Αρκετοί πίστεψαν ότι η επέλαση της Gen Z (άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2012, πάνω κάτω) θα άλλαζε τα πάντα και κυρίως τα εργασιακά δεδομένα, τα οποία εδώ και δεκαετίες διαμορφώνονταν ακολουθώντας τις επιταγές και τους στόχους της ελεύθερης οικονομίας και άρα της, με κάθε τρόπο, επιδίωξης του κέρδους.
Η Gen Z ξεκίνησε με όνειρα και βλέψεις για μια ζωή διαφορετική από εκείνη των προηγούμενων γενιών. Τι αναζητούσε; Μια ζωή πολύ πιο ήρεμη, λιγότερο αγχώδη, με λιγότερες δεσμεύσεις, με περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Μια ζωή πιο ανθρώπινη και χαλαρή, η οποία, όμως, θα συνοδευόταν από τις ανέσεις που είχαν εξασφαλίσει οι προηγούμενες γενιές.
Ωραίο και θεμιτό, δεν λέω, αλλά, γρήγορα φάνηκε ότι τα όνειρά της δεν ήταν προσαρμοσμένα στην πραγματικότητα. Διαμορφώθηκαν χωρίς να έχουν λάβει υπόψη τους το σύστημα. Και το σύστημα είναι άτιμο πράγμα. Εδραιώνεται, αργά αλλά σταθερά και μετά αρνείται πεισματικά να ξεκουνηθεί. Οι όποιες αλλαγές, ακόμη και οι πιο ανεπαίσθητες, απαιτούν χρόνο και δυναμική προσπάθεια, θυσίες, τις οποίες η Gen Z δεν ήταν έτοιμη να κάνει. Δεν ήταν έτοιμη για μια σύγκρουση ικανή να ανατρέψει τα δεδομένα και, κυρίως, φάνηκε ανέτοιμη να προτείνει κάτι ρεαλιστικά εφικτό, που θα συνόδευε την επιδιωκόμενη αλλαγή. Με απλά λόγια, δεν ήταν για μια επανάσταση.
Τα όνειρα πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν, γκρεμίστηκαν σαν πύργοι στην άμμο. Το σύστημα δεν ήταν έτοιμο να τα υλοποιήσει. Τι έφταιξε; Μα, φυσικά, το περιβάλλον, στο οποίο γαλουχήθηκε η συγκεκριμένη γενιά. Οι εκπρόσωποί της -η πλειονότητα τουλάχιστον- μεγάλωσαν σαν κακομαθημένα από κούνια, στο πλαίσιο οικογενειών που δεν τους άφησαν περιθώρια για επαφή με δυσκολίες. Τους πρόσφεραν τα πάντα, πριν καν τα διεκδικήσουν. Τα έβρισκαν όλα έτοιμα. Τους εξασφάλισαν υψηλούς βαθμούς στο σχολείο, χωρίς κόπο. Βρέθηκαν σε Πανεπιστήμια -κάποτε αμφίβολης ποιότητας- χωρίς να το αξίζουν πραγματικά. Ένα ολόκληρο εμπόριο ελπίδας στήθηκε για να καλύψει την ανάγκη-όνειρο των γονιών που επιθυμούσαν το παιδί να σπουδάσειπάρειμεταπτυχιακόδιδακτορικό, με κάθε τρόπο αλλά, είπαμε, χωρίς προσπάθεια. Οι γονείς μπορούσαν να πληρώσουν αγοράζοντας όνειρα. Ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν με εκπαιδευτικούς που δεν αναγνώριζαν την "αξία" των ζωντόβολών τους, που είχαν απαιτήσεις, που τα κοίταξαν στραβά, που δεν τα αντιμετώπισαν σαν πρίγκηπες και πριγκηπέσσες.
Και μέσα σε όλα αυτά ήρθε και η covid. Κι εκεί το παιχνίδι χάθηκε ολοκληρωτικά. Σε μια κρίσιμη φάση της ζωής της η Gen Z απομονώθηκε. Στήθηκε απέναντι από οθόνες, μέσω των οποίων επικοινωνούσε, αγόραζε, διασκέδαζε. Ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο. Ελάχιστες ευκαιρίες για απόκτηση δεξιοτήτων αναγκαίων για τη μελλοντική πορεία. Βολεύτηκε στην αδράνεια, χωρίς τη δυνατότητα να σκεφτεί μακροπρόθεσμα.
Και κάποια στιγμή, μπήκαν στην αγορά εργασίας (μάλλον, με βαριά καρδιά), πιστεύοντας ότι όλοι βρίσκονταν εκεί και τους περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Τελικά, είδαν καχυποψία, απαιτήσεις, παρατηρήσεις, αμφισβήτηση. Με λίγα λόγια, τα είδαν όλα! Είδαν πράγματα για τα οποία δεν είχαν προετοιμαστεί, δεν είχαν καν ενημερωθεί. Έζησαν καταστάσεις που δεν θύμιζαν σε τίποτε όσα είχαν ζήσει στη φούσκα που είχαν δημιουργήσει οι γονείς γι αυτούς. Μια μειονότητα κατάφερε να προσαρμοστεί. Κατάλαβε τις απαιτήσεις της αγοράς, των εργοδοτών, της κοινωνίας, τελικά. Οι περισσότεροι, όμως, όχι. Το αποτέλεσμα; Απόρριψη, μετριότητα και, όλο και πιο συχνά πια, απολύσεις. Μια τραγική και άρα σοκαριστική επαφή με τον πραγματικό κόσμο. Τον κόσμο των ανθρώπων, στον οποίο κλήθηκαν να προσπαθήσουν, να επικοινωνήσουν, να αναλάβουν ευθύνες. Δεν ήταν έτοιμοι γι αυτό. Έπρεπε να προσαρμοστούν αυτοί και όχι το περιβάλλον σε αυτούς. Έδειχνε αδιανόητο.
Ναι, αλλά αυτοί διατείνονται ότι θέλουν «να δουλεύουν για να ζήσουν (με μια μικρή βοήθεια και από την οικογένεια εννοείται) και όχι να ζουν για να δουλεύουν». Θεμιτό αλλά κάποιος έπρεπε να το έχει πει και στο σύστημα, το οποίο βγάζει καντήλες απέναντι στην προοπτική της αλλαγής.
Η λύση, βέβαια, θα ήταν να στήσουν μια οικονομία στα μέτρα τους.
Μμμμ, εταιρείες που θα δουλεύουν με ήπιους ρυθμούς, θα προσφέρουν υψηλές αμοιβές, θα προσαρμόζουν το πρόγραμμά τους στα «θέλω» του κάθε εργαζόμενου που επιθυμεί, διακαώς και μονίμως, διακοπέςξεκούρασηραχάτιδιάλειμμα...
Θα ήταν πανέμορφο, εξαίσιο, φανταστικό, ιδανικό, αλλά υπάρχει και κάτι που λέγεται οικονομία και ανταγωνισμός κι αυτός δεν είναι κανένα βλαμμένο τρελογλυκουλίνι. Είναι σκληρός, χωρίς συναισθήματα, συχνά απάνθρωπος και στο διάβα του σαρώνει ελπίδες, όνειρα, προοπτικές, περιθωριοποιεί και αφανίζει καθέναν και καθετί που δημιουργεί εμπόδια. Και η Gen Z ήταν εμπόδιο. Εμπόδιο στα κέρδη και καθυστέρηση στους στόχους. Κι αυτό δεν το ανέχεται το σύστημα. Κι εδώ που τα λέμε, ένα δίκιο το έχει (το σύστημα). Δηλαδή, πόσο προδέρμ να σπαταλήσεις; Πόση φροντίδα και στοργή να δείξεις; Πόσο να τους παίρνεις από το χέρι; Κάποια στιγμή έπρεπε η γενιά Ζ να εγκαταλείψει τον κόσμο των ονείρων, να δράσει, να δείξει διάθεση προσαρμογής, να προσπαθήσει τουλάχιστον. Όμως, δεν το έκανε και συνεχίζει να το κάνει. Δεν ήταν έτοιμη γι αυτό και κάποιοι ευθύνονται γι αυτό και, σίγουρα, όχι το σύστημα.
Και αρχίσαν τα παράπονα. Η Gen Z συνειδητοποίησε ότι δεν θα αποκτούσε ποτέ όσα -αυτοκίνητα, ακίνητα, χλιδή- είχαν αποκτήσει οι προηγούμενες γενιές. Όχι επειδή δεν μπορούσεμπορεί αλλά επειδή η απόκτησή τους απαιτούσεαπαιτεί προσπάθεια, κίνηση, δέσμευση, συμβιβασμούς, κόπο. Μα πόσο άδικη μπορεί να είναι η ζωή;
Η γκρίνια, όμως, δεν οδηγεί πουθενά. Κάτι άλλο οδηγεί στην απόκτηση των "θέλω" και οι νέοι της Z θα το μάθουν, αν ρωτήσουν τους προηγούμενους. Και τότε θα καταλάβουν ότι «θέλω» σημαίνει «προσπαθώ» και το άτιμο το σύστημα αυτή τη σχέση τη θεωρεί απαράβατο κανόνα.
Η Gen Z ηττήθηκε.
Αναμενόμενο. Και τώρα μένει να αποφασίσει και, μάλιστα, άμεσα. Θα συνεχίσει να παραπαίει μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης ή θα πάρει την τύχη στα χέρια της; Το σύστημα δεν συγχωρεί καθυστερήσεις. Απεχθάνεται την αδράνεια, όπως και ο διάβολος το λιβάνι.