεχνικών έργων, αφού και οι ελάχιστοι εναπομείναντες αναγνώστες πρόκειται άμεσα να αφανιστούν, λόγω του συστήματος πανελλαδικής εξέτασης. Η λογοτεχνία οδηγείται στο πυρ το εξώτερον και θα φταίνε οι άσχετοι με την εκπαίδευση υπεύθυνοι για αυτήν. 
Και άντε από τους προηγούμενους υπεύθυνους δεν αναμέναμε την επίδειξη της παραμικρής λογικής και ευθύνης. Και μόνο η εικόνα του γραφείου του κ. Γαβρόγλου -ενδεικτική και της εικόνας του μυαλού του- μου προκαλεί ακόμη εφιάλτες. Τι γίνεται, όμως, με τους καινούριους υπεύθυνους; Για ποιον λόγο βιάστηκαν να δεχτούν ένα σύστημα που δεν έχει δοκιμαστεί πριν; Για ποιον λόγο -και αφού έδειξαν θετικοί σε διορθωτικές αλλαγές- δεν άφηναν ως είχε το προηγούμενο σύστημα εξέτασης προχωρώντας σε βελτιωτικές κινήσεις (π.χ. έμφαση στις ερωτήσεις κατανόησης ή σε ερωτήσεις σωστού-λάθους με αιτιολόγηση); 
Με τίποτε δεν θα ήθελα να βρεθώ στη θέση των βαθμολογητών στις φετινές πανελλαδικές. Άλλωστε αμφιβάλλω αν θα βρεθούν τέτοιοι «μάρτυρες». Δεν θα ξέρουν από πού να αρχίσουν και πού να τελειώσουν τη βαθμολόγηση. Το όλο κλίμα μου φέρνει στο μυαλό την απάντηση που είχα δώσει ως μαθητής Γυμνασίου στην απαίτηση καθηγητή να χαρακτηρίσω την Πηνελόπη, τη γυναίκα του Οδυσσέα. Μετά από βαθιά περισυλλογή και ανάλυση του κειμένου, είχα καταλήξει σε μια πολύ ουσιαστική, περιεκτική και σφαιρική προσέγγιση ενταγμένη στο αφαιρετικό ύφος που με χαρακτήριζε και σε ελάχιστες μόνο λέξεις: «Η Πηνελόπη ήταν μια πολύ λυπημένη βασίλισσα» και τέλος. Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του καθηγητή, στον οποίο παρέδωσα την απάντηση, αν και νομίζω ότι αυτό πληρώνω ως καθηγητής φροντιστηρίου εδώ και χρόνια. 
Μαθητές και εκπαιδευτικοί, χωρίς καθοδήγηση και στηρίγματα, θα κληθούν, για μια ακόμη χρονιά, να αυτενεργήσουν και να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, λειτουργώντας σε αχαρτογράφητα και πολύ, μα πάρα πολύ θολά νερά. Και εννοείται ότι θα είναι εκείνοι που θα δεχτούν τα πυρά της κοινής γνώμης και των γονιών του κάθε μπούλη ή μπούλας που δεν θα καταφέρει να εισαχθεί στην Ιατρική και να γίνει ερευνητής πρώτου μεγέθους και να πάρει και το Νόμπελ, επειδή δεν θα ξέρει την τύφλα του τη μαύρη, ώστε να χαρακτηρίσει σωστά έναν «πρωταγωνιστή» λογοτεχνικού κειμένου!



Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Λ. Α.


«Λειτουργικός Αναλφαβητισμός: Είναι η γνώση που δεν αφομοιώνεται, δεν γίνεται κατανοητή και άρα δεν εφαρμόζεται από μία προσωπικότητα που συρρικνώνεται, διαστρεβλώνεται κι εκφυλίζεται και η έκφραση που αδυνατεί να εκδηλωθεί και να παράγει αποτελέσματα.
Με την λέξη “λειτουργικός” νοείται αυτός που διαθέτει όχι γνώση, αλλά ΕΠΙΓΝΩΣΗ της γνώσης, είναι ικανός να ενεργεί και να αναλαμβάνει έλεγχο κι ευθύνη του ελέγχου, αυτός που είναι ικανός να χειρίζεται καταστάσεις και πράγματα. Εύκολα διαφοροποιεί ανομοιότητες, δεν ταυτοποιεί ανόμοιους συσχετισμούς και κατανοεί αφηρημένες έννοιες.»

Αν βρίσκεστε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή την έχετε ήδη ολοκληρώσει και δεν αντιλαμβάνεστε το νόημα του προηγούμενου αποσπάσματος, δυστυχώς για εσάς, ανήκετε στην κατηγορία των «λειτουργικά αναλφάβητων» ανθρώπων. Και με βεβαιότητα, αυτοί είναι πολλοί και βρίσκονται γύρω μας και έχουν άποψη -για την πολιτική, για την οικονομία, για την εκπαίδευση, για το μεταναστευτικό, για… όλα. Και όχι μόνο «έχουν», όπως πιστεύουν, άποψη για όλα αλλά τη διατυπώνουν κιόλας. Το κάνουν στις κοινωνικές συναθροίσεις, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στους εκπαιδευτικούς των παιδιών τους, παντού και σε όλους.
Με απλά λόγια και για να συμβάλω στη στήριξη του συγκεκριμένου τμήματος της κοινωνίας μας, ως “λειτουργικά αναλφάβητο” χαρακτηρίζουμε το άτομο το οποίο μπορεί να διαβάζει (δεν είναι άρα “οργανικά αναλφάβητο”) αλλά αδυνατεί να κατανοήσει όσα διαβάζει αλλά και όσα ακούει. Με ακόμη πιο απλά λόγια, αδυνατεί να αντιληφθεί τις εξελίξεις -και άρα να προσαρμοστεί σε αυτές- αλλά και τον περίγυρό του -και άρα να συνεννοηθεί ακόμη και για τις πιο απλές διαδικασίες (π.χ. τι να αγοράσει από το super market ή πού και τι ώρα θα συναντήσει την παρέα) με αυτόν.
Ο “λειτουργικά αναλφάβητος” αδυνατεί να κατανοήσει και να αποδώσει περιληπτικά το περιεχόμενο ενός (ακόμη και) απλού κειμένου. Αδυνατεί να αντιληφθεί πλήρως τα ζητούμενα μιας άσκησης ή ενός προβλήματος στη Φυσική ή τα Μαθηματικά. Αδυνατεί να συνειδητοποιήσει το νόημα ενός πολιτικού, οικονομικού ή (ακόμη χειρότερα) επιστημονικού άρθρου*.
Η παρατήρηση αυτή εξηγεί πολλά στοιχεία της καθημερινότητας. Έτσι εξηγείται το υψηλό ποσοστό αποτυχίας στις πανελλαδικές. Έτσι γίνεται αντιληπτό το υψηλό ποσοστό εκείνων που πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν (33%) αλλά κι εκείνων που πιστεύουν στα ζώδια (πάνω από 50%), στις εναλλακτικές θεραπείες, στις ψευδοεπιστήμες και τους κάθε είδους αγύρτες (χαρτορίχτρες, καφετζούδες…). Έτσι δικαιολογείται η πίστη στον κάθε μορφής λαϊκισμό (σκίσιμο μνημονίων, ορχήστρες στον ρυθμό των οποίων θα χόρευε η Ευρώπη κ.τ.λ.). Έτσι, τέλος, βρίσκουν εξήγηση τα υψηλά ποσοστά κατάθλιψης και αυτοκτονιών που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια. Ο “λειτουργικά αναλφάβητος” αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματικότητα και τις απαιτήσεις της, οπότε και είναι αδύνατον να προσαρμοστεί και να ανταποκριθεί σε αυτές.
Ο “λειτουργικά αναλφάβητος” αναζητά απλοϊκές λύσεις και κυρίως απαντήσεις για μια καθημερινότητα, την οποία δεν αντιλαμβάνεται. Και φυσικά τέτοιες του δίνουν οι λαϊκιστές και οι κάθε είδους εκμεταλλευτές της ανοησίας, της σύγχυσης και της άγνοιας που κυριαρχούν.
Κι ενώ ο “οργανικά αναλφάβητος” του παρελθόντος αποτελούσε μικρό κίνδυνο για την κοινωνία, αφού δεν διέθετε τα τυπικά προσόντα για κατάληψη δημόσιων θέσεων, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους “λειτουργικά αναλφάβητους”. Αυτοί είναι απόφοιτοι Λυκείου ή και Πανεπιστημίου (σκεφθείτε πόσοι μπήκαν σε αυτό με βαθμούς που προκαλούν θλίψη), έχουν αγοράσει και μεταπτυχιακό σε αρκετές περιπτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι διαθέτουν τα τυπικά προσόντα για την κατάληψη μιας δημόσιας θέσης. Μπορούν να γίνουν Σύμβουλοι Στρατηγικού Σχεδιασμού, μετακλητοί σε υπουργεία, γ.γ. υπουργείων, υπουργοί και δεν συμμαζεύεται. Δεν νομίζω ότι χρειάζονται περισσότερες διευκρινίσεις για τον κίνδυνο που συνθέτει το πρόβλημα.
Θα πρέπει άραγε να γίνουμε οπαδοί της θεωρίας των ψεκασμών για να αιτιολογήσουμε την κατάσταση και την έκτασή της; Σίγουρα όχι. Τα αίτια είναι πολύ πιο χειροπιαστά. Φταίει η πολύωρη επαφή παιδιών και εφήβων με την εικόνα της τηλεόρασης και των μ.κ.δ.. Άρα φταίνε οι γονείς που δίνουν χώρο σε αυτό. Φταίει η συνεχής υποβάθμιση των απαιτήσεων στο πλαίσιο του σχολείου. Άρα φταίνε οι πολιτικοί και οι λαϊκιστικές πολιτικές τους και ίσως κάποιοι εκπαιδευτικοί που δεν αντιδρούν σε αυτό. Φταίνε τα πρότυπα επιτυχίας που προβάλλουμε διαρκώς στη νέα γενιά. Άρα φταίνε τα μ.μ.ε. και οι χαζομανάδες που δείχνουν τον θαυμασμό τους για τηλεοπτικούς αστέρες που αποτελούν εκφραστές της ανοησίας.
Το πρόβλημα υφίσταται, γνωρίζουμε τις αιτίες του αλλά είναι αδύνατον να κάνουμε και πολλά, αφού οι βασικοί κοινωνικοί θεσμοί έχουν χάσει τη δυνατότητά τους να παρέμβουν ουσιαστικά και συστηματικά.
Οπότε… ο Θεός να μας φυλάει!



* Σύμφωνα με την UNESCO (27.11.1978) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1987) ο λειτουργικός αναλφαβητισμός ορίζεται ως απώλεια της ικανότητας ενός ατόμου, που έχει παρακολουθήσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, να κατανοεί με επάρκεια τον προφορικό και γραπτό λόγο, να διατυπώνει με σαφήνεια την σκέψη του, να κάνει αφαιρετικούς συνειρμούς, να αναπτύσσει κριτική σκέψη, να εκμεταλλεύεται ευκαιρίες για βελτίωση των γνωστικών του δεξιοτήτων κ.λ.π.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Δεν τον συμφέρει να δουλεύει

Το κατσικάκι στη γάστρα ήταν υπέροχο. Αδιάψευστος μάρτυρας τα... ανύπαρκτα υπολείμματα στην πιατέλα. Χορτασμένοι πια επιδοθήκαμε σε κουβέντα με τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας. Νέος άνθρωπος, με όρεξη για δουλειά, ευγενέστατος με την πελατεία, μερακλής με μια κουβέντα. Αποφάσισε να αναλάβει και να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση στο ορεινό χωριό. Και δείχνει -σε αντίθεση με το γενικότερο κλίμα εθνικής μιζέριας- ιδιαίτερα ικανοποιημένος.
Όπως μας μετέφερε, η δυσκολία και μόνιμο πρόβλημα, ιδίως σε περιόδους με αυξημένη κίνηση, το ότι αδυνατεί να βρει προσωπικό. Σε μια χώρα που στενάζει, όπως φημολογείται, από την ανεργία, μας φάνηκε παράξενο. Βλέποντας την απορία μας βάλθηκε να μας εξηγεί.
«Να» ξεκίνησε, «το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχα κανονίσει με ένα παλικάρι από τα Τρίκαλα να έρθει για δουλειά. Εξασφαλισμένη διαμονή, εξασφαλισμένο φαγητό, καλό μεροκάματο, φιλοδωρήματα και, βέβαια, ασφάλιση. Υπολόγισα ότι “καθάρισε” περίπου 200€ για δουλειά δυο ημερών».
Πρόχειρα υπολογίσαμε ότι το «παλικάρι», με δουλειά δυο ημερών την εβδομάδα, θα «καθάριζε» περίπου 700€ με 800€ τον μήνα. Κι αυτό για τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Εννοείται ότι κανείς τον εμπόδιζε να κάνει και κάτι άλλο τις υπόλοιπες ή κάποιες μέρες της εβδομάδας ενισχύοντας το εισόδημά του.
«Ναι, αλλά» συνέχισε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, «χθες του τηλεφώνησα, για να επιβεβαιώσω ότι θα έρθει και το επόμενο Σαββατοκύριακο, όπως είχαμε συμφωνήσει. Η απάντηση που πήρα ήταν ότι δεν θα έρθει. Όταν τον ρώτησα, αν βρήκε κάτι άλλο να κάνει, μου είπε ότι δεν είχε βρει. Μου φάνηκε παράξενο, γιατί ξέρω ότι προέρχεται από οικογένεια χωρίς οικονομική άνεση, οπότε και επέμεινα για ποιον λόγο δεν θα ερχόταν. Η απάντησή του ήταν ότι “δεν τον συμφέρει”. Κι ακόμη δεν έχω καταλάβει τι δεν τον συμφέρει. Να δουλεύει;».
Στους περισσότερους φαντάζει εξωπραγματικό αλλά μια κουβέντα με επιχειρηματίες κάθε κλάδου μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η στάση του «παλίκαρου» δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Μεγάλο μέρος της νέας γενιάς δεν αντέχει τη δουλειά στο bar, στην ταβέρνα, στο εργοστάσιο, στο χωράφι, στην κατασκευαστική εταιρεία, στο γραφείο μελετών, στο λογιστικό γραφείο, στο φροντιστήριο,... Παντού.
Το «παλικάρι» της ιστορίας και μάλλον πολλά ακόμα «παλικαράκια» και «παλικαρίνες» βρίσκουν ασύμφορο το να εργάζονται. Βρίσκουν πιο συμφέρον να αράζουν, να πίνουν καφέδες με την παρέα, να μένουν στο σπίτι των γονιών μέχρι να σιτέψουν. Η δουλειά είναι ασύμφορη. Τα αραλίκι συμφέρει.
Έχουν δει τα πράγματα αλλιώς. Και σε μεγάλο βαθμό φταίει γι αυτό η υπερπροστατευτική και άκρως συντηρητική ελληνική οικογένεια. «Γι αυτό τον/την/το σπούδασα» ακούμε συχνά από γονείς που πιστεύουν ότι οι ίδιοι πήραν αξία, επειδή το παιδί τους «σπούδασε». Το γεγονός ότι αρκετοί μπήκαν σε κάποιο πανεπιστήμιο με τέσσερις και με πέντε χιλιάδες μόρια, το ότι κάποιοι πλήρωσαν για ένα πανεπιστήμιο αμφιβόλου αξίας στο εξωτερικό, το ότι πλήρωσαν για το πτυχίο ενός κολλεγίου στη μεγαλούπολη ή έβγαλαν μια σχολή στο ΙΕΚ της γειτονιάς τους, πιστεύουν ότι τους δίνει το δικαίωμα να διεκδικήσουν το απόλυτο όνειρο του νεοέλληνα: μια θέση και μάλιστα μόνιμη στο δημόσιο. Καθετί διαφορετικό δεν αρμόζει στα... προσόντα και στο πρεστίζ που απέκτησαν μέσω των σπουδών τους.
Φταίει εξίσου και το υπερπροστατευτικό κράτος μας, που προτιμάει να ανοίγει αχρείαστες θέσεις στο δημόσιο και να επιδοτεί την αεργία από το να χρηματοδοτεί τη δημιουργία παραγωγικών θέσεων. Δίνει με τον τρόπο αυτόν την αίσθηση ότι ο κάθε κακομοίρης μπορεί να βολευτεί σε μια θεσούλα από την οποία κανείς δεν θα μπορεί να τον ξεκουνήσει ή για την οποία δεν θα δεχτεί τον παραμικρό έλεγχο.
Σε ένα μεγάλο τμήμα της νέας γενιάς φαίνεται ασύμφορη μια δουλειά που απαιτεί. Ό,τι κι αν απαιτεί. Μπορεί να απαιτεί προσήλωση, μπορεί να απαιτεί υπομονή, ένταση, κόπο πνευματικό ή σωματικό, θετική διάθεση απέναντι στον πελάτη, δημιουργικότητα, πρωτοβουλία, οργάνωση, ...
Αν απαιτεί το παραμικρό, δεν συμφέρει. Εκείνο που συμφέρει είναι η τεμπελιά, τα επιδόματα, η οικονομική στήριξη από το σπίτι και βέβαια, οι ανέξοδες και αδιέξοδες αμπελοφιλοσοφίες για το άδικο σύστημα. Η προσπάθεια, ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και ο προσωπικός στόχος βρίσκονται έξω από τη λογική αρκετών, οι οποίοι πιστεύουν ότι η ζωή (και ο καθένας) τούς χρωστάει εκ προοιμίου, που θεωρούν ότι έχουν δικαιώματα αλλά όχι υποχρεώσεις, που παθαίνουν κατάθλιψη και κρίσεις πανικού απέναντι στην παραμικρή ευθύνη.
Όσο για εκείνους που τα καταφέρνουν; Α, μα αυτοί είναι τυχεροί ή έστω προνομιούχοι, πιστεύουν οι περισσότεροι. Μάλλον ως κοινωνία χρειαζόμαστε μια επανεκκίνηση. 



Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Ο "Μεταμορφωσητουσωτήρος"


Λοιπόν, είναι -μεγάλης- απορίας άξιον το πόσοι άνθρωποι θυμούνται ότι γιορτάζω στις 6 Αυγούστου. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη γιορτή δεν είναι σαν τις άλλες ή τις περισσότερες άλλες.
            Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που γιορτάζουν του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Αλκιβιάδου μάρτυρος, του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Αθανασίου και πάει λέγοντας.
            Ωραίο και ξεκάθαρο πράγμα, δηλαδή. Βλέπεις στο ημερολόγιο ότι την τάδε μέρα είναι του Αγίου Βαρσιμαίου. Μια χαρά. Έχεις κάποιον φίλο ή συγγενή ή συνεργάτη που ονομάζεται Βαρσίμαιος, του τηλεφωνείς ή πλέον του γράφεις στο fb του μεταφέροντας ευχές και χαρές και άλλα ωραία. Βλέπεις ή πληροφορείσαι ότι τη δείνα μέρα είναι Αγίων Ακύλα και Πρίσκιλλας. Έχεις φίλους, γνωστούς, συγγενείς, συνεργάτες με κάποιο από αυτά τα ονόματα; Το μυαλό σου πάει κατευθείαν.
            Για μένα, βέβαια, κι αυτές οι γιορτές την έχουν τη δυσκολία τους. Γιατί του Αγίου Δημητρίου πρέπει να θυμάμαι ότι γιορτάζει ο γαμπρός μου και ο φίλος μου, οι οποίοι, όμως -και οι δυο- λέγονται «Μήτσος». Τέλος πάντων, εκεί το πρόβλημα λύθηκε εδώ και χρόνια, αφού συμφωνήσαμε να με παίρνουν εκείνοι τηλέφωνο τη μέρα της γιορτής τους για να τους λέω τα χρόνια πολλά.
            Με απλά λόγια, θέλω να πω ότι με εντυπωσιάζει πώς κάποιοι άνθρωποι θυμούνται ότι γιορτάζουν οι Σωτηράδες και οι Σωτηρίες στις 6 Αυγούστου. Γιατί στις 6 Αυγούστου δεν είναι ούτε του Αγίου Σωτήρη ούτε της Αγίας Σωτηρίας ούτε «τσ’ Αγιάσωτήρας», όπως αναφέρεται σε κάποιες περιοχές της πατρίδας μας. Θεωρώ ότι είναι πιο εύκολο να θυμάται κάποιος τις ώρες Ανατολής και Δύσης του Ήλιου της συγκεκριμένης ημέρας, παρά το ποιος γιορτάζει αυτή τη μέρα.
            Στις 6 Αυγούστου γιορτάζουμε τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και άρα θα έπρεπε να γιορτάζουν όσοι έχουν βαπτιστεί έτσι. Ένα τέτοιο όνομα, βέβαια, θα θύμιζε κάτι από τα ευφάνταστα ρωμαϊκά ονόματα που κυκλοφορούσαν στα Αστερίξ. Υπήρχε, για παράδειγμα ο εκατόνταρχος -αν θυμάμαι καλά το αξίωμα- «Θαμασφαειοκατωκόσμοσόλους» (θυμάμαι πολύ καλά το όνομα). Κάπως έτσι, και είναι πολύ λογικό, τη μέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ο καθένας θα μπορούσε να σκεφτεί: Βρε μπας και έχουμε κανέναν γνωστό που λέγεται «Μεταμορφωσητουσωτήρος»; Και πολύ λογικά και πάλι, θα έδινε μόνος του ή θα έπαιρνε από άλλον την απάντηση: Μπααα, πού να βρεις άνθρωπο με τέτοιο όνομα;
            Με όλα αυτά, ήθελα απλώς να πω ότι είναι ιδιαίτερα τιμητικό που κάποιοι θυμούνται ότι γιορτάζω παρόλο που δεν με βάφτισαν «Μεταμόρφωσητουσωτήρος» και κανείς ποτέ δεν με αποκάλεσε έτσι.
Δηλώνω τον θαυμασμό μου και
τους ευχαριστώ θερμά για τις ευχές!



Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Μια εικόνα, χίλιες λέξεις


Ό,τι μας κρατάει πίσω, σε μια φωτογραφία.


Ο ελληνάρας που ισχυρίζεται ότι διαθέτει το «ηθικό πλεονέκτημα» ενώ η ηθική του δεν ξεφεύγει από τα όρια του μεγάλου «εγώ» του. Ο ελληνάρας ισχυρίζεται -και είναι πολύ πιθανό να το πιστεύει- ότι εξ ορισμού είναι πιο ηθικός από τους «άλλους» αλλά δεν έχει την παραμικρή διάθεση να σεβαστεί την υγεία των συνανθρώπων του, την οποία δείχνει με προκλητικό τρόπο πού την έχει γραμμένη.

Ο ελληνάρας που πιστεύει ότι ο νόμος είναι για τους άλλους κι ότι ο ίδιος είναι υπεράνω, γιατί ο εξυπνάκιας θεωρεί ότι είναι έξυπνος και άρα δικαιούται περισσότερα από τους άλλους.

Ο ελληνάρας που χωρίς ίχνος παιδείας και αξιοπρέπειας αδυνατεί να καταλάβει πόσο γραφικός και ανόητος δείχνει προβάλλοντας την ανοησία του, επειδή την αντιλαμβάνεται ως μαγκιά.

Ο ελληνάρας του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;».

Ο ελληνάρας του «Και τι θα μου κάνουν; Θα μου κλ@σουν τ’ @ρχιδι@».

Ο ελληνάρας του «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι ζούσαν σε σπηλιές», που όμως δεν διαθέτει την ικανότητα να αντιληφθεί ότι καμιά σχέση έχει με εκείνους που έχτιζαν Παρθενώνες, γιατί εκείνοι διέθεταν αισθητική, παιδεία, σεβασμό και ότι οι άλλοι -οι άνθρωποι των σπηλαίων- έχουν προ καιρού εγκαταλείψει τις σπηλιές τους και τον έχουν αφήσει έτη φωτός πίσω τους και του δανείζουν για να ζει και να υπάρχει.

Κι όμως, κάποιοι τον ψήφισαν τον ελληνάρα και την παρέα του. 
Μπορεί και να νιώθουν περήφανοι με τον τσαμπουκά του εκλεκτού τους.






Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

For the Festivals*


Είναι συνετό να ξεκινήσω με μια διευκρίνιση**. Λατρεύω το βουνό. Τις δεκάδες αποχρώσεις του πράσινου, από το σκούρο -κοντά στο μαύρο- των ελάτων  ως τις πιο απαλές αποχρώσεις του στις ψηλές κορυφές. Τον ήχο του αέρα που διαπερνά τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων ή των νερών που κυλούν σε ρυάκια για να σχηματίσουν χειμάρρους, καταρράκτες ή μικρά ποτάμια. Τον ουρανό του, τη δροσιά του, τις πυγολαμπίδες που στολίζουν τις ρεματιές. Λατρεύω ακόμη και τους νυχτερινούς διαπληκτισμούς των σκίουρων που έχουν βρει καταφύγιο στη στέγη του σπιτιού.
         Λατρεύω το βουνό αλλά φέτος νιώθω την απομόνωσή μου σε αυτό λίγο... επιβεβλημένη από εξωγενείς παράγοντες. Η τελείως ανόητη, χωρίς προφανή λόγο, αντιπαιδαγωγική και βεβιασμένη απόφαση της προηγούμενης, πλέον, κυβέρνησης -δυο μέρες πριν τις εκλογές- ως προς την εξέταση Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας (κοινά θέματα για τα δυο αντικείμενα) προκάλεσε πλήρη αναθεώρηση του σχεδιασμού των διακοπών. Έπρεπε να προετοιμαστώ για τον νέο τρόπο εξέτασης και τη λεπτομερή οργάνωση της διδασκαλίας του στους μαθητές. Κι έπρεπε να το κάνω πριν την έναρξη της νέας περιόδου. Διαφορετική έκταση ανάπτυξης των θεμάτων Έκθεσης και περίληψης, διαφορετικό στιλ ερωτήσεων, υπήρξαν ζητήματα που έπρεπε άμεσα να διεκπεραιωθούν. Και διεκπεραιώθηκαν. Με κόστος, όμως, απρόβλεπτο.
        Μέσα στην πίεση των υποχρεώσεων και την ένταση της δουλειάς παρέβλεψα κάτι σημαντικό. Και κάπως έτσι, με βρήκε στα ορεινά μέρα που δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να με βρει. Γιατί μπορεί να λατρεύω το βουνό, με μια εξαίρεση, όμως. Τη μέρα του πανηγυριού. Βρέθηκα, λοιπόν, εκεί τη μέρα της γιορτής της Αγίας Παρασκευής, με την οποία, δηλώνω προκαταβολικά, ότι δεν έχω να χωρίσω το παραμικρό***. Ποτέ δεν είχα. Το πρόβλημα είναι ότι στο χωριό η γιορτή της Αγίας συνοδεύεται από πανηγύρι και γλέντι τρικούβερτο, με κλαρίνα, με βιολιά, με νταούλια, με ηχεία που καθιστούν την ένταση της φασαρίας ανυπόφορη για κάθε ισορροπημένο άνθρωπο και με ηχοσυστήματα που «χρωματίζουν» τη φωνή του τραγουδιστή με μια τρομακτική ηχώ κι ένα απόκοσμο βάθος. Κόλαση. Χειρότερη κι από εκείνη που περιγράφει ο Δάντης**** στο ομώνυμο έργο του.
            Αδυνατώ να κατανοήσω το όλο σκηνικό ακόμη και στις πιο απλοϊκές διαστάσεις του. Αναρωτιέμαι, ποιος έπεισε τους διοργανωτές του πανηγυριού -κάθε πανηγυριού στην ελληνική επικράτεια- ότι η Αγία Παρασκευή ή οποιοσδήποτε άλλος Άγιος γουστάρει πανηγύρια τέτοιας ποιότητας και αισθητικής; Με ποιον τρόπο απέκτησαν την πληροφορία ότι η Αγία πετάει τη σκούφια της για χαρές και γλέντια συνοδευόμενα από κραυγές (ορισμένοι τις χαρακτηρίζουν παραδοσιακά τραγούδια) που εκφράζουν ανείπωτο πόνο (δεν μπορώ μανούλα μ’ δεν μπορώ) και απαιτούν επιτακτικά (αχ σύρε να φέρεις τον γιατρό), που κινούνται στα όρια της ουτοπίας και της ύβρεως απέναντι στην ανθρώπινη φύση (ωρέ, να ’ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία), που αναφέρονται σε αρρωστημένες σχέσεις (μωρή κοντού-μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμό-λεμόνια Βησσανιώτισσα, δε σ’ είδα ψες και αρρώστησα!!!), που κινούνται έξω από κάθε ανεκτό όριο πολιτικής ορθότητας με αμαρτωλές συγκρίσεις (Μαρία λέν’ την Παναγιά, Μαρία λέν’ και σένα...);
            Κι όλο το σκηνικό να ολοκληρώνουν κρέατα ατάκτως ερριμμένα σε λαδόκολλες, ξεραμένα λίπη, χοροί ανθρώπων που έχουν περιέλθει σε ένθεη μανία και έξαλλο ενθουσιασμό, οι οποίοι προσπαθούν να εξωτερικεύσουν -μια υπόθεση κάνω- τη λεβεντιά και την καραμπουζουκλότητά τους. Τραγικό, αηδιαστικό και συνάμα ανυπόφορο. Και τώρα, θα πει κάποιος: «Βρε περίεργε, αφού δεν τη βρίσκεις με όλα αυτά και σου είναι ενοχλητικά, μπορείς να μην παρίστασαι στους πανηγυρισμούς». Όμως, δεν είμαι περίεργος ή τουλάχιστον δεν νιώθω τέτοιος. Αλλά πού να κρυφτείς κατά τη διάρκεια του πανηγυριού; Κλειδαμπαρώθηκα από νωρίς στο σπίτι. Δοκίμασα, μάλιστα, να μετακινηθώ στο πίσω δωμάτιο αλλά δεν έχει εφευρεθεί ακόμη το υλικό που θα απομονώσει όλη αυτή την εκκωφαντική φασαρία. Κάποια στιγμή αποφάσισα να βάλω μουσική αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν ένας φρικαλέος συνδυασμός Eric Clapton με συνοδεία τσιρίδων και επιφωνημάτων (ώπα, άιντε, φέρε μια γυροβολιά ακόμη νταρντάνα μ’...) και με προτροπές (λάλα το ρε λεβέντη Κίτσο, πιο δυνατά), οπότε και εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια άμυνας πίνοντας για να ξεχάσω και περιμένοντας στωικά την κόπωση των πανηγυρτζήδων...
            Είμαι της άποψης ότι οι υπεύθυνοι για τα πανηγύρια θα έπρεπε να διώκονται από τον νόμο για διατάραξη της κοινής ησυχίας και κυρίως ως απειλή της πανίδας της περιοχής. Κι αν ακούγατε από μια μεριά τα πονεμένα αλυχτίσματα των κακόμοιρων σκύλων του χωριού, θα συμφωνούσατε μαζί μου. Αν βλέπατε τις αγέλες των γατιών που τρέπονταν κατατρομαγμένα σε φυγή από την επικίνδυνη ζώνη,  θα επαυξάνατε κιόλας. Είμαι πλέον βέβαιος ότι η αρκούδα της Πίνδου απειλείται ως είδος περισσότερο από τα τοπικά πανηγύρια παρά από οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη παρέμβαση.
            Οπότε, κι αν όλα αυτά δεν είναι ικανά να οδηγήσουν σε κατάργηση των πανηγυριών, μήπως ήρθε η στιγμή να επιβληθεί μια πιο... unplugged εκδοχή τους;


1* Πρόσφατα διάβασα για μια εφαρμογή με το ίδιο όνομα (FortheFestivals), η οποία βοηθάει τον χρήστη να εντοπίζει πού διοργανώνονται πανηγύρια. Φαντάζομαι για να τα αποφεύγει.
2* Μου αρέσουν οι διευκρινίσεις, επειδή βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, ώστε να αποφεύγονται παρεξηγήσεις και άσκοπες προστριβές.
3* Αποτελεί επίσης διευκρίνιση προς αποφυγή παρεξηγήσεων.
4* Σίγουρα όχι ο Χρήστος, του οποίου τα άσματα δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από την κόλαση.




Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Από το «προδέρμ» στην πραγματική ζωή


      Έχω την αίσθηση ότι εδώ και χρόνια το σύστημα και περιβάλλον διαπαιδαγώγησης προετοιμάζουν τους εφήβους για… τίποτε. Τουλάχιστον για τίποτε ουσιαστικό.
Η πλειονότητα των εφήβων -δηλαδή της πιο απαίσιας και αφόρητα εκνευριστικής ηλικιακής φάσης- πιστεύει (πρόκειται για απόλυτη ψευδαίσθηση, βέβαια) ότι οι Πανελλαδικές αποτελούν το πιο δύσκολο και απαιτητικό κομμάτι της ζωής. Έχει την πεποίθηση ότι μέχρι εδώ ήταν οι δυσκολίες κι ότι στο εξής… «έξω ντέρτι και καημός». Είναι βέβαιη ότι ακόμη και οι Δεινόσαυροι δεν κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τόσο εξαιρετικής δυσκολίας καταστάσεις.
        Όλοι έβαλαν το χεράκι τους, λίγο ως πολύ, για να συμβεί αυτό το φρικαλέο πράγμα. Υπερπροστατευτικοί γονείς που είχαν (μάλλον και έχουν) την αίσθηση ότι μεγαλώνουν μικρούς Αϊνστάιν (οι οποίοι βέβαια σταδιακά θα μεταβληθούν σε μεγάλους Αϊνστάιν). Λαϊκιστές πολιτικοί που φρόντισαν για τον χαλαρό αλλά άσκοπο περίπατο των εφήβων από τάξη σε τάξη. Βολεμένοι εκπαιδευτικοί που μοίρασαν μεγάλους βαθμούς, ώστε να εξασφαλίσουν την ησυχία τους. Τραγικοί και ανεύθυνοι φροντιστές που έκρυψαν την αλήθεια, ώστε να αποφύγουν τη σύγκρουση με τα πελατάκια. Και κάπως έτσι, μια ακόμη φουρνιά μαθητών έφτασε στο τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αγνοώντας βασικά δεδομένα για τον εαυτό τους και την αδυσώπητη πραγματικότητα που ακολουθεί.
Κάπως έτσι, ακόμη κι εκείνος που ακούει για διάβασμα και βγάζει φλύκταινες συνοδευόμενες από υψηλό και ιδιαιτέρως καυτερό πυρετό, ο κακομοίρης που δεν κατάφερε ή δεν είχε τη διάθεση να αποκτήσει την ικανότητα -μετά από τόσα χρόνια- να κατανοεί ένα απλό κείμενο, το ζωντόβολο με ανημπόρια συγκέντρωσης σε μια εκφώνηση δυο γραμμών και αποκωδικοποίησής της, ο καμένος στο καθημερινό και πολύωρο διαδικτυακό σκουπιδαριό των παιχνιδιών και των influencers, ο τεμπέλης που αντιδρούσε σε οποιαδήποτε παρακίνηση για μελέτη και αναζήτηση πληροφοριών, o -με απλά και ξεκάθαρα λόγια- πιο αδαής μαθητής δηλώνει ανερυθρίαστα και με ιδιαίτερη άνεση ότι «εγώωω με την έρευνα θέλω να ασχοληθώ».
Κι άντε τώρα να βρεθεί κάποιος να του βάλει στο κουφιοκεφαλάκι του ότι μέχρι στιγμής έζησε στον κατασκευασμένο από το σύστημα παράδεισο. Ότι οι γονείς, οι παππούδες και οι λοιποί συγγενείς τον αποδέχονταν, τον «έφτιαχναν» και τον καλόπιαναν, επειδή ακριβώς ήταν οι γονείς, οι παππούδες και οι λοιποί συγγενείς του, οι δικοί του άνθρωποι. Ότι οι εκπαιδευτικοί δεν του εκμυστηρεύτηκαν το πόσο ανέτοιμος είναι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και πολύ περισσότερο για έρευνα, επειδή δεν επιθυμούσαν τη σύγκρουση, τα μούτρα και τις γκρίνιες ή απλώς επειδή ήταν πελάτης τους και δεν ήθελαν να τον κακοκαρδίσουν και να χάσουν τα ωραία λεφτουδάκια του.
Ναι αλλά αυτό το παιδί καλείται πια να αντιμετωπίσει μια νέα, τελείως διαφορετική κατάσταση, για την οποία αγνοεί τα πάντα. Καλείται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, η οποία δύσκολα προσφέρει επαίνους, αγάπη, στοργή και «προδέρμ» και όταν το κάνει, το κάνει αποκλειστικά σε εκείνους που τα αξίζουν. Καλείται να ενταχθεί σε μια καθημερινότητα που δεν δικαιολογεί και δεν αποδέχεται τα «ξέχασα», τα «είχα πολλή δουλειά», τα «άργησα να ξυπνήσω» (πιθανώς γιατί ξημεροβραδιάστηκα στο Internet), τα «δεν ένιωθα πολύ καλά», τα «είναι δύσκολα» και κάθε άλλη ανόητη και ανιαρή δικαιολογία. Μια πραγματικότητα που προχωράει χωρίς να τους περιμένει όλους, που δεν παρέχει ιδιαίτερα μαθήματα και έξτρα βοήθεια σε εκείνους που καθυστερούν ή δεν «τα παίρνουν» εύκολα.
Λέγεται «πραγματικότητα», επειδή ακριβώς αυτό είναι. Είναι αυτό που ισχύει και δεν προσαρμόζεται στις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τις παραξενιές του καθένα. Πρόκειται για μια κατάσταση που δεν κάνει χάρες, δεν καλοπιάνει κανέναν, δεν συγχωρεί εύκολα και, όταν το κάνει, δεν το κάνει χωρίς ανταλλάγματα. Αντίθετα, πετάει έξω -και το κάνει χωρίς τύψεις- και χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις εκείνον που δεν μπορεί ή δεν έχει τη διάθεση να προσαρμοστεί. Λέγεται ζωή κι αυτή απαιτεί πολλά, για να αποφασίσει αν θα δώσει.
 Ο γονιός που μέχρι τώρα έτρεχε για όσα έπρεπε να τρέχει το παιδί, πίεζε, άνοιγε την αγκαλιά του για να κανακέψει, αναζητούσε πληροφορίες για το μηχανογραφικό του παιδιού και κάποτε το συμπλήρωνε ο ίδιος, σταδιακά θα αρχίσει να αποστασιοποιείται ανήμπορος να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο. Ο ρόλος των γονιών στο εξής μπορεί να είναι μόνο επικουρικός. Σίγουρα όχι πρωταγωνιστικός, όπως συνέβαινε μέχρι στιγμής. Ο καθένας καλείται να γίνει πρωταγωνιστής της ζωής του, να πάρει αποφάσεις και να αναλάβει ευθύνες κι αυτό για κάποιους προβλέπεται ιδιαίτερα σκληρό, συχνά καταθλιπτικό και αφορμή για εγκαταλείψεις.
Και για τους φετινούς υποψηφίους έφτασε η ώρα της αλήθειας χωρίς φτιασιδώματα. Έφτασε η στιγμή να μάθουν να χρησιμοποιούν το «προδέρμ» μόνοι τους. Κι αυτό έχει τις δυσκολίες του.




Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Εξετάσεις, Kinder Έκπληξη


Ώρες ώρες τι με πιάνει με τους περίεργους τίτλους δεν ξέρω. Αλλά με πιάνει. Έτσι με έκανε ο Θεός, μάλλον.  Κάποιες φορές αποφασίζω να γράψω έναν τίτλο. Και δεν μπορώ να ξεκολλήσω από αυτόν. Και μετά αναγκάζομαι να εξηγώ τα δυσεξήγητα.
Έτσι και τώρα. Και πρέπει να καθίσω (αυτό ήδη το κάνω βέβαια) να αναλύσω τα συστατικά του τίτλου. Θα ξεκινήσω από το δεύτερο. Είναι πιο ανατρεπτικό. Το λογικό και αναμενόμενο θα ήταν να ξεκινήσω από το πρώτο αλλά το βρίσκω εξαιρετικά mainstream, οπότε και θα καταφύγω στο πιο alternative.
«Kinder Έκπληξη», λοιπόν, είναι η μοναδική συνταγή που συνδυάζει την καλή σοκολάτα Kinder με τη χαρά της ανακάλυψης και εκπλήξεις που δεν τελειώνουν ποτέ. Ο συνδυασμός αυτών των τριών στοιχείων δημιουργεί έναν κόσμο διασκέδασης και ψυχαγωγίας που βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν τη φαντασία τους ενώ παράλληλα καθησυχάζει τις διατροφικές ανησυχίες των μαμάδων (πηγή: το site της εταιρείας, οπότε δεν θα βάλω και το χέρι μου στη φωτιά για του λόγου το αληθές αλλά το βρίσκω πιασιάρικο).
Από την άλλη, «Εξετάσεις» είναι αυτό ακριβώς που λέει και η λέξη, δηλαδή εξετάσεις. Δεν αναφέρομαι σε ιατρικές. Κάνω λόγο για τις εξετάσεις, στις οποίες οι εξεταζόμενοι είναι οι μαθητές και εξετάζονται σε συγκεκριμένα θέματα, ώστε να γίνει αντιληπτό το επίπεδό τους, η ποιότητα της προετοιμασίας τους, η ικανότητά τους να αντιλαμβάνονται ή και όχι κάποια δεδομένα και κυρίως η δυνατότητά τους να προχωρήσουν σε ένα επόμενο στάδιο εκπαίδευσης.
Τώρα φτάσαμε στο δύσκολο. Θα πρέπει να συνδέσω τα συστατικά μεταξύ τους, ώστε ο τίτλος να δείχνει λογικός. Μέχρι στιγμής οι εξετάσεις εμπεριείχαν ελάχιστα στοιχεία έκπληξης, η οποία είχε, κυρίως, να κάνει με τις επιδόσεις των μαθητών. Πήγαινε ο άλλος με τσαμπουκά να εξεταστεί στα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Βιολογία, τα Αρχαία ή την Ιστορία πιστεύοντας ότι «το έχει». Βγαίνοντας από τη δοκιμασία είχε συνειδητοποιήσει ότι τελικά «δεν το είχε». Έκπληξηηη! Οι ανατροπές τέτοιου είδους ήταν πιο συχνές και από τους κόκκους άμμου στην έρημο.
Πλέον και με πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας η έκπληξη μεταφέρεται σε άλλο επίπεδο. Ιδίως στο μάθημα της Ελληνικής Γλώσσας. Μας έπρηξε και το υπουργείο και ο υπουργός και οι παρατρεχάμενοί του. Η Νεοελληνική Γλώσσα θα συνεξετάζεται με τη Λογοτεχνία μάς έλεγαν εδώ και μήνες. Και εμείς περιμέναμε και περιμέναμε και ξαναπεριμέναμε τις ανακοινώσεις των υπευθύνων (κάνω και χιούμορ), ώστε να προετοιμαστούμε ανάλογα και να μπορέσουμε να προετοιμάσουμε και τα παιδιά με βάση το νέο σύστημα. Το υπουργείο, όμως, ακολουθούσε χελωνίσιους ρυθμούς καθυστερώντας επιδεικτικά. Και για να μην παρεξηγηθώ από ακραιφνείς οικολόγους, προσωπικά δεν έχω τίποτε με τις χελώνες. Άλλωστε μια πολύ ωραία και αργή χελώνα κοσμεί το γραφείο μου.
 Για να μη μακρηγορώ, κάποια στιγμή εδέησαν και το υπουργείο και ο υπουργός και οι παρατρεχάμενοί του να προβούν σε ανακοινώσεις, το ανόητο περιεχόμενο των οποίων δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να σχολιάσω. Τουλάχιστον, είχαμε κάτι στα χέρια μας, έναν μπούσουλα για να προετοιμαστούμε. Οι εκδοτικοί οίκοι έριξαν στην αγορά τα νέα βοηθήματα, οι φιλόλογοι ξεκίνησαν την έρευνα για κείμενα Λογοτεχνίας που ταίριαζαν στην ύλη και οι μαθητές άρχισαν να ενημερώνονται για τα νέα δεδομένα.
Ναι αλλά οι βουλές και του υπουργείου και του υπουργού και των παρατρεχαμένων του ήταν διαφορετικές. Μια ωραία μέρα ξυπνούν όλοι αυτοί και ρίχνουν άλλη ιδέα για το μάθημα της Γλώσσας. Σύμφωνα με αυτή, η Λογοτεχνία δεν θα συνεξετάζεται με τη Γλώσσα αλλά θα εξετάζεται από κοινού με αυτήν. Με απλά λόγια, δεν θα υπάρχουν διαφορετικά θέματα για τη Γλώσσα και διαφορετικά για τη Λογοτεχνία αλλά κοινά θέματα με αφορμή δυο ή και τρία κείμενα ή εικόνες.
 Δηλαδή, όλοι αυτοί που δεν μπορώ να καταλάβω πώς βρέθηκαν στις θέσεις τους σκέφτηκαν (χρησιμοποιώ τη συγκεκριμένη λέξη μόνο για λόγους οικονομίας) να εντάξουν στις Πανελλαδικές εξετάσεις ένα σύστημα που δεν έχει δοκιμαστεί προηγουμένως, ένα σύστημα με το οποίο τα παιδιά δεν έχουν εξοικειωθεί, ένα σύστημα για το οποίο δεν είναι έτοιμοι ούτε οι εκπαιδευτικοί ούτε πολύ περισσότερο οι βαθμολογητές.
 Εννοείται ότι ακόμη και αυτή τη στιγμή τίποτε δεν είναι δεδομένο. Το υπουργείο έχει(;) ακόμη χρόνο για αλλαγές. Ίσως μάλιστα, το καλύτερο θα ήταν οι υπεύθυνοι να σκέφτονται και να οργανώνουν καινούρια συστήματα εξέτασης χωρίς όμως και να τα ανακοινώνουν στο ευρύ κοινό και την εκπαιδευτική κοινότητα. Οι μαθητές θα προσέρχονται στις εξετάσεις και εκεί για πρώτη φορά θα βλέπουν με ποιον τρόπο θα εξεταστούν. Εξετάσεις έκπληξη. Σαν τα αβγά kinder. Τα ανοίγεις, χωρίς να γνωρίζεις τι σε περιμένει και τι ακριβώς κρύβουν.
   Οπότε, μια ακόμη πιο προχωρημένη θέση (έχω τη βεβαιότητα ότι οι υπεύθυνοι θα τη λάβουν υπόψη και θα την επεξεργαστούν, αν δεν το έχουν κάνει ήδη) θα ήταν σε κάθε μαθητή να δίνονται διαφορετικής μορφής θέματα στις Πανελλαδικές. Οι εκπλήξεις δεν θα τελειώνουν ποτέ. Και βγαίνοντας από την εξέταση οι μαθητές θα μπορούν να συζητούν μεταξύ τους και να ρωτούν τους συμμαθητές τους: Εσύ τι βρήκες στις εξετάσεις σου;


Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

Και τώρα τι θα κάνετε χωρίς βαρβάρους; -Επίμετρο στις Πανελλαδικές-


«Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.»

Κ.Π. Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους

Λοιπόν, αυτό ήταν. Για μια ακόμη χρονιά οι Πανελλαδικές (σχεδόν) τελείωσαν. Και μάλιστα, παρά τα θρυλούμενα, αυτό συνέβη αναίμακτα. Εξαιρετικά ευχάριστο. Άλλη μια φουρνιά υποψηφίων πήρε το βάπτισμα του πυρός και κυρίως πήρε τις απαντήσεις της. Γιατί αυτό ακριβώς είναι οι Πανελλαδικές. Ούτε τα θέματα που δόθηκαν, ούτε οι βαθμοί που περιμένουμε, ούτε καν η προετοιμασία. Οι Πανελλαδικές είναι ένα και μόνο. Είναι απαντήσεις.
Τώρα πλέον ο καθένας από τους υποψηφίους γνωρίζει λίγο καλύτερα ποιος είναι, προς τα πού βαδίζει, τι έκανε λάθος, τι έκανε σωστά, αν έκανε αρκετά, αν έκανε ελάχιστα, αν μπορεί κι άλλο, αν έφτασε στα όριά του, αν οι επιλογές του ήταν λογικές, αν οι συνεργασίες που επέλεξε ήταν ουσιαστικές, αν η αυτοϊδέα του υπήρξε αντικειμενική.
Για ένα μικρό ποσοστό υποψηφίων οι Πανελλαδικές ήρθαν απλώς να επιβεβαιώσουν και ίσως να ενισχύσουν την εικόνα για τον εαυτό τους. Σε αυτούς έδειξαν ότι οι στόχοι που είχαν θέσει υπήρξαν λογικοί και άρα εφικτοί, ότι η προσπάθειά τους κινήθηκε στη σωστή πορεία, ότι οι επιλογές συνεργατών ήταν οι κατάλληλες. Κυρίως, ήρθαν για να δείξουν ότι ένα σημαντικό βήμα έγινε, αν και μένουν ακόμη πολλά και πιθανώς πιο δύσκολα.
Για την πλειονότητα, όμως, οι Πανελλαδικές υπήρξαν τραγικά αποκαλυπτικές. Συμβαίνει κάθε χρόνο και σχεδόν σε παρόμοια ποσοστά. Οι περισσότεροι -πόσο κρίμα- χρειάζονται τις Πανελλαδικές στα δεκαοχτώ(!!!) τους για να συνειδητοποιήσουν πού ακριβώς βρίσκονται. Έπρεπε να φτάσει η ώρα των συγκεκριμένων εξετάσεων για να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι φτιαγμένοι για όσα είχαν φανταστεί ή για όσα οι άλλοι τους είχαν φανταστεί. Ότι τα όνειρα για πρωτιές σε σχολές που αξίζουν τον κόπο, για επιστημονική έρευνα, για κοσμοϊστορικές ανακαλύψεις και κοσμογονικές εφευρέσεις ήταν αυτό ακριβώς. Όνειρα.
 Έπρεπε να φτάσουν οι Πανελλαδικές για να τους πείσουν ότι ο καθηγητής που, όλα αυτά τα χρόνια, υπομονετικά επεσήμαινε τις αδυναμίες τους, τα κενά τους, την ελλιπή προσπάθεια, την αδιαφορία, την έλλειψη γνώσεων από προηγούμενα χρόνια, την αδυναμία τους να επεξεργαστούν ακόμη και απλά δεδομένα, δεν ήταν ένας κακός και δύστροπος άνθρωπος. Ήταν εκείνος που νοιαζόταν γι αυτούς, που προσπαθούσε να τους αφυπνίσει και να τους κινητοποιήσει, να τους βοηθήσει να δουν διαφορετικές προοπτικές και λύσεις.
Κι από την άλλη, έπρεπε να φτάσουν οι Πανελλαδικές για να τους δείξουν ότι όλοι εκείνοι που τους χάιδευαν τα αφτιά (τι βίτσιο κι αυτό!) δίνοντάς τους μεγάλους βαθμούς, δικαιολογώντας τις αβλεψίες τους, κρύβοντάς τους τις αδυναμίες τους, επικροτώντας τις άθλιες (σε διασκεδάσεις, παρέες, εκμετάλλευση χρόνου) επιλογές τους και την έλλειψη ενδιαφερόντων (μα τι να κάνουν, παιδιά είναι!), δεν ήταν οι καλοί της υπόθεσης. Ήταν εκείνοι που κοίταζαν την ευκολία τους, που επιζητούσαν την ησυχία τους αποφεύγοντας συγκρούσεις και κυρίως την αλήθεια.
Αυτό ήταν οι Πανελλαδικές και τώρα τέλειωσαν. Το ζήτημα είναι τι πρόκειται να συμβεί στο εξής. Γιατί οι Πανελλαδικές λειτούργησαν (πάντα το κάνουν) όπως και οι «βάρβαροι» του Καβάφη (Προσοχή: Δεν πρόκειται για σειρά στο Netflix). Ήταν μια ωραία δικαιολογία. Μια δικαιολογία για την απραξία και τη γοητευτική μετριότητα. Αρκετοί μαθητές (πιθανώς και πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί) δεν ενημερώνονταν όλο αυτό το διάστημα, «γιατί προετοιμάζομαι για τις Πανελλαδικές». Δεν διάβασαν ούτε ένα βιβλίο της προκοπής, «γιατί όλη τη μέρα διαβάζω για τις Πανελλαδικές». Δεν ασχολήθηκαν με οτιδήποτε δημιουργικό, «γιατί είναι μεγάλη η πίεση των Πανελλαδικών και θέλω να ξεσκάσω για λίγο». Δεν άφηναν το κινητό από το χέρι, «γιατί με αυτές τις Πανελλαδικές θα αποκοπώ τελείως από την παρέα;». Δεν έχασαν βλακοβιντεάκι για βλακοβιντεάκι στο youtube, γιατί «τα δίνω όλα για τις Πανελλαδικές, δεν μπορώ να σκέφτομαι συνεχώς!»...
Θεωρώ ότι οι Πανελλαδικές λειτούργησαν άψογα για εκείνους που, έτσι κι αλλιώς, δεν θα έκαναν οτιδήποτε ουσιαστικό και παραγωγικό για τους ίδιους. Υπήρξαν η καλύτερη δικαιολογία για όσους λατρεύουν τη μάζα. Αλλά τώρα πια ανήκουν στο παρελθόν. Κρίμα, γιατί «ήσαν μια κάποια λύσις». Κι αυτή η «λύσις» δεν υφίσταται πλέον. Οπότε «πεδίον δόξης λαμπρόν». Αν οι εξετάσεις δεν υπήρξαν απλώς μια εύκολη δικαιολογία, να η ευκαιρία για να κάνουν οι υποψήφιοι όλα εκείνα τα οποία τους εμπόδιζαν να κάνουν. Ενημέρωση, καλλιέργεια, απόκτηση ουσιαστικής γνώσης, επαφή με την τέχνη, με τη φύση, με αξιόλογα άτομα, αποφυγή όσων λατρεύει και επιλέγει η μάζα. Αν πράγματι επιθυμία κάποιου είναι η διάκριση, τότε καλείται να διαφοροποιηθεί από τους πολλούς. Να απομακρυνθεί από το εύκολο και το μέτριο και να καταπιαστεί με το δύσκολο και ωραίο.
Οι «Ιθάκες» (Προσοχή: Μάταια θα το αναζητήσετε στο Netflix) περιμένουν αλλά δεν φτάνονται με την αδράνεια. Ούτε με δικαιολογίες. Και ας μην το ξεχνάμε: Οι Πανελλαδικές τελείωσαν. Μαζί τους και οι δικαιολογίες!