Οι Πανελλαδικές πλησιάζουν και ο υπεύθυνος του -ενός ακόμη- διαλόγου -άραγε με ποιον- για την Παιδεία μπήκε στα κέφια και είπε να γράψει μια «ενδιάμεση Έκθεση» (όπως τιτλοφορείται το πόνημά του) δείχνοντας το δρόμο στους φετινούς υποψηφίους. Ο κ. Λιάκος -ο υπεύθυνος που λέγαμε πριν- όμως, απέτυχε παταγωδώς και εκ προοιμίου ακολουθώντας το δρόμο που πριν από αυτόν χάραξαν άλλοι και άλλοι εξίσου «υπεύθυνοι». Η πλειονότητα των προτάσεών του κινείται -αναμενόμενο- στο χώρο της φαντασίας αδιαφορώντας για την πραγματική ελληνική... πραγματικότητα. Με απλά λόγια, ο λόγος του δεν είναι πειστικός. Στερείται επιχειρημάτων. Ασχολείται με τα «τι» αλλά λείπουν τα «πώς». Και χωρίς «πώς» δουλειά δε γίνεται. Η έκθεσή του μπορεί να αποτελέσει αφορμή για το θέμα των εξετάσεων (ενόραση;) αλλά και παράδειγμα προς αποφυγή για τους μαθητές που θα διαγωνιστούν, σε λίγες μέρες, στο μάθημα που ανοίγει την αυλαία των εξετάσεων. Κάτι είναι κι αυτό.
Το κακό -και- με τον νυν υπεύθυνο διαλόγου για την Παιδεία, είναι ότι πήρε το ρόλο του πολύ, μα πάρα πολύ στα σοβαρά. Τόσο σοβαρά που αγγίζει τα όρια της γραφικότητας. Ο κ. υπεύθυνος, παρά την ηλικία του, δεν δείχνει να έχει διδαχτεί το παραμικρό και, εξαιτίας και πάλι της ηλικίας του, γίνεται τόσο ρομαντικός, ώστε χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Αιθεροβάμων. Οι υπεύθυνοι για τις εκπαιδευτικές αλλαγές στη χώρα μας έχουν καταστήσει την επανάληψη μητέρα της αφόρητης ανίας. Όσες φορές ακούσαμε για «επαναστάσεις» στην εκπαίδευση, το αποτέλεσμα υπήρξε επαναλαμβανόμενα δεδομένο. Μια τρύπα στο νερό.
Ίσως ο κ. Ρανιέρι της Λέστερ θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ωραίο παράδειγμα για το σύνολο των υπευθύνων -όχι μόνο για την παιδεία- της χώρας μας. Πιστεύει κανείς ότι, όταν προσλήφθηκε ως... υπεύθυνος στη Λέστερ, δήλωνε ότι θα κατακτήσει το πρωτάθλημα ή το champions league; Αμφιβάλλω. Αν το είχε κάνει, όλοι θα τον θεωρούσαν γελοίο, γραφικό, κατάπτυστο και βδελυρό και θα τον είχαν στείλει από εκεί που ήρθε. Δηλαδή, στην Ελλάδα. Ο -άχρηστος για τους Έλληνες- Ρανιέρι ξεκίνησε αποφεύγοντας τις μεγαλοστομίες, τις ουτοπικές υποσχέσεις και άρα τις γραφικότητες. Κινήθηκε μετρημένα και βήμα βήμα κατάφερε αυτό που πριν λίγο έμοιαζε με θαύμα, ακόμη και για τον ίδιο.
Ο εγχώριος υπεύθυνος ξεκίνησε διαφορετικά. Όλοι οι Έλληνες υπεύθυνοι αυτό κάνουν. Υπόσχεται ένα άλλο σχολείο, «σε διαρκή επαφή με την κοινότητα, χωρίς βαθμούς, βιβλία, μαθητικές τσάντες» και κυρίως -πόσο πιασιάρικο- χωρίς εξετάσεις. Ένα σχολείο όπου «θα κυριαρχεί η έρευνα, ο πολιτισμός, η πρωτοβουλία». Ένα σχολείο με «εφημερίδα, θεατρικές παραστάσεις, με ομίλους και συλλογικές μαθητικές δραστηριότητες με άξονες τα νέα Μέσα, τον κινηματογράφο, τις εικαστικές και παραστατικές τέχνες». Το γεγονός ότι ο κ. υπεύθυνος δεν έκανε -ακόμη- λόγο για κατάργηση των εκπαιδευτικών στο σχολείο που φαντάζεται, προσωπικά το βρίσκω ακραία συντηρητικό αλλά δεν μπορεί να τα έχει όλα κανείς.
Προχωρώντας, μάλιστα, σε άλλο επίπεδο πρωτοτυπίας, σε σύγκριση με όσα ήδη έχουμε γνωρίσει, προτείνει τη «βάπτιση» των σχολείων. Ναι, καλά διαβάσατε. «Βάπτιση» με παπά και με κουμπάρο, ώστε τα σχολεία να αποκτήσουν ταυτότητα. Λες και άμα ονομάσουμε ένα σχολείο «Οδυσσέα Ανδρούτσο» ή «Μαντώ Μαυρογένους» ή «Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα», αυτό θα πάρει και τη λεβεντιά τους. Αν το πούμε «Τζορτζ Κλούνεϊ», θα αποκτήσει κάτι από τη γοητεία του. Άμα το πούμε «Νικόλας Νεγρεπόντε», θα γίνει απαράμιλλα ευφυές. Δηλαδή, κάποιοι θα μπορούν να ονομάσουν το σχολείο τους «Αλίκη Βουγιουκλάκη», για να το κάνουν πιο... τσαχπίνικο ή "Μίκυ Μάους", ώστε να δείχνει πιο χαριτωμένο; Και πώς θα διασφαλίσουμε την αποφυγή παρατράγουδων στο σημείο αυτό; Γιατί άντε και της ήρθε μιας κοινότητας να βαφτίσει το σχολείο της "Κιμ Γιονγκ Ουν", μιας άλλης να το βγάλει "Χάνιμπαλ Λέκτερ" ή "Νταρθ Βέιντερ" ή "Λουκ Σκαϊγουώκερ"... Τι παίζει τότε; Θα τους πούμε να το ξαναβαφτίσουν; Και ποιος θα αναλάβει τα έξοδα της δεύτερης βάφτισης;
Έχω την αίσθηση ότι η δουλειά ενός υπευθύνου δεν είναι να κοινοποιεί τα οράματα που έβλεπε μικρός. Δεν είναι να αραδιάζει ιδέες που κινούνται στο χώρο του φανταστικού. Δουλειά του είναι να εντοπίζει την ουσία. Τα «τι» και τα «πόσο» είναι εύκολη δουλειά αλλά -κυρίως αυτό- είναι δουλειά του κάθε ανεύθυνου. Ο υπεύθυνος υπάρχει για να εντοπίζει τα «πώς» κι αυτά τα «πώς» δεν τα βλέπω πουθενά, για μια ακόμη φορά. «Πώς» θα γίνουν όλα αυτά; Με τι χρήματα, με ποιους εκπαιδευτικούς, με τι μέσα, με τι προεργασία; Ο κ. υπεύθυνος ακολουθεί την πεπατημένη. Μεγάλα λόγια, νεανικά οράματα που μπορεί να ακούγονται σε βαρετές και ανούσιες συνελεύσεις βαριεστημένων φοιτητών στα αμφιθέατρα αλλά κανένα σχέδιο, ο παραμικρός ρεαλισμός. Και πιθανότατα, για μια ακόμη φορά, κανένα αποτέλεσμα.
Ο κ. Ζάχος οραματίζεται ένα γλυκό σχολείο
που θα λέγεται «Lila Pause»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου