Τελευταία δεχόμαστε μια καταιγιστικά γραφική επίθεση πολιτικής ορθότητας. Ένα τσούρμο "υπερευαίσθητων" επιδιώκει τον... εξευγενισμό του λόγου σε κάθε επίπεδο, πιθανότατα ως αντίδραση στη ζοφερή πραγματικότητα ή ίσως της διάψευσης που έχουν δεχτεί από τις εξελίξεις. Το κάνει (το τσούρμο) μάλιστα, ακόμη και απέναντι σε περιπτώσεις εμφανέστατης διάθεσης για χιούμορ και αποδόμησης της γλώσσας. Και τότε απλώς γίνονται γραφικά φαιδροί. Κάπως έτσι θυμήθηκα το «1984» του Orwell, όπου η εξουσία του Μεγάλου Αδελφού δίνει στα Υπουργεία της ονόματα αντιφατικά, γλυκά κι αγαπησιάρικα στην προσπάθεια αλλοίωσης των θλιβερών συνθηκών που έχει επιβάλει.
Στο «1984», λοιπόν, το Υπουργείο «Ειρήνης» φρόντιζε για τη διαιώνιση του πολέμου, εκείνο της «Αλήθειας» τροφοδοτούσε την προπαγάνδα, τη διαστρέβλωση ή και εξαφάνιση της πραγματικότητας, της «Αγάπης» (τι γλυκό!) συντηρούσε τον τρόμο και «συνέτιζε» τους ικανούς να διαπράξουν, μελλοντικά, «εγκλήματα σκέψης». Τέλος, το Υπουργείο «Αφθονίας», σε μια κοινωνία όπου και τα βασικά αγαθά ήταν δυσεύρετα, μάλλον δεν είχε και πολλά να κάνει. Διδακτικό. Μπορεί η εξουσία να δίνει στα Υπουργεία της ονόματα τρισχαριτωμένα που θυμίζουν στοργή και προδέρμ αλλά η πραγματικότητα συνεχίζει να είναι αποκαρδιωτικά δυστοπική.
Τι «1984» τι 2015. Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους με ταχύτητα που προκαλεί πανικό στους λεξικογράφους και φθόνο στον Flash Gordon. Άλλοτε στο όνομα της πολιτικής ορθότητας και άλλοτε στο πλαίσιο κυβερνητικής προπαγάνδας οι λέξεις... βελτιώνονται χάνοντας το νόημά τους. Την ίδια στιγμή η κατάσταση αρνείται πεισματικά να αναβαθμιστεί. Αν οι αγωνιζόμενοι για τη βελτίωση χαρακτηρισμών -είτε συνθηκών είτε ατόμων- αγωνίζονταν το ίδιο σθεναρά για τη βελτίωση καταστάσεων, θα ζούσαμε στον παράδεισο.
Μπορεί π.χ., εδώ και δεκαετίες να «μετατρέψαμε» τον «υπανάπτυκτο κόσμο» σε «αναπτυσσόμενο» αλλά αν ερωτηθεί ο κάτοικος αυτών των περιοχών πόσο αναπτυσσόμενος νιώθει, αντί απάντησης θα δεχόμασταν μια ξεγυρισμένη μπούφλα στα μούτρα. Μπορεί τα «άτομα με ειδικές ανάγκες» να έγιναν «άτομα με ειδικές ικανότητες» αλλά αυτό σε τίποτε, πιθανώς, δεν άλλαξε την καθημερινότητά τους. Μπορεί οι «λαθρομετανάστες» να έγιναν «παράτυποι μετανάστες» αλλά οι συνθήκες ζωής τους και η αντιμετώπιση που δέχονται, με βεβαιότητα, δε βελτιώθηκαν όσο ο χαρακτηρισμός που τους αποδίδεται.
Το ίδιο ισχύει και σε επίπεδο καταστάσεων. Μπορεί η «τρόικα» να εξελίχθηκε σε «θεσμοί» αλλά αισθάνομαι ότι συνεχίζει να κάνει ό,τι και πριν. Χώρια που ο λαός συνεχίζει να την αποκαλεί «τρόικα». Έτσι τη γνώρισε, έτσι την αγάπησε. Μπορεί το μισητό και επονείδιστο «Μνημόνιο» να μετεξελίχτηκε σε «δανειακή σύμβαση» ή «πρόγραμμα γέφυρα» αλλά εξακολουθεί να απαιτεί από εμάς μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν αλλά εμείς αρνούμαστε να κάνουμε. Με απλά λόγια, μπορεί οι χαρακτηρισμοί να μεταβάλλονται με ευφάνταστο τρόπο, να αποκτούν μια γλυκύτητα, μια... εσάνς ανθρωπισμού αλλά η πραγματικότητα παραμένει ανεπηρέαστη. Το αποτέλεσμα υπήρξε μια «τρύπα» ή σύμφωνα με τους κώδικες της πολιτικής ορθότητας μια «οπή στο νερό».
Οι λέξεις, όμως, φτιάχνονται για να αποδώσουν την πραγματικότητα. Όταν την αλλοιώνουν, απλώς σιωπούν. Όταν, λοιπόν, με το καλό, οι «αναπτυσσόμενοι» λαοί μπουν σε τροχιά ανάπτυξης, τότε να τους χαρακτηρίσουμε αναπτυσσόμενους. Όχι πριν. Κάποτε το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσπάθειας μπορεί να είναι και αρνητικό. Αν π.χ. χαρακτηρίζουμε ως «ανθρωπιστική κρίση» την κατάσταση που βιώνει η Ελλάδα, τότε πώς θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε την κατάσταση στη Συρία, την Υεμένη, τη Νιγηρία, το Αφγανιστάν...; Μήπως έτσι ωραιοποιείται η τραγική πραγματικότητα που βιώνουν οι συγκεκριμένες περιοχές, προκαλούνται λαθεμένες εντυπώσεις ως προς το μέγεθος της οδύνης τους και ίσως περιορίζεται η διάθεση για βοήθεια και στήριξή τους; Αν, λοιπόν, επιθυμούμε για εμάς την «ανθρωπιστική κρίση», τότε πρέπει να εφεύρουμε έναν τραγικότερο όρο για την κατάσταση αυτών των περιοχών -ίσως ανθρωπιστικός εφιάλτης ή ανθρωπιστική φρίκη- ώστε να δηλώνεται η διαφορά. Οπότε όλοι αυτοί οι υπερευαίσθητοι, που σοκάρονται από τη χρήση πολιτικά ανορθόδοξων λέξεων, ας δείξουν πιο έμπρακτα την ευαισθησία τους κι ας αφήσουν τις λέξεις στην ησυχία τους. Τα υπόλοιπα μου κάνουν πολύ... δήθεν.
Απεχθάνομαι τις κραυγές αλλά λατρεύω τις λέξεις που φωνάζουν. Λατρεύω π.χ. τα χιουμοριστικά κείμενα που χρησιμοποιούν πολιτικά ανορθόδοξους χαρακτηρισμούς, επειδή δηλώνουν με ακρίβεια αυτό που πρέπει. Αδυνατώ να καταλάβω την αντίδραση ορισμένων σε τέτοιους χαρακτηρισμούς. Μπορεί να τους θεωρούν μειωτικούς αλλά θα συμφωνήσω με τον Orwell: «Ο σκοπός ενός αστείου δεν είναι να μειώσει κάποιον, αλλά να του θυμίσει ότι είναι μειωμένος». Πιστεύω, λοιπόν, ότι αν ένα τσουλί δεν το χαρακτηρίσεις «τσουλί» αλλά Χιονάτη (που είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα), δε θα καταλάβει ποτέ τι ακριβώς είναι και άρα ελάχιστα θα προβληματιστεί γι αυτό. Το ίδιο ισχύει για το βλάκα, το ζωντόβολο, τον αγύρτη, το λαϊκιστή. Άλλωστε ακόμη και ο Αϊνστάιν δε μάσησε τα λόγια του, όταν μίλησε για την «απεραντοσύνη της ανθρώπινης βλακείας». Βέβαια, η αίσθηση του χιούμορ διαφέρει. Κάποιοι ενδεχομένως, δεν τη διαθέτουν στο ελάχιστο. Μου είναι δύσκολο να το καταλάβω αλλά από την άλλη... «ποτέ δεν πρέπει να υποτιμάς την ηλιθιότητα της κοινής γνώμης».
Θεωρώ ότι οι λέξεις πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους.
Και πρέπει να την κάνουν φωναχτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου