Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Το καλύτερο μάθημα δεν είναι μάθημα

Αναλογιζόμενος τα πεπραγμένα (πόσο εξεζητημένη λέξη) της χρονιάς που, με βήμα ταχύ, βαδίζει στο τέλος της, βρέθηκα μπροστά σε μια έκπληξη.

Ανακάλυψα ότι το καλύτερο, το πιο εκπληκτικά ευχάριστο και δημιουργικό γεγονός που μου συνέβη (τι τραγική έκφραση) δεν είχε να κάνει ούτε με τα εξαιρετικά αποτελέσματα των πανελλαδικών του καλοκαιριού ούτε με τα γραπτά των μαθητών μου από το πρόσφατο διαγώνισμα, που μόλις διόρθωσα και με οδήγησαν σε απόγνωση ούτε με κάποια συγκλονιστική συζήτηση που έγινε ούτε με κάποια γνωριμία που με οδήγησε σε αντίδραση... ουάου.

Όχι όχι, το πιο αναπάντεχα υπέροχο ήταν η απόφασή μου να ξεκινήσω συνεργασία με μια μαθήτρια της γ΄ γυμνασίου. Δεν το είχα κάνει ποτέ. Δεν είχα άμεση αντίληψη μαθητών γυμνασίου. Η μοναδική επαφή μου με αυτούς υπήρξαν τα πειράγματα με τα γυμνασιάκια του φροντιστηρίου στα διαλείμματα.

Το πράγμα ξεκίνησε από μια κουβέντα με απεγνωσμένη μάνα έφηβης. Τα γνωστά. Η κόρη της, καλή μαθήτρια, συνεπέστατη στις σχολικές και εξωσχολικές υποχρεώσεις της αλλά... Το μεγάλο "αλλά" των ημερών. Πολύωρη ενασχόληση με το κινητό, βιντεάκια στο Τικ-Τοκ και, κυρίως, καμιά επαφή με βιβλία. Tragic!

Η αγωνία της μάνας με έβαλε σε σκέψεις και οδηγήθηκα στην απόφαση να ασχοληθώ προσωπικά. Μετά από μια -πολύ πιο εύκολη από ό,τι περίμενα- συζήτηση με το θύμα-κόρη της, η απόφαση ελήφθη. Εβδομαδιαίες συναντήσεις, χωρίς πιεστικό πρόγραμμα και χωρίς προκαθορισμένο αντικείμενο.

Η πρώτη συνάντησή  μας ξεκίνησε με δώρα. Δυο βιβλία. Το "Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα" (το λατρεύω) και το "Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια" (ύμνος κατά του ρατσισμού). Είμαι βέβαιος ότι δεν την εντυπωσίασα ή, τουλάχιστον, όχι θετικά. Αναμενόμενο.

Παρόλ' αυτά, οι συναντήσεις μας εξελίχτηκαν -μέχρι στιγμής- υπέροχα. Συζήτηση με αφορμή πρόσφατα άρθρα, σχετικά με όλα όσα θα έπρεπε να προβληματίζουν και, ίσως, να ανησυχήσουν κάθε έφηβο της εποχής. Αναζήτηση νοημάτων, εξαγωγή συμπερασμάτων, κατανόηση εννοιών, εντοπισμός πηγών, ανάλυση σκίτσων... 

Απολαυστική και πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα. Πανδαισία, πλουραλισμός ερεθισμάτων για το εφηβικό μυαλουδάκι της. Χιούμορ ατελείωτο, πρόσληψη γνώσης, χωρίς το άγχος της εξέτασης, της αποστήθισης, του καλού ή κακού βαθμού. Ένα υπέροχο διάλειμμα -πιστεύω και για τους δυο μας- από τις υποχρεώσεις, το  άγχος των διαγωνισμάτων, της επιτυχίας ή αποτυχίας.

Αναπάντεχο. Μετά από τόσα χρόνια φροντιστηριακών μαθημάτων, προετοιμασίας εφήβων για τις πανελλαδικές, αντιμετώπισης αγχωμένων γονιών, μη ρεαλιστικών απαιτήσεων, γκρίνιας, έντασης, αντιλαμβάνομαι τη χαρά της διδασκαλίας, του μαθήματος.

Και συνειδητοποιώ, μάλλον επιβεβαιώνω, ότι το καλύτερο μάθημα δεν είναι το μάθημα με την κλασική και, άκρως αντιπαιδαγωγική, έννοια του όρου αλλά το μάθημα που δεν μοιάζει με μάθημα. Το πιο παραγωγικό μάθημα είναι η προσπάθεια διαμόρφωσης καλών μυαλών, ευφυών ανθρώπων, ικανών να αντιμετωπίσουν με επιτυχία όσα, απρόβλεπτα, θα συναντήσουν στη ζωή τους. Είναι το μάθημα που προετοιμάζει ανθρώπους, οι οποίοι θα προσαρμόζονται σε ό,τι έρχεται και θα εξελίσσονται διαρκώς. 

Όπως ακριβώς το είχα περιγράψει στο βιβλίο μου, "Μάθε, παιδί μου, γράμματα - Μέθοδος κατασκευής καλών μαθητών". Απλώς υπέροχη εμπειρία!


ΥΣ: Περιμένω με αγωνία την επόμενη συνάντηση, μετά την περίοδο των διακοπών. Θα πρέπει να μου φέρει περίληψη ενός από τα βιβλία που θα διαβάσει. Με απείλησε ότι θα αντιγράψει την περίληψη από το οπισθόφυλλο. Ευελπιστώ ότι δεν θα το κάνει.



Πώς γεμίζει το κενό;

Η χρονιά πλησιάζει στο τέλος της.

Εντάξει, δεν είναι κανένα ιδιαίτερα βαθυστόχαστο συμπέρασμα, για το οποίο μπορώ να διεκδικήσω δάφνες. Κάθε χρονιά αυτό κάνει, έτσι κι αλλιώς. Τουλάχιστον, μέχρι στιγμής. Ποτέ δεν ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. 

Για τους περισσότερους η συγκεκριμένη εποχή αποτελεί αφορμή για δυο, εξίσου βαρετά, πράγματα.

Το πρώτο έχει να κάνει με τις ευχές. Ποιος θα κάνει τις περισσότερες και καλύτερες. Πασαρέλα ευχών. Κάποιες τυπικές, χιλιοειπωμένες, πιο βαρετές κι από ταινία του Αγγελόπουλου σε αργή κίνηση. Άλλες πάλι, προσπαθούν να φανούν πρωτότυπες, μοναδικές, πιασιάρικες, καταπληκτικές. Τελικά, το μόνο που καταφέρνουν είναι το μειδίαμα απόγνωσης των αποδεκτών. 

Το δεύτερο έχει να κάνει με την κατανάλωση. Αγορές μέχρι τελικής πτώσης. Λες και δεν υπάρχει αύριο. Ταλαίπωροι άνθρωποι που κουβαλούν τσάντες, τσαντάκια, σακούλες, σακουλάκια -συνήθως από επώνυμες φίρμες. Άνθρωποι που δυσχεραίνουν τη μετακίνηση των υπολοίπων, καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα των πεζοδρομίων και, ενίοτε, των δρόμων .

Το πρώτο δεν έχω καταφέρει να το αποκωδικοποιήσω. Αυτή η ανάγκη για ευχές με κουράζει, με βρίσκει κάθετα αντίθετο. Εντάξει, πες μια καλημέρα και τέλος. Τα λέει όλα. Γιατί, αν είναι καλή η μέρα, τότε θα είναι καλό και το μεσημέρι και το απόγευμα και η νύχτα και η όρεξη και ο καφές και τα όνειρα και... όλα. Οικονομία σκέψης και χρόνου. Θέλω να πω ότι γνωρίζω, όπως, φαντάζομαι, και όλοι ότι η θετική έκβαση μιας κατάστασης ή η επίτευξη κάποιου στόχου χρειάζεται σκέψη, οργάνωση, σωστές επιλογές, προσπάθεια και όχι βαρετές ευχές, που αποτελούν έκφραση μιας ευγένειας που προσεγγίζει τη γραφικότητα. Μια ευγένεια που καταλήγει αγένεια, αφού αναγκάζει τον αποδέκτη να αναζητήσει μια, εξίσου, πρωτότυπη ευχή. Πφφφ.

Το δεύτερο βρίσκεται ολοκληρωτικά έξω από το σύμπαν μου. Με κουράζει, με μπερδεύει, με εξοντώνει πιο εξοντωτικά κι από το πρώτο (τις ευχές). Ακόμη και στη σκέψη της εξόδου στην αγορά -ιδίως τέτοιες, χρονιάρες μέρες- ή της διαδικτυακής αναζήτησης αγαθών, ιδρώνω, ζαλίζομαι, χάνω το υπέροχο χρώμα μου και την αναβάλλω για... κάποια άλλη στιγμή.

Αν τα ορόσημα, όπως το τέλος κάθε χρονιάς, προσφέρονται για κάτι, πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό είναι ο απολογισμός. Για την πλειονότητα, βέβαια, αυτό είναι φόβιο πράγμα. 

Μια τέτοια διαδικασία -ενδοσκόπησης, ειλικρινούς αυτοκριτικής- είναι πολύ πιθανό να τους φέρνει αντιμέτωπους με το απέραντο κενό. Η συνειδητοποίηση του "δεν έχω κάνει κάτι ουσιαστικό για να καταφέρω να φτάσω εκεί που θέλω" είναι ικανή να οδηγήσει σε κατάθλιψη, να ανοίξει τον δρόμο στον αλκοολισμό, τα ψυχοφάρμακα και τα ναρκωτικά. Καθόλου τυχαία η δραματική αύξηση τέτοιων φαινομένων στις μέρες και τις νύχτες μας.

Ακόμη χειρότερη μπορεί να αποδειχτεί η διαπίστωση του ότι "δεν ξέρω πού θέλω να φτάσω". Η έλλειψη ξεκάθαρων στόχων είναι, πλέον, τόσο σύνηθες φαινόμενο όσο και η ανατολή του ήλιου πρωινιάτικα. Η πορεία των περισσοτέρων είναι καλυμμένη από πυκνή αχλή κρύβοντας κάθε ορίζοντα και περιορίζοντας κάθε διάθεση για προσπάθεια, για ξεκούνημα από την αδράνεια.

Πρόκειται για Την ασθένεια της εποχής. Κανείς δεν μας είχε προετοιμάσει για όσα συμβαίνουν και, κυρίως, για την ταχύτητα με την οποία συμβαίνουν. Η σύγχυση είναι επακόλουθο της αδυναμίας -μάλλον, της έλλειψης διάθεσης- να αντιληφθούμε τις συγκλονιστικές μεταβολές. Κι όταν κάποιος αδυνατεί να κατανοήσει όσα συμβαίνουν, την πορεία των εξελίξεων, την εκάστοτε νέα τάξη των πραγμάτων, τότε είναι αδύνατο να χαράξει μια ξεκάθαρη πορεία ζωής, να διαμορφώσει στόχους, να αποκτήσει φιλοδοξίες. Αφήνεται στην τύχη, παρασύρεται από τη μάζα, περιέρχεται σε απόγνωση. Χρειάζεται συμβουλές και καθοδήγηση από "ειδικούς", γιατί του λείπουν οι φίλοι, η οικογένεια, ένα νόημα και μια πορεία. Νοσταλγεί το παρελθόν (τι ωραία που ήταν τότε;), χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το κάνει επειδή αυτό είναι πια δεδομένο και άρα γνωστό. Δείχνει τακτοποιημένο. 

Εκείνο που τρομοκρατεί είναι η άγνοια. Πόσο τραγικό σε μια εποχή που προσφέρει αμέτρητες ευκαιρίες για ενημέρωση;

Και κάπως έτσι, όλα ταχτοποιούνται και εξηγούνται εξαιρετικά. Το ρίχνουμε στις ευχές και τις αγορές ελπίζοντας ότι με κάποιον μαγικό, απλοϊκό τρόπο θα γεμίσουμε το κενό. Ίσως είναι μια κάποια λύση; Μάλλον όχι. Το κενό δεν γεμίζει ούτε με ευχές ούτε με όμορφα και ακριβά αντικείμενα. Με άλλα γεμίζει.

Και για να κινηθώ στο κλίμα των ημερών, εύχομαι να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, πιο ευγενικοί, πιο ανεκτικοί, με κατανόηση και διάθεση να βοηθάμε ο ένας τον άλλον.


"Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ"

Το METRO της Θεσσαλονίκης είναι γεγονός.

Μετά από 30 και βάλε χρόνια αναμονής, μετά από δαπάνη-σπατάλη εκατομμυρίων ευρουλακίων, μετά από αμέτρητες παλινωδίες, ήξεις αφήξεις, μετά το πέρασμα πολλών κυβερνήσεων, περιφερειαρχών, δημάρχων, κλητήρων, αρχιεπισκόπων, μετά (ακόμη και αυτό) από πολλά... εγκαίνια, είναι γεγονός! Και το γεγονός είναι ακριβώς αυτό.
Γε-γο-νός.

Ένα έργο που θα έπρεπε να μας κάνει υπερήφανους και χαρούμενους. Κι, όμως. Αρκετοί όχι μόνο δεν νιώθουν την παραμικρή χαρά, όχι μόνο δεν βρήκαν κάτι θετικό στην -επιτέλους- ολοκλήρωση του έργου, που θα διευκολύνει τη ζωή χιλιάδων Θεσσαλονικιών, θα επηρεάσει θετικά το περιβάλλον αλλά, αντίθετα, επιστρατεύοντας τη νεοελληνική, γεμάτη μιζέρια, εφευρετικότητά τους, ανακάλυψαν λόγους για να τα βάλουν με όλους και με όλα, να ρίξουν διαδικτυακή χολή.
Διαβάζω την είδηση και -κυρίως αυτά- τα σχόλια των αναγνωστών και αδυνατώ να συγκρατήσω τα γέλια μου. Σταμάτησα να διαβάζω, όταν πίστεψα ότι θα πάθω νευρικό κλονισμό.

Θα περίμενε κανείς σχόλια χαράς, ανακούφισης, ικανοποίησης, αισιοδοξίας.
Βέβαια, θα περίμενε κανείς θετικές αντιδράσεις, αν ζούσαμε σε άλλη χώρα. Εμείς, όμως, ζούμε στην Ελλάδα, στην οποία ζουν και πολλοί... Έλληνες.
Και οι Έλληνες είναι μαλωμένοι με τη θετική οπτική των πραγμάτων. Οι Έλληνες λατρεύουν την τραγωδία, έστω κι αν δεν έχουν διαβάσει καμιά από τις μεγάλες τραγωδίες των μεγάλων τραγωδών. Ίσως εκεί να βρίσκεται και η αιτία της απεγνωσμένης αναζήτησης του τραγικού ακόμη και στα πιο θετικά και αισιόδοξα μηνύματα. Ο Έλληνας θέλει αφορμές για να γκρινιάξει, να παραπονεθεί, να κλαψουρίσει, να μιζεριάσει και να κοινοποιήσει τη μιζέρια του, να τη γνωστοποιήσει στα πέρατα της οικουμένης.
"Ε, ας τα λέμε καλά", "Τι να κάνω, μωρέ, δεν βλέπεις την κατάσταση;", "Άσε τώρα, πού να σου τα λέω.", είναι ορισμένες μόνο από τις αντιδράσεις στην απλή ερώτηση: "Τι κάνεις, πώς πάνε τα πράγματα;".
Ο νεοέλληνας, ώρες ώρες, γίνεται τόσο τραγικός που καταντάει απόλυτα κωμικός, διασκεδαστικός και φαιδρά γελοίος.
Όχι, για τον Έλληνα τα πράγματα ποτέ δεν είναι καλά. Κι αν είναι, θα αναζητήσει κάτι, οτιδήποτε, για να μην είναι. Αρνείται να δει το θετικό, λες και όλα τα αντικρίζει μέσα από παραμορφωτικούς φακούς που έχουν την ιδιότητα να αναδεικνύουν, αποκλειστικά, και μόνο το αρνητικό, το απαισιόδοξο.
Κάπως έτσι θυμήθηκα το βιβλίο του Νίκου Δήμου, "Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας" από το οποίο και τα αποσπάσματα που ακολουθούν:
"Ο νεο-Έλληνας μοιάζει ευτυχισμένος, όταν είναι δυστυχισμένος. Όταν όλα πάνε καλά, αισθάνεται ανήσυχος και απροσάρμοστος. Αν δεν έχει αίτια δυστυχίας, θα ψάξει να βρει."
"Η ευτυχία της δυστυχίας του νεο-Έλληνα εκφράζεται τέλεια στην ελληνική γκρίνια."
"Ο Έλληνας προσπαθεί, σε κάθε τομέα, να είναι εκτός πραγματικότητας. Και μετά είναι δυστυχής, διότι είναι εκτός πραγματικότητας. Και μετά είναι ευτυχής... διότι είναι δυστυχής."
"Ένας περίεργος δεσμός συνδέει τον Έλληνα με τη δυστυχία του. Γι αυτό και βρίσκεται πάντα στις καλύτερες στιγμές του, όταν δυστυχεί ή όταν απειλείται. Η κρίση και η σύγκρουση τον δυναμώνουν. Η άρνηση γίνεται θέση."


Τέλος πάντων, το METRO της Θεσσαλονίκης είναι γεγονός.
Να είναι καλοτάξιδο, έστω κι αν μας κάνει δυστυχείς, προσφέροντάς μας δόσεις ευτυχίας...


Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Η ήττα της Gen Z

Αρκετοί πίστεψαν ότι η επέλαση της Gen Z (άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2012, πάνω κάτω) θα άλλαζε τα πάντα και κυρίως τα εργασιακά δεδομένα, τα οποία εδώ και δεκαετίες διαμορφώνονταν ακολουθώντας τις επιταγές και τους στόχους της ελεύθερης οικονομίας και άρα της, με κάθε τρόπο, επιδίωξης του κέρδους. 
Τα πράγματα, παρά τις αντίθετες προβλέψεις, δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι.

Η Gen Z ξεκίνησε με όνειρα και βλέψεις για μια ζωή διαφορετική από εκείνη των προηγούμενων γενιών. Τι αναζητούσε; Μια ζωή πολύ πιο ήρεμη, λιγότερο αγχώδη, με λιγότερες δεσμεύσεις, με περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Μια ζωή πιο ανθρώπινη και χαλαρή, η οποία, όμως, θα συνοδευόταν από τις ανέσεις που είχαν εξασφαλίσει οι προηγούμενες γενιές.

Ωραίο και θεμιτό, δεν λέω, αλλά, γρήγορα φάνηκε ότι τα όνειρά της δεν ήταν προσαρμοσμένα στην πραγματικότητα. Διαμορφώθηκαν χωρίς να έχουν λάβει υπόψη τους το σύστημα. Και το σύστημα είναι άτιμο πράγμα. Εδραιώνεται, αργά αλλά σταθερά και μετά αρνείται πεισματικά να ξεκουνηθεί. Οι όποιες αλλαγές, ακόμη και οι πιο ανεπαίσθητες, απαιτούν χρόνο και δυναμική προσπάθεια, θυσίες, τις οποίες η Gen Z δεν ήταν έτοιμη να κάνει. Δεν ήταν έτοιμη για μια σύγκρουση ικανή να ανατρέψει τα δεδομένα και, κυρίως, φάνηκε ανέτοιμη να προτείνει κάτι ρεαλιστικά εφικτό, που θα συνόδευε την επιδιωκόμενη αλλαγή. Με απλά λόγια, δεν ήταν για μια επανάσταση.

Τα όνειρα πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν, γκρεμίστηκαν σαν πύργοι στην άμμο. Το σύστημα δεν ήταν έτοιμο να τα υλοποιήσει. Τι έφταιξε; Μα, φυσικά, το περιβάλλον, στο οποίο γαλουχήθηκε η συγκεκριμένη γενιά. Οι εκπρόσωποί της -η πλειονότητα τουλάχιστον- μεγάλωσαν σαν κακομαθημένα από κούνια, στο πλαίσιο οικογενειών που δεν τους άφησαν περιθώρια για επαφή με δυσκολίες. Τους πρόσφεραν τα πάντα, πριν καν τα διεκδικήσουν. Τα έβρισκαν όλα έτοιμα. Τους εξασφάλισαν υψηλούς βαθμούς στο σχολείο, χωρίς κόπο. Βρέθηκαν σε Πανεπιστήμια -κάποτε αμφίβολης ποιότητας- χωρίς να το αξίζουν πραγματικά. Ένα ολόκληρο εμπόριο ελπίδας στήθηκε για να καλύψει την ανάγκη-όνειρο των γονιών που επιθυμούσαν το παιδί να σπουδάσειπάρειμεταπτυχιακόδιδακτορικό, με κάθε τρόπο αλλά, είπαμε, χωρίς προσπάθεια. Οι γονείς μπορούσαν να πληρώσουν αγοράζοντας όνειρα. Ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν με εκπαιδευτικούς που δεν αναγνώριζαν την "αξία" των ζωντόβολών τους, που είχαν απαιτήσεις, που τα κοίταξαν στραβά, που δεν τα αντιμετώπισαν σαν πρίγκηπες και πριγκηπέσσες.

Και μέσα σε όλα αυτά ήρθε και η covid. Κι εκεί το παιχνίδι χάθηκε ολοκληρωτικά. Σε μια κρίσιμη φάση της ζωής της η Gen Z απομονώθηκε. Στήθηκε απέναντι από οθόνες, μέσω των οποίων επικοινωνούσε, αγόραζε, διασκέδαζε. Ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο. Ελάχιστες ευκαιρίες για απόκτηση δεξιοτήτων αναγκαίων για τη μελλοντική πορεία. Βολεύτηκε στην αδράνεια, χωρίς τη δυνατότητα να σκεφτεί μακροπρόθεσμα. 

Και κάποια στιγμή, μπήκαν στην αγορά εργασίας (μάλλον, με βαριά καρδιά), πιστεύοντας ότι όλοι βρίσκονταν εκεί και τους περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Τελικά, είδαν καχυποψία, απαιτήσεις, παρατηρήσεις, αμφισβήτηση. Με λίγα λόγια, τα είδαν όλα! Είδαν πράγματα για τα οποία δεν είχαν προετοιμαστεί, δεν είχαν καν ενημερωθεί. Έζησαν καταστάσεις που δεν θύμιζαν σε τίποτε όσα είχαν ζήσει στη φούσκα που είχαν δημιουργήσει οι γονείς γι αυτούς. Μια μειονότητα κατάφερε να προσαρμοστεί. Κατάλαβε τις απαιτήσεις της αγοράς, των εργοδοτών, της κοινωνίας, τελικά. Οι περισσότεροι, όμως, όχι. Το αποτέλεσμα; Απόρριψη, μετριότητα και, όλο και πιο συχνά πια, απολύσεις. Μια τραγική και άρα σοκαριστική επαφή με τον πραγματικό κόσμο. Τον κόσμο των ανθρώπων, στον οποίο κλήθηκαν να προσπαθήσουν, να επικοινωνήσουν, να αναλάβουν ευθύνες. Δεν ήταν έτοιμοι γι αυτό. Έπρεπε να προσαρμοστούν αυτοί και όχι το περιβάλλον σε αυτούς. Έδειχνε αδιανόητο.

Ναι, αλλά αυτοί διατείνονται ότι θέλουν «να δουλεύουν για να ζήσουν (με μια μικρή βοήθεια και από την οικογένεια εννοείται) και όχι να ζουν για να δουλεύουν». Θεμιτό αλλά κάποιος έπρεπε να το έχει πει και στο σύστημα, το οποίο βγάζει καντήλες απέναντι στην προοπτική της αλλαγής.

Η λύση, βέβαια, θα ήταν να στήσουν μια οικονομία στα μέτρα τους.

Μμμμ, εταιρείες που θα δουλεύουν με ήπιους ρυθμούς, θα προσφέρουν υψηλές αμοιβές, θα προσαρμόζουν το πρόγραμμά τους στα «θέλω» του κάθε εργαζόμενου που επιθυμεί, διακαώς και μονίμως, διακοπέςξεκούρασηραχάτιδιάλειμμα...

Θα ήταν πανέμορφο, εξαίσιο, φανταστικό, ιδανικό, αλλά υπάρχει και κάτι που λέγεται οικονομία και ανταγωνισμός κι αυτός δεν είναι κανένα βλαμμένο τρελογλυκουλίνι. Είναι σκληρός, χωρίς συναισθήματα, συχνά απάνθρωπος και στο διάβα του σαρώνει ελπίδες, όνειρα, προοπτικές, περιθωριοποιεί και αφανίζει καθέναν και καθετί που δημιουργεί εμπόδια. Και η Gen Z ήταν εμπόδιο. Εμπόδιο στα κέρδη και καθυστέρηση στους στόχους. Κι αυτό δεν το ανέχεται το σύστημα. Κι εδώ που τα λέμε, ένα δίκιο το έχει (το σύστημα). Δηλαδή, πόσο προδέρμ να σπαταλήσεις; Πόση φροντίδα και στοργή να δείξεις; Πόσο να τους παίρνεις από το χέρι; Κάποια στιγμή έπρεπε η γενιά Ζ να εγκαταλείψει τον κόσμο των ονείρων, να δράσει, να δείξει διάθεση προσαρμογής, να προσπαθήσει τουλάχιστον. Όμως, δεν το έκανε και συνεχίζει να το κάνει. Δεν ήταν έτοιμη γι αυτό και κάποιοι ευθύνονται γι αυτό και, σίγουρα, όχι το σύστημα.

Και αρχίσαν τα παράπονα. Η Gen Z συνειδητοποίησε ότι δεν θα αποκτούσε ποτέ όσα -αυτοκίνητα, ακίνητα, χλιδή- είχαν αποκτήσει οι προηγούμενες γενιές. Όχι επειδή δεν μπορούσεμπορεί αλλά επειδή η απόκτησή τους απαιτούσεαπαιτεί προσπάθεια, κίνηση, δέσμευση, συμβιβασμούς, κόπο. Μα πόσο άδικη μπορεί να είναι η ζωή;

Η γκρίνια, όμως, δεν οδηγεί πουθενά. Κάτι άλλο οδηγεί στην απόκτηση των "θέλω" και οι νέοι της Z θα το μάθουν, αν ρωτήσουν τους προηγούμενους. Και τότε θα καταλάβουν ότι «θέλω» σημαίνει «προσπαθώ» και το άτιμο το σύστημα αυτή τη σχέση τη θεωρεί απαράβατο κανόνα.

Η Gen Z ηττήθηκε. 

Αναμενόμενο. Και τώρα μένει να αποφασίσει και, μάλιστα, άμεσα. Θα συνεχίσει να παραπαίει μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης ή θα πάρει την τύχη στα χέρια της; Το σύστημα δεν συγχωρεί καθυστερήσεις. Απεχθάνεται την αδράνεια, όπως και ο διάβολος το λιβάνι. 



Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Γονείς για κρέμασμα

Διαβάζω και, αν δεν γνώριζα τα πράγματα εκ των έσω, θα είχα πέσει από τα σύννεφα όπως τόσοι και τόσοι αδαείς. 

Το 83,6% των πολιτών συμφωνεί με την απόφαση απαγόρευσης της χρήσης κινητών στα σχολεία. Το ποσοστό δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι μεταξύ εκείνων που δηλώνουν υπέρ του μέτρου βρίσκονται και γονείς μαθητών. Κι αυτό είναι που δημιουργεί τεράστια έκπληξη. 

Δηλαδή, υπάρχουν γονείς, οι οποίοι γνωρίζουν ότι τα κινητά απειλούν ποικιλοτρόπως τα παιδιά τους αλλά δεν παίρνουν κανένα μέτρο;

Κι όμως, υπάρχουν και δεν είναι λίγοι. Είναι πολλοί. Και τι έκαναν αυτοί τόσο καιρό; Πώς προφύλασσαν τα παιδιά τους; Τι έκαναν για να τα νουθετήσουν και να τα οδηγήσουν σε ορθή χρήση τους;

Η απάντηση είναι ένα μεγαλειώδες ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ! 

Άφηναν τα παιδιά τους -πιθανότατα θα συνεχίσουν να το κάνουν- να αποβλακώνονται, ατελείωτες ώρες, απέναντι στις οθόνες. Επέτρεπαν στα παιδιά τους να εκτίθενται σε κάθε μπούρδα που αποφάσιζε ο αλγόριθμος ότι έπρεπε να δουν. Τους έδιναν το περιθώριο να φωτογραφίζονται μιμούμενα τ@ν κάθε γελοί@, βλαμμέν@, απερίγραπτα ματαιόδοξ@ και επικίνδυν@, τον ορισμό του ξόανου και του τίποτα, ινφλουένσερ.

Και τώρα; Τώρα, ξαφνικά, βρήκαν τη σωτηρία σε μια υπουργική απόφαση και απαγόρευση; Ωραίοι γονείς. Να περιμένουν από το κράτος, από μια ανώτερη δύναμη, από τους εκπαιδευτικούς, από τον περιπτερά  της γειτονιάς και δεν ξέρω από ποιον άλλον, να αναλάβει τον ρόλο και την ευθύνη, που θα έπρεπε οι ίδιοι να έχουν αναλάβει, από τη στιγμή που αποφάσισαν να γίνουν γονείς. 

Για όσους βρίσκονται έξω από τον χορό αποτελεί έκπληξη. Για όσους χορεύουν, καθημερινά, με παιδιά και γονείς είναι, απλώς, η επιβεβαίωση αυτού που γνώριζαν εδώ και χρόνια.

Γονείς ανήμποροι να επιβληθούν, να καθοδηγήσουν, να διαπαιδαγωγήσουν, να προετοιμάσουν τα παιδιά τους για τη ζωή. Γονείς που αγνοούν τον ρόλο, την ευθύνη τους, τις μεθόδους προσέγγισης της νέας γενιάς. Γονείς που ανακάλυψαν πόσο δύσκολο και περίπλοκο είναι να είναι γονείς, αφού πρώτα έγιναν. Γονείς που περιμένουν από τους άλλους να κάνουν όσα οι ίδιοι αδυνατούν. 

"Σας παρακαλώ, πείτε του εσείς το... τάδε", γιατί εσάς σας ακούει. "Εσείς μόνο μπορείτε να πείσετε τ@ μπούλ@ μου να κάνει το... δείνα", είναι ορισμένες μόνο από τις παρακλήσεις-απαιτήσεις αξιολύπητων, κατακαημένων, ανήμπορων, γονιών από νηπιαγωγούς, δασκάλ@ς, καθηγητ@ς, από τους οποίους περιμένουν να λειτουργήσουν και ως γονείς των παιδιών τους. 

Αλήθεια, έχουν σκεφτεί τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το παιδί σέβεται κάποιους άλλους περισσότερο από τους γονείς του, ότι εμπιστεύεται την κρίση άλλων ενώ αμφισβητεί τον γονιό. Δεν μου φαίνεται σόι. Παράλογο μου φαίνεται και είναι. Γιατί, αν ο γονιός αδυνατεί να επηρεάσει στην πιο κρίσιμη ηλικία -μέχρι τα πέντε χρόνια έχει διαμορφωθεί η βασική δομή της προσωπικότητας, λένε οι ειδικοί- τι στο καλό κάνει; Και τι άλλο περιμένει από τους "από μηχανής θεούς"; Μήπως περιμένει από το κράτος μια απόφαση που θα απαγορεύει πλήρως τη χρήση "έξυπνων κινητών" μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε; Ίσως και μια απόφαση για επιβολή τιμωρίας για παιδιά που δεν είναι εντάξει στις μαθητικές υποχρεώσεις τους; Και γιατί όχι, μια άλλη που θα απαγορεύει στα παιδιά την είσοδο στα ξενυχτάδικα; Και μια άλλη για τις ώρες που μπορούν να κυκλοφορούν τα ανήλικα τα βράδια; Θα ήταν τότε περίεργη μια απόφαση για τον ενδεδειγμένο τρόπο ένδυσης των ζωντόβολων;

Με βεβαιότητα, τέτοιες αποφάσεις από την κεντρική εξουσία θα βόλευαν πολλούς γονείς αλλά αυτή μπορεί να είναι η λύση; Σίγουρα όχι. Η λύση λέγεται διαπαιδαγώγηση κι αυτή ξεκινάει από νωρίς, θέτει σαφή όρια, καλλιεργεί αξίες, στόχους και προσφέρει τα στηρίγματα που έχουν, πραγματικά, ανάγκη τα παιδιά. 

Και το ακριβό κινητό-ρούχο-παπούτσι-ηλεκτρικό πατίνι..., μπορεί να είναι μέσα επίδειξης αλλά δεν είναι στήριγμα. Και οι γονείς που αδυνατούν να θέσουν όρια, τροφοδοτώντας τη ματαιοδοξία των τέκνων τους είναι, απλώς, για κρέμασμα.