Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Coolcation VI (Freiburg, Lindau, München)

Ο καθεδρικός
του Φράιμπουργκ


Το ταξίδι, δυστυχώς, πλησίαζε απειλητικά και αμετάκλητα προς την ολοκλήρωσή του. Αυτό, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν σήμαινε ότι δεν είχε να μας δώσει και άλλες, πολύ δυνατές εμπειρίες.

Από την Κολμάρ έπρεπε να φτάσουμε στο Μόναχο, το οποίο αποτελούσε και το σημείο της αναχώρησής μας και της επιστροφής στα πάτρια εδάφη. Μετά από τις σχετικές συζητήσεις και διαβουλεύσεις, αποφασίσαμε τη διαδρομή που θα ακολουθούσαμε, με γνώμονα να επισκεφτούμε, να δούμε κι άλλες περιοχές, να χορτάσουμε την ακόρεστη όρεξή μας για νέες εμπειρίες και εικόνες. Βάλαμε, λοιπόν, κάτω τους ψηφιακούς χάρτες μας και το GPS αποφάνθηκε ότι έπρεπε να διασχίσουμε περίπου τετρακόσια χιλιόμετρα μέχρι τον τελικό προορισμό μας, περνώντας από το Φράιμπουργκ και το Λιντάου, τα οποία και θα αποτελούσαν τις ενδιάμεσες στάσεις μας.

Μετά από ένα ωριαίο, σχεδόν, ταξίδι και χωρίς -και πάλι- να αντιληφθούμε ότι διασχίσαμε εθνικά σύνορα, φτάσαμε στο Φράιμπουργκ, την πιο "πράσινη" και ηλιόλουστη πόλη της Γερμανίας! Μια πόλη, δίπλα στον Μέλανα Δρυμό, με πληθυσμό 220.000 κατοίκων, στην οποία άφησε την τελευταία πνοή του ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο χαρακτηρισμός της ως της "πιο πράσινης πόλης της Γερμανίας" οφείλεται όχι στον όγκο του πράσινου (το οποίο, πάντως, διαθέτει σε χορταστικές δόσεις) αλλά στις πράσινες πρακτικές που εφαρμόζει στην καθημερινότητά της (μετακινήσεις, ενέργεια, διαχείριση απορριμμάτων κ.λ.π.) και οι οποίες έχουν μειώσει δραστικά το περιβαλλοντικό αποτύπωμά της. Όσα είδαμε μας αποζημίωσαν στο έπακρο και μας έπεισαν ότι άξιζε η επίσκεψή μας σε αυτήν. 

Μια βόλτα στην πλατεία του καθεδρικού
χορταίνει τις αισθήσεις και την πείνα του επισκέπτη





Το νερό και το πράσινο  δεν λείπουν
ούτε από το Φράιμπουργκ

Ιστορικά κτήρια, μουσεία, γραφικά σοκάκια, μικρά ρυάκια και κανάλια. Η παλιά πόλη με τα μεσαιωνικά κτήριά της, τον επιβλητικό καθεδρικό ναό (Münster), ο οποίος έμεινε ανέπαφος από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, την πλακόστρωτη πλατεία, η οποία φιλοξενεί, σε καθημερινή βάση, μια υπαίθρια αγορά με πάγκους που προσφέρουν εδέσματα κάθε είδους, τα μικρά κανάλια που τη διασχίζουν και τα οποία τροφοδοτούνται από τον ποταμό Dreisam, είναι αδύνατον να μην προκαλέσει τον θαυμασμό και του πιο δύσκολου ταξιδιώτη.




Σύμφωνα με τον μύθο αν κάποιος πέσει μέσα στα bächle (τα κανάλια της πόλης) θα παντρευτεί κάποιον/α από το Freiburg. Και από ό,τι είδαμε δεν θα κακόπεφτε σε κανέναν μια τέτοια τύχη!!! Τα bächle, με μήκος δεκαπέντε χιλιομέτρων, δημιουργήθηκαν κατά τον Μεσαίωνα και είχαν πυροσβεστικό ρόλο ενώ, παράλληλα, πρόσφεραν νερό στις τοπικές επιχειρήσεις. Το μήκος τους φτάνει τα 15 χλμ. περίπου. 


Αξίζει, σίγουρα, μια βόλτα στην αγορά της παλιάς πόλης, στην οποία θα βρει κανείς καλαίσθητα καταστήματα με όμορφα είδη δώρων, αναμνηστικά, ρούχα και ό,τι άλλο τραβάει η καταναλωτική ψυχή και διάθεσή του. Στον λιγοστό χρόνο που διαθέταμε καταφέραμε να δοκιμάσουμε υπέροχα γλυκά, μεζέδες και δεν παραλείψαμε μια επίσκεψη στον λόφο, ο οποίος βρίσκεται δίπλα από την πόλη και ο οποίος προσφέρει πανοραμική θέα σε αυτήν.

Λιντάου

Φύγαμε από την πόλη -με την αίσθηση ότι δεν τη χορτάσαμε- και αφεθήκαμε στις οδηγίες του GPS, το οποίο ανέλαβε να μας οδηγήσει στη λίμνη της Κωνσταντίας και το Λιντάου.

Μετά από ένα άνετο ταξίδι φτάσαμε στο όμορφο θέρετρο, το οποίο είναι σημείο συνάντησης των συνόρων τριών χωρών -Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία. Ωραία γειτονιά! Κάτι σαν το ελληνικό τριεθνές στις Πρέσπες, όπου η χώρα μας συναντιέται με την Αλβανία και τη Β. Μακεδονία. Εντάξει, διαφέρει λίιιγο το επίπεδο ανάπτυξης και η ποιότητα της κουλτούρας των κατοίκων τους αλλά ως παράδειγμα θεωρώ ότι κατέστησε κατανοητή τη θέση του Λιντάου και της λίμνης της Κωνσταντίας.

Η είσοδος του λιμανιού
του Λιντάου


Ο πύργος Mangenturm

Η πόλη των 25.000, περίπου, κατοίκων, έχει ενδιαφέρουσα ιστορία και αποτέλεσε, κατά περιόδους, "κτήμα" άλλοτε της Γαλλίας και, άλλοτε, της Γερμανίας. Διαθέτει ιστορικό κέντρο, το οποίο απλώνεται στο ομώνυμο νησί και στο οποίο αξίζει να περιηγηθεί κανείς. Η πόλη δεν διαθέτει Πανεπιστήμιο αλλά από το 1951 διοργανώνονται σε αυτή οι "Συναντήσεις βραβευμένων με Νόμπελ" επιστημόνων της Ιατρικής, αρχικά, της Χημείας και της Φυσικής, αργότερα, και πλέον των Οικονομικών Επιστημών. Στις συναντήσεις αυτές οι επιστήμονες αλληλεπιδρούν όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με τους προσκεκλημένους φοιτητές.


Το Λιντάου αποτελεί τουριστικό προορισμό όχι μόνο Γερμανών κατά την καλοκαιρινή περίοδο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το πλήθος των πολυτελών ξενοδοχείων που διαθέτει.

Οι κάτοικοι του Μονάχου
χαίρονται τα καταπράσινα πάρκα
στο κέντρο της πόλης


Μετά τη βόλτα μας στο νησί και ένα χορταστικό γεύμα πήραμε τον δρόμο για τον τελικό προορισμό μας, το Μόναχο. Χρειάστηκε να διανύσουμε μια απόσταση 180, περίπου, χιλιομέτρων προς την πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Στη διαδρομή δεν συναντήσαμε "Σειρήνες" ικανές να μας οδηγήσουν και σε άλλες παρακάμψεις και στάσεις, οπότε μετά από  ένα άνετο και, αρκετά, γρήγορο ταξίδι φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας αργά το βράδυ. 
Την επομένη ετοιμαστήκαμε για την επίσκεψή μας σε μια ακόμη όμορφη πόλη, γνωστή, στους περισσότερους, για την ποδοσφαιρική ομάδα της και το εντυπωσιακό στάδιο που τη φιλοξενεί και στο οποίο το προηγούμενο βράδυ είχε διεξαχθεί ημιτελικός του πρόσφατου Euro. 

Το Δημαρχείο του Μονάχου
(Neues Rathaus)

Το ρολόι του Δημαρχείου (Glockenspiel)
και οι φιγούρες  του σε δράση
 

Εννοείται ότι η πρώτη επίσκεψή μας ανήκε δικαιωματικά σε μια από τις πιο όμορφες και ιστορικές πλατείες της Ευρώπης, την πλατεία της Παρθένου Μαρίας (Marienplatz), και στα αξιοθέατα που την περιβάλλουν με κυρίαρχο, αναμφισβήτητα, το επιβλητικό Δημαρχείο. 
Παρακολουθήσαμε την αλλαγή ώρας στο ρολόι, που βρίσκεται στο κέντρο του μεγαλοπρεπούς κτηρίου και την εντυπωσιακή χορογραφία, την οποία ακολουθούν οι φιγούρες Γερμανών βαρελάδων, τρεις φορές τη μέρα, οι οποίες περιστρέφονται στον ρυθμό μιας υπέροχης μελωδίας.

Δεν παραλείψαμε μια επίσκεψη στον ναό του Αγίου Πέτρου αλλά και στον καθεδρικό του  Μονάχου. 





Περιηγηθήκαμε σε κεντρικές λεωφόρους της πόλης, είδαμε τεράστια, μοντέρνας αρχιτεκτονικής, σύγχρονα κτήρια, έδρες μεγάλων και μικρών πολυεθνικών εταιρειών.



Δοκιμάσαμε τοπικά φαγητά, τα οποία συνοδεύσαμε με μπύρες της περιοχής. Μάλιστα σε κάποιο εστιατόριο μάς εξυπηρέτησε ένας συμπατριώτης μας από τους πολλούς που ζουν και εργάζονται στο Μόναχο.




Αφιερώσαμε αρκετό χρόνο στο μεγαλειώδες παλάτι Residenz, το οποίο, κατά την άποψή μου, αποτελεί έκφραση της απόλυτης ματαιοδοξίας και της αρρωστημένης επιδειξιομανίας των ηγεμόνων του παρελθόντος. Κατασκευάστηκε το 1385 και ο καθένας από τους ενοίκους του το επέκτεινε προσθέτοντας νέα βασιλικά διαμερίσματα, αίθουσες διασκέδασης και ακροάσεων, ακόμη και ναό... 

Το Μόναχο αποτελεί μια καταπράσινη πόλη με δεντροφυτεμένες πλατείες, ευφάνταστου σχεδιασμού σιντριβάνια και απέραντα πάρκα, τα οποία δίνουν την αίσθηση ότι το δάσος εισβάλλει στην πόλη. Είναι χτισμένο στις όχθες του Ίζαρ -ενός από τους μεγαλύτερους παραποτάμους του Δούναβη. 



Η περιήγησή μας στη Βαυαρική πρωτεύουσα ολοκληρώθηκε με επίσκεψη στην έδρα της Μπάγερν, το Allianz Arena και, βέβαια, στο ανάκτορο Nymfenburg, το οποίο αποτελούσε τη θερινή κατοικία της πρώην βασιλικής οικογένειας της Βαυαρίας και αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα με τεράστιους κήπους και λίμνες. Κάποιοι χαρακτηρίζουν το ανάκτορο ως τις Γερμανικές Βερσαλλίες.

Ο πιο δύσκολος δρόμος του ταξιδιού μας, μόλις, ξεκινούσε. Ο δρόμος της επιστροφής. Κατευθυνθήκαμε προς το αεροδρόμιο, όπου παραδώσαμε το αυτοκίνητο -με το οποίο είχαμε διασχίσει εκατοντάδες χιλιομέτρων σε άνετους, καλοσυντηρημένους και ασφαλείς αυτοκινητόδρομους- με εύκολες και συνοπτικές διαδικασίες. Μετά από έναν εξονυχιστικό έλεγχο φτάσαμε στην πύλη της αναχώρησής μας και επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο που θα μας έφερνε πίσω.

Παίρναμε μαζί μας εικόνες και εμπειρίες που θα μας μείνουν αξέχαστες. Γυρίζαμε καλύτεροι, έχοντας αντλήσει γνώση και αισθητική, έχοντας αναθεωρήσει δεδομένα, αφήνοντας πίσω μας αρκετά στερεότυπα.
Στο εξής θα αντιμετωπίζω με μεγάλες δόσεις αμφιβολίας οποιονδήποτε πιστεύει, ακράδαντα, ότι η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου και θα αμφισβητώ έντονα εκείνους που διατυμπανίζουν ότι αποτελούμε τον καλύτερο, τον περιούσιο λαό. 
Σε όλους αυτούς θα προτείνω να κάνουν ταξίδια, να γνωρίσουν διαφορετικούς τόπους και, κυρίως, ανθρώπους που σέβονται τα χωριά, τις πόλεις, τη χώρα τους, διαφυλάσσουν την ομορφιά τους, πειθαρχούν σε κοινούς κανόνες, προστατεύουν το περιβάλλον, δείχνουν την αγάπη τους για το μέρος, στο οποίο ζουν, με πράξεις κι όχι με μεγάλα και κούφια λόγια.

Αναχωρούσαμε έχοντας στο μυαλό και την ψυχή μας τον στίχο του Σεφέρη, "Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει". Γυρίζαμε πίσω με ένα τεράστιο "Γιατί". Γιατί αυτοί και όχι εμείς; Μήπως είναι καιρός να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν; Όχι να το ξεχάσουμε αλλά να διδαχτούμε από αυτό και να πορευτούμε προς το μέλλον, να επιδιώξουμε τη συνοχή, να αλλάξουμε στάση απέναντι στον Νόμο, να αισθανθούμε γείτονες, συμπατριώτες, να αγαπήσουμε το υπέροχο περιβάλλον μας, να σεβαστούμε τις αμέτρητες ομορφιές της πατρίδας μας, να διαφυλάξουμε το "ωραίο", να γυρίσουμε την πλάτη απέναντι σε καθετί άσχημο, να αναζητήσουμε συμμαχίες, συνεργασίες. Ίσως μια τέτοια στάση μας κάνει πιο αισιόδοξους, πιο πολιτισμένους, πιο υπερήφανους -όχι με τη βλαμμένη εθνικιστική έννοια, πιο συνετούς. Ίσως είναι καιρός να ωριμάσουμε ως έθνος και ως λαός κι αυτό προϋποθέτει ότι θα αφήσουμε πίσω μας όσα μας "πληγώνουν" όταν ταξιδεύουμε αλλά και εκείνα που μας "πληγώνουν" καθημερινά...


Τελικά, ήταν ένα υπέροχο, γεμάτο, μεγάλο (πάνω από χίλια χιλιόμετρα) ταξίδι. Χορταστικό, ανανεωτικό, χαλαρωτικό, ονειρικό και, κυρίως, δροσερό. 
Coolcation είπαμε και δηλώνω, κατηγορηματικά, φανατικός οπαδός...

-The end-



 

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

Coolcation V (Στον δρόμο του κρασιού: Colmar, Ribeauville, Riquewihr, Eguisheim,...)

Μια φορά κι έναν καιρό...

Κάπως έτσι θα μπορούσε να ξεκινάει το συγκεκριμένο, πέμπτο επεισόδιο, του ταξιδιού, αφού η επίσκεψη στην καρδιά της Αλσατίας είναι, ακριβώς, αυτό. Είναι η ευκαιρία που προσφέρεται στον επισκέπτη να ζήσει ένα παραμύθι, να γίνει όχι απλώς θεατής της εξέλιξής του αλλά πρωταγωνιστής του. Να περιηγηθεί σε παραμυθένια τοπία, σε χωριά βγαλμένα από την πιο εμπνευσμένη εικονογράφηση, σε μέρη στα οποία, είναι βέβαιο, ότι ζουν, ακόμη και σήμερα, μάγισσες, νεράιδες, ξωτικά. 

Είχαμε ακούσει τόσα πολλά! 


Και τα όσα είχαμε ακούσει για τη συγκεκριμένη περιοχή υπήρξαν και η βασική αφορμή του ταξιδιού μας. Είχαμε ακούσει για την εξαιρετική ομορφιά του τοπίου, για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των πόλεων και των χωριών και, βέβαια, είχαμε ακούσει για τα υπέροχα λευκά κρασιά (Riesling, Gewurtzraminer, Pinot Gris) που παράγονται εκεί.

Μάλλον, δεν χρειαζόταν άλλο κίνητρο.

Η επαφή μας με τη "Μικρή Γαλλία" στο Στρασβούργο, ήδη μας είχε προϊδεάσει, σε κάποιο βαθμό, για το τι μας περίμενε. 





Αφήσαμε, λοιπόν, το Στρασβούργο με κατεύθυνση τη γαλλική εξοχή και τα κρασοχώρια της. Πήραμε τον "δρόμο του κρασιού". Είχαμε αποφασίσει να διανυκτερεύσουμε στην Κολμάρ, η οποία θα αποτελούσε το ορμητήριό μας για τα γύρω χωριά.

Η Κολμάρ, πόλη με 70.000 περίπου κατοίκους, αποτελεί το κέντρο και την πρωτεύουσα της περιοχής. Σημείο αναφοράς της η "Μικρή Βενετία" με τα χαρακτηριστικά κανάλια της και τα πανέμορφα κτήρια.











Τα υπόλοιπα χωριά (Ribeauville, Riquewihr, Eguisheim,...) έχουν πληθυσμό από 1.000 ως 2.000 κατοίκους και περιτριγυρίζονται από απέραντους αμπελώνες. Η απόσταση από το ένα στο άλλο είναι ελάχιστη κι αν κάποιος επιλέξει να ταξιδέψει από παράδρομους και όχι από τον κεντρικό δρόμο, βλέπει κάποιο πανέμορφο χωριουδάκι κάθε λίγα λεπτά. 






Το καλοκαίρι η εικόνα θυμίζει παλέτα του πιο τολμηρού και παθιασμένου φωβιστή ζωγράφου, αφού χαρακτηρίζεται από μια απίστευτη πανδαισία έντονων χρωμάτων, τα οποία σε συνδυασμό με εκείνα των σπιτιών και τα φροντισμένα, πολύχρωμα λουλούδια που στολίζουν κάθε παράθυρο, μπαλκόνι, πλατεία, πεζόδρομο, σιντριβάνι, ζαλίζουν τον επισκέπτη, ίσως περισσότερο κι από το κρασί, το οποίο είναι αδύνατον να μη δοκιμάσει και, μάλιστα, σε χορταστικές ποσότητες στα πολυάριθμα, μικρά και μεγάλα, καφέ και ταβέρνες.








Καθένα από τα χωριά προσφέρει αρκετές επιλογές για διαμονή και ο προσανατολισμός τους στον τουρισμό είναι εμφανής, όχι μόνο από τον αριθμό των, παραδοσιακών ή σύγχρονων, ακριβών ή οικονομικών, καταλυμάτων αλλά και από το πλήθος των καταστημάτων που διαθέτουν προς πώληση κρασιά, τοπικές λιχουδιές -τυριά, γλυκά- αλλά και κάθε είδους ευφάνταστα αναμνηστικά. 


Η περίοδος που επιλέξαμε για το ταξίδι (μέσα Ιουλίου) αποδείχτηκε, για μια ακόμη φορά, ιδανική. Ωραίος, γλυκός καιρός με ελάχιστες εκπλήξεις, δροσιά που μας έδωσε την ευκαιρία της άνετης περιήγησης, κάποιες βροχές που δεν άφηναν τη θερμοκρασία να ξεφύγει και, κυρίως αυτό, λίγοι τουρίστες, οι οποίοι έδιναν, μεν, ζωή στο μέρος, χωρίς, όμως, να προκαλούν την παραμικρή ενόχληση. Ευτυχώς το coolcation παραμένει ακόμη τάση χωρίς να έχει μετατραπεί σε μόδα και μαζική επιλογή.






Μας εντυπωσίασε το ωράριο των καταστημάτων εστίασης, όπως και στα υπόλοιπα μέρη, τα οποία επισκεφτήκαμε. Τα περισσότερα από αυτά διέκοπταν τη λειτουργία τους για κάποιες ώρες το μεσημέρι, ακόμη κι αν θα μπορούσαν, εξυπηρετώντας περισσότερους πελάτες, να αυξήσουν σημαντικά τα κέρδη τους. Νωρίς το βράδυ έκλειναν και πάλι. Άλλη κουλτούρα, τελείως διαφορετική από την ελληνική. Ίσως, σε αυτή τη συνήθεια να συμβάλλει και το γεγονός ότι η τουριστική περίοδός τους είναι απλωμένη στη διάρκεια του χρόνου και όχι σε ένα μικρό διάστημα, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα (οπότε, ό,τι αρπάξει ο κ%λος μας). Πρόκειται για τουρισμό, ο οποίος δεν επιβαρύνει ούτε τους κατοίκους ούτε, φυσικά, τους εργαζομένους σε αυτόν.





Κάθε χωριό, κάθε σημείο, δικαιολογεί απόλυτα τον χαρακτηρισμό της περιοχής ως της "πιο παραμυθένιας της Ευρώπης". Η ομορφιά δίνεται απλόχερα, πηγάζει από το φυσικό τοπίο αλλά και από την ανθρώπινη παρέμβαση. Τα μεσαιωνικά κτήρια, τα κάστρα, η φύση, δίνουν την αίσθηση ότι κινείσαι μέσα σε μια όμορφη, καλογραμμένη, μαγευτική ιστορία. Κάθε χωριό, κάθε τοπίο, είναι και μια διαφορετική σελίδα  ενός από τα πιο όμορφα παραμύθια κι ένα ταξίδι στον,  αρκετά παρεξηγημένο, ευρωπαϊκό Μεσαίωνα.







Τα λόγια είναι αδύνατον να περιγράψουν και να μεταφέρουν την ιδιαίτερη αισθητική. Ίσως οι φωτογραφίες το καταφέρνουν λίγο καλύτερα, αφού ακόμη και ο πιο άσχετος φωτογράφος εδώ μπορεί να νιώσει εξπέρ του είδους χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια.